Αποψη: Till the last dog dies!

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Τη φράση «Till the last dog dies» ίσως τη γνωρίζετε. Συνδέθηκε με τον πρόεδρο Κλίντον όταν το 1992 στις προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος για το χρίσμα του υποψηφίου προέδρου των ΗΠΑ ζητούσε από τους ψηφοφόρους του Νιου Χαμσάιρ να τον υποστηρίξουν (και ενώ βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί είχε λάβει μόλις 3% στην πολιτεία της Αϊοβας λίγες μέρες νωρίτερα), δίνοντάς τους την υπόσχεση πως θα ήταν δίπλα τους «μέχρι ο τελευταίος σκύλος να πεθάνει». Με τον καιρό, η φράση έγινε συνώνυμη του πολιτικού που δεν εγκαταλείπει ποτέ τη μάχη.

Ο προπονητής μου στον μαραθώνιο Νίκος Χαλάτσης έλεγε πως συνήθως στον αθλητισμό δεν πρωταγωνιστούν οι πιο ταλαντούχοι αλλά οι πιο ανθεκτικοί στην κούραση και στον πόνο, οι πιο σκληροί. Παρομοίως και στην πολιτική, δεν είναι απαραίτητα οι πιο προικισμένοι που διακρίνονται, αλλά αυτοί που βρίσκουν τρόπο να μείνουν όρθιοι όταν τίποτε δεν τους πάει καλά. Αυτό είναι γοητευτικό με την πολιτική, το απρόβλεπτο της ανθρώπινης αντοχής! Η ικανότητα μερικών ανθρώπων να προχωρούν όταν τίποτε δεν προεξοφλεί την επιτυχία. Διαψεύδοντας δημοσκοπήσεις και αναλύσεις ειδικών, οι πολιτικοί αυτοί αποδεικνύονται πολύ σκληροί για κατέβουν πρόωρα από τη σκηνή. Αν, μάλιστα, διαθέτουν και πέντε καλές ιδέες για τη χώρα, τόσο το καλύτερο για όλους μας.

Η ελληνική πολιτική ζωή σήμερα διαθέτει τουλάχιστον δύο τέτοιους εξαιρετικά πεισματάρηδες, φιλόδοξους και ανθεκτικούς ηγέτες: τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο πρώτος αναδείχθηκε στην ηγεσία του κόμματός του σχεδόν κληρονομικά μετά την απόφαση του Αλ. Αλαβάνου να του δώσει το χρίσμα. Η επιλογή έδειχνε εκείνη τη στιγμή ακατανόητη αλλά η εκ των υστέρων, σχεδόν εν ψυχρώ, «πατροκτονία» απέδειξε ποια ηγετικά προσόντα, πέρα από τη προσωπική γοητεία, είχε διακρίνει στον νεαρό σύντροφό του ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού: την αποφασιστικότητα και τη φιλοδοξία. Μπρος στον δρόμο για την εξουσία ο Τσίπρας δοκίμασε τα πάντα: από τη ρήξη και το κλίμα εξέγερσης των Δεκεμβριανών του 2008 μέχρι την εθνολαϊκιστική ρητορική του «go back, Madame Merkel», ρητορική ξένη στα ήθη της φιλοευρωπαϊκής ανανεωτικής αριστεράς αλλά και της επαναστατικής αριστεράς των διεθνιστικών παραδόσεων, συμβατή όμως με το εθνολαϊκιστικό πνεύμα των «αγανακτισμένων» και τη στρατηγική διακυβέρνησης που σχεδίασε.

Το κρίσιμο περυσινό καλοκαίρι, όταν αντιλήφθηκε ότι οι αντιμνημονιακές αυταπάτες του ήταν τόσο μεγάλες ώστε εξαιτίας τους να διακινδυνεύεται η θέση του και να φοβάται πως θα επιβεβαιώσει, με παταγώδη τρόπο, την εκτίμηση περί αριστερής παρένθεσης, έκανε μια θεαματική στροφή και συνθηκολόγησε. Αδειασε με κυνικό τρόπο τους συντρόφους του, μερικοί από τους οποίους ήταν μέχρι τότε απόλυτα πεισμένοι πως «ο Τσίπρας δεν θα τους πουλήσει ποτέ». Σήμερα αγωνίζεται να κρατήσει σταθερό το τιμόνι της διακυβέρνησης, έχοντας υιοθετήσει ένα εντελώς νέο αφήγημα, που εν μέρει νομιμοποιήθηκε από τη νίκη του στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Πραγματοποιεί μια ιδιόμορφη και ασχεδίαστη πορεία προς τη σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά, πληγώνοντας κάθε μέρα τους ιδεολόγους του κόμματος του. Σε κάθε περίπτωση, με τη στάση του δηλώνει καθημερινά σε όλους, μέσα και έξω από τη χώρα, πως είναι πολύ σκληρός «για να πεθάνει» και να εγκαταλείψει την εξουσία.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης, αν και φορέας ενός ιστορικού ονόματος, είναι μάλλον ο τελευταίος που μπορεί να κατηγορηθεί πως εκλέχθηκε χάρη στο όνομα της οικογενείας του. Ισως σωστότερα θα έπρεπε να πούμε πως κατάφερε να επιβληθεί παρά το όνομά του. Φιλόδοξος, οργανωτικός και επίμονος διέψευσε όλες τις εκτιμήσεις που τον είχαν καταδικασμένο πριν καν αρχίσει η προεκλογική μάχη για την ηγεσία στη Νέα Δημοκρατία. Ο Μητσοτάκης συνιστά ένα είδος «αντι-Τσίπρα», όχι επειδή διαθέτει τις ιδιότητες του «Τσίπρα της κεντροδεξιάς» αλλά για τους ακριβώς αντίθετους λόγους.

Με εξαίρεση τη φιλοδοξία και το πείσμα, τα υπόλοιπα του προσωπικά χαρακτηριστικά είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά του νυν πρωθυπουργού. Συστηματικός, ορθολογικός και εργατικός, ο Μητσοτάκης προτείνει ουσιαστικά ένα άλλο υπόδειγμα ηγέτη από αυτό του Τσίπρα, που βασίζεται σε μία σχέση με τον πολίτη λιγότερο συναισθηματική και περισσότερο προγραμματική και ορθολογική. Κάποιος φίλος μου σχολίασε πριν από λίγο καιρό πως, αν ο Τσίπρας φτιάχνει με τον ψηφοφόρο μια σχέση πάθους, ο Μητσοτάκης προσπαθεί να δημιουργήσει μια έλλογη σχέση εμπιστοσύνης.

Οι εκλογικές μάχες δεν κρίνονται μόνον από τους ηγέτες και τα χαρακτηριστικά τους. Ομως ολοένα και περισσότερο, καθώς μάλιστα οι διαχωριστικές γραμμές δεξιάς – αριστεράς και μνημονίου – αντιμνημονίου έχουν τώρα αμβλυνθεί, η παρουσία και η σχέση που αναπτύσσουν οι πολιτικοί ηγέτες με τους εκλογείς αποδεικνύονται καθοριστικές για το εκλογικό αποτέλεσμα. Το τι θα γίνει το επόμενο διάστημα σε αυτήν την αναμέτρηση Τσίπρα – Μητσοτάκη είναι νωρίς να το προβλέψει κανείς. Σίγουρα όμως, το πείσμα και η φιλοδοξία των δύο ηγετών προδικάζουν πως δεν θα εγκαταλείψουν τη μάχη «μέχρι και ο τελευταίος σκύλος να πεθάνει».

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή