Μέρες και νύχτες στην Τζαμάικα

Μέρες και νύχτες στην Τζαμάικα

12' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νησί της ξεγνοιασιάς, της ρέγκε και του Μπομπ Μάρλεϊ, η Τζαμάικα έχει μαύρη, αφρικανική ψυχή, ατελείωτες αμμουδιές με καταπράσινα νερά αλλά και μεγάλες αντιθέσεις.

Προσπαθούσα να περπατάω αργά για να μη γλιστρήσω στο υγρό λιθόστρωτο, κάτω από το ψιλόβροχο, στο παλιό φρούριο του Port Royal, στην «πιο διαβολική πόλη της χριστιανοσύνης», στο λαβύρινθο της αμαρτίας και του πλιάτσικου, στο άντρο των πειρατών και των κουρσάρων, στην -επί 200 χρόνια- καρδιά της βρετανικής ναυτικής δύναμης στις Αντίλλες.

Ενας 60χρονος συνταξιούχος καπετάνιος της ακτοφυλακής, γέννημα-θρέμμα της περιοχής, που δεν είχε ζήσει πουθενά αλλού στη ζωή του, μου έκανε μια μικρή ξενάγηση, ζωντανεύοντας σκηνές χάους με δολοφόνους, πόρνες και λαθρέμπορους. Εριξα μια γρήγορη ματιά στα απομεινάρια του φρουρίου, που έμοιαζε σχεδόν εγκαταλελειμμένο, αλλά δεν διέκρινα ούτε ίχνος από την αλλοτινή δόξα του.

Μέσα σε αυτή την ανατριχιαστική ησυχία, ο καπετάνιος αναστέναξε, αναπολώντας με θλίψη τη χρονική στιγμή που σημάδεψε το Port Royal, δηλαδή εκείνο το μεσημέρι της 7ης Ιουνίου του 1692, όταν ένας ισχυρός σεισμός γκρέμισε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, ρίχνοντάς το, μαζί με 2.000 κατοίκους, μέσα στη θάλασσα. Εκείνη τη μέρα το Port Royal έγινε μια πόλη-φάντασμα.

Σε άλλα νησιά το γεγονός αυτό θα είχε καθοριστική σημασία, όμως εδώ ήταν απλώς ένα μικρό κεφάλαιο μιας δραματικής πορείας. Η Τζαμάικα είναι παιδί της πυρκαγιάς – γεννήθηκε μέσα σε φωτιά και θειάφι, μέσα σε εξεγέρσεις σκλάβων, ανταρσίες, πειρατές, τυφώνες και σεισμούς. Κατοικήθηκε από τους ιθαγενείς Taino, που τη βάφτισαν Xaymaca και διαμορφώθηκε από τους Ευρωπαίους κατακτητές, πρώτα από τους Ισπανούς και μετά από τους Αγγλους.

Οι Βρετανοί μετέτρεψαν το νησί σε μια απέραντη φυτεία ζαχαροκάλαμων. Ηταν η πλουσιότερη αποικία τους στην Καραϊβική και το κέντρο του δουλεμπορίου στην στην Αμερική. Οι γαιοκτήμονες έχτισαν θαυμάσιες επαύλεις πάνω από τα κτήματά τους και η ζωή τους ήταν βουτηγμένη στην απραξία. Επιναν και ασελγούσαν σεξουαλικά πάνω στους σκλάβους.

Στην Τζαμάικα το φυλετικό ζήτημα είναι ο βασικός λόγος της εθνικής και πολιτικής πολυπλοκότητας. Οπως συμβαίνει και στην Αντίγκουα, αλλά και σε άλλα νησιά της Καραϊβικής, ο κοινωνικός και οικονομικός διαχωρισμός ανάμεσα στους κατά κύριο λόγο λευκούς έχοντες και στους μαύρους (συνήθως) μη έχοντες είναι έντονος. Οι παλιές αδικίες είναι η κύρια αιτία για την πολιτική βία, τα εγκλήματα συμμοριών και τα οικονομικά προβλήματα που τόσο ταλαιπώρησαν το νησί.

Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι κάτι πάει να αλλάξει. Η κυβέρνηση, έπειτα από μεγάλες περιόδους σύγχυσης, είναι σταθερή και προσπαθεί να ελέγξει τα εγκλήματα ενάντια στους ξένους, την ανταλλαγή πυρών ανάμεσα σε συμμορίες ναρκωτικών, την ομοφοβία που υποδαυλίζεται από τη θρησκεία. Η οικονομία είναι ακόμα ασταθής, αλλά εμφανίζει σημάδια υγείας, ενώ ο τουρισμός, η «βαριά βιομηχανία» του νησιού, έχει αυξηθεί σε τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο επισκέπτες το χρόνο.

Η άνοδος του τουρισμού έχει ως αποτέλεσμα η Τζαμάικα να κοιτάζει πέρα από το παραδοσιακό της κοινό, τους τουρίστες που ψάχνουν μόνο για ήλιο και θάλασσα και τους φρεσκοπαντρεμένους που έρχονται εδώ για το μήνα του μέλιτος και διαχρονικά γεμίζουν τα μαζικά all inclusive ξενοδοχειακά συγκροτήματα.       

Τα ιλουστρασιόν βίντεο και οι διαφημιστικές καταχωρίσεις στα περιοδικά παρουσιάζουν ένα παραδεισένιο νησί, κατάλληλο για όσους ψάχνουν, μεταξύ άλλων, οικοτουρισμό, μποέμ διακοπές, ανάπαυλα και ευεξία – ακόμη και στοχευμένες επισκέψεις (βλ. εβραϊκές διαδρομές στην Τζαμάικα). Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη καμπάνια που καλεί τους ταξιδιώτες να διαλέξουν το ελκυστικό πακέτο που συνδυάζει φύση, περιπέτεια, νυχτερινή ζωή και αισθησιασμό.       

Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει νομοθετήσει έτσι ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το πρώτο casino-resort του νησιού (Celebration Jamaica Hotel and Resort), που θα είναι έτοιμο να λειτουργήσει σε ένα με δύο χρόνια στην πόλη του Montego Bay. Πίσω από την επένδυση βρίσκεται μια καναδική εταιρεία, αλλά μεγάλο μέρος των νέων επενδύσεων προέρχονται από την Ισπανία και το Μεξικό, γεγονός που δοκιμάζει τη μακροχρόνια αγγλο-αμερικανική κυριαρχία. 

ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΡΕΓΚΕ

Παρά τους τρεις αιώνες βρετανικής διακυβέρνησης, οι ισχυρότερες επιρροές της Τζαμάικας δεν είναι αγγλικές, αλλά αφρικανικές, και σχετίζονται με τη μαγεία, την πνευματικότητα, τη δεισιδαιμονία, τη μουσικότητα, την ποίηση των λόφων και των δρόμων, τη ρυθμικότητα που βγάζουν οι Τζαμαϊκανοί όταν μιλούν, τον εκρηκτικό παλμό που μετακινείται από τα ανατολικά προς τα δυτικά, από τη βόρεια ακτή των ξενοδοχειακών resorts στον πιο άγριο Νότο.

H λαϊκή μαγεία προέρχεται από τη Δυτική Αφρική, όπως συμβαίνει με το βουντού στην Αϊτή και τη σαντερία στην Κούβα, και τροφοδοτεί την τζαμαϊκάνικη ζωή με προλήψεις, με μάγισσες και φαντάσματα – διαπερνά ακόμα και τη φονταμενταλιστική προτεσταντική κοινωνία, η οποία γεννά αιρέσεις και συνομιλεί με τα πνεύματα. Οι Ρασταφάρι, πάλι, είναι κάτι διαφορετικό. Προερχόμενοι από οικογένειες φτωχών μαύρων, πιστεύουν στην εσωτερική αγιότητα, αντιμετωπίζουν τη μαριχουάνα σαν θεία μετάληψη και είναι Τζαμαϊκανοί μέχρι το κόκκαλο, όπως ακριβώς η ρέγκε.     

«Η ρέγκε είναι συνώνυμη της κοινωνικής συνείδησης», μου είπε μια νεαρή Τζαμαϊκανή. «Είναι συνώνυμη της μαύρης δύναμης, του Marcus Garvey (πατέρα του κινήματος της “Μαύρης Δύναμης”), του Ρασταφαριανισμού».

Αυτή ήταν η Τζαμάικα που ήθελα να γνωρίσω καλύτερα.

Μετά το μεσημεριανό στο ιστορικό Devon House στο Kingston, που ανήκε στον πρώτο μαύρο Τζαμαϊκανό εκατομμυριούχο, τριγύρισα σε διάφορα ιστορικά μουσεία με τον Ainsley Henriques, πρόεδρο του Jamaica National Heritage Trust. Καθώς περιηγούμασταν σε αίθουσες γεμάτες αρχαία τεχνουργήματα, ζωγραφιές και λοιπά παραφερνάλια, οι ήρωες της Τζαμάικα έμοιαζαν να ζωντανεύουν: ο Paul Bogle που απαγχονίστηκε μετά την εξέγερση του Morant Bay το 1865, η Nanny από τους Τζαμαϊκανούς Maroons, που απελευθέρωναν σκλάβους στα Μπλε Βουνά, ο Sam Sharpe που κρεμάστηκε μετά την Εξέγερση των Χριστουγέννων του 1831, ο Norman Manley, με την οξφορδιανή παιδεία και τις εθνικιστικές πεποιθήσεις, που το όνομά του έχει συνδεθεί με την ανεξαρτησία της χώρας (1962).

Να και ο Bob Marley. Υπάρχει ένα μουσείο έξω από το Kingston για το είδωλο της ρέγκε, τον μυσταγωγό, που μιλούσε με τον Θεό, όπως λένε, και κατέκτησε τον κόσμο. Δεν χρειαζόταν όμως να πάω μέχρι το μουσείο, γιατί όλη η Τζαμάικα είναι ένα μουσείο αφιερωμένο στον Bob Marley. Μια παρέα ταλαντούχων Tζαμαϊκανών μουσικών πέρασε από την παραδοσιακή μουσική mento σε άλλα είδη, όπως είναι η jazz, το rhythm and blues, το ska. Μετά ήρθε ο Marley, γιος του (λευκού) Βρετανού αξιωματούχου Norval Marley και μιας μαύρης γυναίκας, της Cedella Malcolm Booker. Και με τον Marley ήρθε η ρέγκε, που σάρωσε τα πάντα στο διάβα της…

Εκείνο το βράδυ απέφυγα τα λαοφιλή πάρτι (βλ. Weddy Weddy Wednesdays) και πήγα στο Redbones Blues Cafe, το στέκι που φημίζεται ότι συγκεντρώνει τους μουσικούς απόγονους του Bob Marley, και εκτός αυτού θεωρείται μια πολιτιστική κυψέλη που προωθεί τα εικαστικά, τις ξένες ταινίες, τις βραδιές ποίησης.

Το πέτυχα σε βραδιά ποίησης. Εβρεχε… Η σκηνή είχε γεμίσει νερό, οι υπεύθυνοι χασομερούσαν, το μπαρ ήταν γεμάτο. Δίπλα μου, ένας γκριζομάλλης με αλογοουρά και λευκό κρεπ κουστούμι κάτι ψιθύριζε στο αυτί της ξανθιάς συνοδού του. Καλοντυμένα ζευγάρια, με τα κοκτέιλ στα χέρια, συνωστίζονταν κάτω από τη σκεπή του μπαρ. Προσπαθούσα να κρυφακούσω, πίνοντας μια τζαμαϊκάνικη καϊπιρίνια. Κοίταξα τους τοίχους του μπαρ που ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες βιρτουόζων της τζαζ, ενώ την ίδια στιγμή -περιέργως- από κάπου ακουγόταν αμερικανική lounge.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΟ ΘΕΡΕΤΡΟ ΤΟΥ MONTEGO BAY        

Την επόμενη μέρα, έπειτα από μια τρίωρη περιήγηση στα βουνά που μου ανακάτεψε το στομάχι, αποκαλύφθηκε o διαυγής γαλάζιος ουρανός της Τζαμάικας, μαζί με τις υπέροχες παραλίες της. Το παραθεριστικό Ocho Rios και οι μικρότερες παραθαλάσσιες κωμοπόλεις έσφυζαν από ζωή. Το πλήθος ανακατευόταν στα πεζοδρόμια, στις πλατείες, στις αγορές, στις βιτρίνες, στους πάγκους, αλλά και στα Juici Patties, την τοπική αλυσίδα ταχυφαγείων. Ηθελα να περιπλανηθώ, αλλά δεν είχα χρόνο. Επρεπε να πάω στο Montego Bay.

Το MoBay ήταν 30-45 λεπτά μακριά. Τα μυθικά του resorts είναι απομονωμένα, οχυρωμένα με ψηλά τείχη, πυκνά δέντρα και ατσάλινες πόρτες. Πίσω από αυτές τις πύλες, η Τζαμάικα έμοιαζε να εξαφανίζεται. Εντάξει, όχι όλη η Τζαμάικα… Η θάλασσα ήταν ακόμα εκεί, το ίδιο και οι λόφοι, και οι bartenders, οι καμαριέρες και οι επιστάτες, μιλώντας εγγλέζικα με ντόπια προφορά, αναφωνούσαν: «Milady, milady, welcome!».

Ηθελα μόνο να κάνω ηλιοθεραπεία δίπλα στη θάλασσα, τίποτα άλλο. Στο Coyaba hotel, η Joni από την Ολλανδία διάβαζε ένα γερμανικό βιβλίο. Βρισκόταν ήδη μία εβδομάδα εκεί μαζί με τον σύζυγό της, τον Jos -έναν σοβαρό καθηγητή με γκριζαρισμένα αραιά μαλλιά- και τους έμεναν ακόμα πέντε μέρες. Φαίνεται ότι είχαν αρχίσει να… ξεμένουν από ασχολίες. Είχαν ήδη πάει στα Μπλε Βουνά, στη Γαλάζια Λίμνη του Port Antonio (όπου γυρίστηκε μέρος της ομώνυμης ταινίας με την Brooke Shields), στους καταρράκτες Dunn’s River Falls και στο Mystic Mountain κοντά στο Ocho Rios. Τώρα αναρωτιόνταν εάν έπρεπε να πάνε μέχρι το μακρινό κτήμα Appleton Rum, στην ενδοχώρα του νησιού. Δεν μπορούσα να τους δώσω απαντήσεις… Δεν είχα δει ούτε τα μισά απ’ όσα είχαν δει εκείνοι.

Φανταζόμουν ότι το Montego Bay θα γυάλιζε από τα χλιδάτα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα κλαμπ και τα μαγαζιά – κάτι που συνέβαινε, όντως, μέσα στα resorts. Παρ’ όλα αυτά, η Gloucester Avenue (γνωστή και ως Hip Strip), με τα ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας, τα hostels, τα B&B, τα τουριστικά μαγαζάκια, τα κλεφτρόνια και το Jimmy Buffett’s Margaritaville (ίσως το πιο δημοφιλές κλαμπ του MoBay), ήταν μια απογοήτευση. Πρόκειται για μια τουριστική πλευρά της Τζαμάικας που χρειάζεται αναθεώρηση.

Βρέθηκα στην πόλη την τελευταία Παρασκευή του μήνα, όταν οι ντόπιοι έχουν εισπράξει το μισθό τους και έχουν κατεβεί στο κέντρο για να ξοδέψουν τα χρήματά τους. Η St. James Street έμοιαζε με φραγμένη αρτηρία από τα πολλά αυτοκίνητα, τα φορτηγά και τα λεωφορεία. Το πλήθος μετακινούνταν από τις καντίνες, τα μπαρ, τα υφασματoπωλεία, τα σούπερ μάρκετ, στα μαγαζιά με ρούχα, τα πλυντήρια αυτοκινήτων και τις πλατείες και η βοή του ανακατευόταν με τις εκκωφαντικές φωνές των πωλητών, τις ζωηρές συζητήσεις και τη μουσική στη διαπασών. Από τη μία ήθελα να γίνω ένα με όλους αυτούς, από την άλλη ήθελα να φύγω.

Μετά από αυτόν το συνωστισμό, ονειρευόμουν ένα ποτό και ένα εντυπωσιακό πιάτο φαγητού. Κάποιοι φίλοι μού είχαν μιλήσει για το Scotchies, το πιο γνωστό στέκι για να φάει κανείς παραδοσιακά τζαμαϊκάνικα πικάντικα πιάτα jerk. Περίμενα ένα μαγαζί με χάρτινα τραπεζομάντιλα, γεμάτο καπνό. Βρέθηκα σε ένα γραφικό μέρος με ανοιχτό μπαρ και μερικά εξωτερικά τραπέζια για μεγάλες παρέες. Καμιά δωδεκαριά πελάτες, οι περισσότεροι ξένοι, έπιναν στα γρήγορα τη Red Stripe μπίρα τους και ορμούσαν στο πικάντικο χοιρινό που είχε σερβιριστεί στα πιάτα τους. Παρήγγειλα το ίδιο με αυτούς. Η μπίρα ήταν παγωμένη, αλλά το χοιρινό ήταν σκληρό και άνοστο και, παρότι βάλθηκα να το ραντίζω με τον πικάντικο συνοδευτικό χυλό, η γεύση του δεν βελτιώθηκε.

 

ΣΤΙΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΕΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ NEGRIL

Την επόμενη μέρα, καθ’ οδόν για το West End του παραθαλάσσιου Negril -αφού πρώτα ένα ΑΤΜ της Scotiabank είχε «φάει» την κάρτα μου και έπειτα δοκίμασα να μετακινηθώ με τα αφερέγγυα επίγεια μέσα μεταφοράς- δεν ήμουν σίγουρη αν θα κατάφερνα να ζήσω μια φοβερή μέρα στην Τζαμάικα, ή, ακόμη χειρότερα, αν θα ένιωθα αυτό το ανεξήγητο δέσιμο με τον τόπο, όπως μου είχε συμβεί στην Αντίγκουα, στο Σαν Χουάν, στην Αβάνα.     

Δύο ώρες στο Norman Manley Highway, νότια του Negril, βλέποντας τα φώτα από τους ποδηλάτες και τους μηχανόβιους να αναβοσβήνουν, τα κοπάδια από μικρά κατσικάκια, τα πολύχρωμα σπίτια από ξύλο και τσίγκο και την ανοιχτή θάλασσα, ένιωσα ότι η Τζαμάικα είχε αρχίσει πια να με σαγηνεύει.     

Και μετά… ήρθε η ώρα για το Negril’s West End και το Rockhouse Hotel. Μαγεία! Ηταν ένα καταπληκτικό θέαμα: ανθισμένα λουλούδια, βουκαμβίλιες, αμυγδαλιές, σκιερά ελικοειδή μονοπάτια που οδηγούσαν σε βίλες φτιαγμένες από ξύλο και πέτρα και στέγες από άχυρο, όλα να βλέπουν προς τη θάλασσα. Με μια ματιά, το Rockhouse αποδείχτηκε αντάξιο της φήμης του – πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα boutique ξενοδοχεία της Καραϊβικής.

Παρά ταύτα, οι έντονες αντιθέσεις είναι αναπόφευκτες στην Τζαμάικα. Στο δρόμο, απέναντι από το φαντεζί πωλητήριο του Rockhouse, μια χούφτα ξεχαρβαλωμένα μαγαζάκια πωλούσαν τα κλασικά τουριστικά προϊόντα (T-shirts, αραχνοΰφαντα φουστάνια, φουλάρια, καπέλα και μπιμπελό), ενώ σε κοντινή απόσταση από τη γαλήνη του Rockhouse, εκατοντάδες τουρίστες συνωστίζονταν στο Rick’s Café, ένα φασαριόζικο bar-εστιατόριο-μουσικό στέκι, γνωστό για το cliff-diving show και τα αισθησιακά ηλιοβασιλέματά του.

Εριξα μια ματιά στη μουσική σκηνή το απόγευμα, προσπάθησα να πιάσω ένα σκαμπό στην μπάρα, αλλά τελικά παραιτήθηκα. Μια τραγουδίστρια χόρευε στη σκηνή και ο κόσμος χειροκροτούσε στο ρυθμό. Σύντομα και μάλλον αναπάντεχα, όπως συμβαίνει στα τροπικά μέρη, ο ήλιος εξαφανίστηκε και αμέσως το πάρτι διαλύθηκε. To κοινό κατευθύνθηκε προς τα έξω, σπρώχνοντας. Τα τουριστικά λεωφορεία, τα βανάκια και τα ταξί γέμισαν με κόσμο που έβγαινε από το πάρκινγκ. Το σκηνικό ήταν παλαβό, όσο παλαβά είναι και τα διαβόητα boat parties του Negril.

Εκείνο το απόγευμα, στο Rockhouse ήπια ένα ποτό και συζήτησα με ένα ζευγάρι Αμερικανών που είχε παντρευτεί, είχε περάσει το μήνα του μέλιτος και ερχόταν κάθε χρόνο εδώ. Παρά το μεγάλο ποσοστό πληρότητας, το ξενοδοχείο ανοίγει τα εστιατόριά του στο κοινό. Οι εκπατρισμένοι που ζουν στο Negril το μετατρέπουν σε κλαμπ, όπου μπορεί κανείς να γνωρίσει χίπηδες της παλιάς σχολής, με σανδάλια, όπως είναι η Janet από το Σαν Φρανσίσκο, που παντρεύτηκε έναν ντόπιο πριν από 27 χρόνια και τώρα χτίζει ένα σπίτι με πισίνα στο λόφο.  

Νωρίς το πρωί, είχα ξυπνήσει από βαθύ ύπνο, σε ένα κρεβάτι με ουρανό, γεμάτο μαξιλάρια και τον ανεμιστήρα στο ταβάνι να κουνάει απαλά την κουνουπιέρα από μουσελίνα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και άνοιξα τα παντζούρια της ιδιωτικής βεράντας μου. Η θάλασσα είχε ενωθεί με τον μακρινό θολό ορίζοντα, ενώ στο βάθος διέκρινα ένα μικρό σκάφος με έναν και μοναδικό επιβάτη (δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν άντρας ή γυναίκα), το οποίο έπεσε στην ταραγμένη θάλασσα. Tα κύματα που σηκώθηκαν και έσκασαν αφρισμένα στους βράχους του Rockhouse έμοιαζαν να φτάνουν τα 15 μέτρα. Κάπου από τον διπλανό δρόμο ερχόταν αυτή η ζωντανή, ρυθμική μουσική που ακούγεται σε κάθε γωνιά της Τζαμάικας.

Αργότερα, έπειτα από μια διαδρομή που κράτησε μόλις 15 λεπτά με το αυτοκίνητο, τσαλαβουτούσα τα πόδια μου στη θάλασσα, περπατώντας κατά μήκος της δημοφιλούς (και υπερφορτωμένης με κτίρια) Seven-Mile Beach. H παραλία με την αφράτη λευκή άμμο είχε ήδη γεμίσει με κόσμο. Οι τουρίστες λιάζονταν ξαπλωμένοι σε lounge πολυθρόνες. Ενας ψηλόλιγνος πλανόδιος πωλητής με τζίβες, ρουφηγμένα μάγουλα και κοκαλιάρικα πόδια με ακολούθησε, προσφέροντάς μου ένα τσαμπί με μπανάνες με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε μια πλαστική τσάντα που ποιος ξέρει τι είχε μέσα… Μικροπωλητές και μικροαπατεώνες υπάρχουν παντού στην Τζαμάικα, παρ’ όλα αυτά ο συγκεκριμένος τύπος δεν ξεπέρασε τα όρια. Οταν του είπα ευγενικά «όχι», αποχώρησε.      

Νιώθωντας ευγνωμοσύνη για την τροπή που πήραν τα πράγματα, συνέχισα τη βόλτα μου στη βρεγμένη άμμο. Η θάλασσα πιτσιλούσε τα πόδια μου. Σκάφη με γυάλινο δάπεδο και ψαροκάικα λικνίζονταν σε ρηχά νερά, περιμένοντας να παραλάβουν τους δύτες και τους snorkelers και να τους μεταφέρουν στους κοραλλιογενείς υφάλους και στις σπηλιές, χάρη στις οποίες αυτή θεωρείται η πιο ονειρεμένη ακρογιαλιά της Τζαμάικας.

Βρισκόμουν στην Τζαμάικα πέντε μέρες και επιτέλους άφηνα τον εαυτό μου να βυθιστεί στoυς ξέγνοιαστους και τραγουδιστούς ρυθμούς του νησιού.

Το ταξίδι μου έφτανε προς το τέλος του, και έτσι επέστρεψα στο Half Moon του Montego Bay. Το Half Moon είναι ένα παλάτι, εκλεπτυσμένο, γαλήνιο, φιλόξενο. Η βασίλισσα Ελισάβετ είχε μείνει στο παρελθόν εδώ, όπως και ο πρίγκιπας Φίλιππος, ο πρίγκιπας της Ουαλίας, ο Τζον και η Τζάκι Κένεντι και βέβαια αμέτρητοι κινηματογραφικοί αστέρες και διασημότητες, αλλά και ζευγάρια στο μήνα του μέλιτος ή νέοι εραστές. Είναι από τα μέρη που αξίζει να επισκεφτείς μία φορά στη ζωή σου.

Mετά το εξαιρετικό υπαίθριο δείπνο που απόλαυσα στο ξενοδοχείο, είχα ακόμα μερικές ώρες διαθέσιμες. Ετσι, πέρασα από το εστιατόριο Seagrape Terrace, όπου είχαν μαζευτεί οι καλεσμένοι για να ακούσουν έναν Τζαμαϊκανό τραγουδιστή. Εμεινα λίγο μαζί τους και μετά περπάτησα  προς την παραλία. Δεν είχα προλάβει να απομακρυνθώ πολύ, όταν ήχησε στα αυτιά μου μια γνώριμη φράση. «One love, one heart, let’s get together and be all right».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή