Νέo αλλά όχι πάγιο εκλογικό σύστημα

Νέo αλλά όχι πάγιο εκλογικό σύστημα

3' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ιστορική εμπειρία της εναλλαγής εκλογικών συστημάτων με γνώμονα το στενό κομματικό συμφέρον της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, σε ένα περιβάλλον πολωμένου ή συγκλίνοντος δικομματισμού, υπήρξε ο δικαιολογητικός λόγος για να κατοχυρωθούν το 2001 αυστηρές συνταγματικές προϋποθέσεις μεταβολής του εκλογικού νόμου. Ετσι, ο ρόλος των δημοσκοπήσεων για την προεκλογική τροποποίηση του εκλογικού συστήματος έπαυσε να αποτελεί το βασικό κριτήριο κατά τον σχεδιασμό του.

Ωστόσο, ιδανικό εκλογικό σύστημα, ανεξαρτήτως πολιτικών και κομματικών συνθηκών, δεν υπάρχει. Αρα είναι αναγκαία η προσαρμογή του στα μεταβαλλόμενα δεδομένα, αποφεύγοντας την παγίωσή του στο Σύνταγμα. Εφόσον την αναγκαιότητα αλλαγής εκλογικού συστήματος αναγνωρίζουν ευρύτερες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, συμφωνώντας και στο περιεχόμενο του νέου νόμου, τότε αυτός μπορεί να τεθεί άμεσα σε ισχύ από την ερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Αν τέτοιες αυξημένες συναινέσεις δεν επιτευχθούν, η τροποποίηση του εκλογικού νόμου δεν μπλοκάρεται. Ομως, για να μη χρησιμοποιηθεί με ιδιοτελή κίνητρα από την κυβερνώσα πλειοψηφία, η εφαρμογή του παραπέμπεται σε μεταγενέστερο χρόνο. Πρόκειται, συνεπώς, για παιχνίδι εξουσίας με καθαρούς όρους, που πάντως κρύβει αρκετές παγίδες.

Η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την αποσυσπείρωση του εκλογικού σώματος και την αποδόμηση του προϋπάρχοντος κομματικού συστήματος, έπειτα από τις δίδυμες εκλογές του 2012. Η νέα δομή του κομματικού συστήματος δεν δικαιολογεί τη ρύθμιση του εκλογικού νόμου που προβλέπει πριμοδότηση 50 εδρών για το πρώτο κόμμα. Σκόπιμο είναι, επίσης, ο αριθμός των επιπλέον εδρών που λαμβάνει το πρώτο κόμμα να συναρτάται με την εκλογική του δύναμη.

Το δίλημμα όμως των κομματικών ανταγωνιστών είναι απλό και η αντίδρασή τους προβλέψιμη: Οταν ένα κόμμα θεωρεί ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα το ευνοεί, είναι αναμενόμενο ότι δεν θα συμπράξει στην αλλαγή του. Αυτό επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα, αφού, παρά την πάγια πολιτική εξαγγελία υπέρ της απλής αναλογικής, ο ΣΥΡΙΖΑ το 2014 και το 2015 δεν εμφανίστηκε πρόθυμος να συμφωνήσει στην κατάργηση της πριμοδότησης των 50 εδρών πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών.

Η συνταγματική μηχανική του εκλογικού συστήματος αποκλείει πλέον τη χειραγωγική του λειτουργία. Από την άλλη πλευρά, επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να σχεδιάσει το εκλογικό σύστημα χωρίς να δεσμεύεται από λεπτομερείς περιορισμούς. Αποτελεί, ωστόσο, εσφαλμένη επιλογή να προσεγγίζεται το εκλογικό σύστημα αποσπασματικά, αφού αλληλεπιδρά με το κομματικό σύστημα, τους όρους χρηματοδότησης της πολιτικής και την εσωτερική λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Συνεπώς, τα ευρύτατα περιθώρια που διαθέτει ο νομοθέτης είναι αναγκαία και επιθυμητά.

Τόσο ο έλεγχος του πολιτικού χρήματος, όσο και η πολιτική αντιπροσώπευση συναρτώνται με το μέγεθος των εκλογικών περιφερειών. Από την άλλη πλευρά, η επιλογή του συστήματος των δεσμευμένων συνδυασμών εξαρτάται από το αν εφαρμόζονται κανόνες εσωκομματικής δημοκρατίας, που με τη σειρά τους επηρεάζονται από τον τρόπο χρηματοδότησης της πολιτικής.

Αρα είναι προτιμότερες εκλογικές περιφέρειες μεσαίου μεγέθους, χωρίς σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ τους όσον αφορά το εκλογικό μέτρο, για προφανείς λόγους ισότητας, χωρίς πάντως να καταργηθούν οι σημερινές μονοεδρικές ή ολιγοεδρικές, όταν αυτό επιβάλλεται για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους. Οι τεράστιες σημερινές περιφέρειες είναι απρόσφορες τόσο από την άποψη της αντιπροσώπευσης, όσο και με γνώμονα τη διαχείριση του πολιτικού χρήματος.

Αναλογικότερο εκλογικό σύστημα και ενίσχυση της τοπικής αντιπροσώπευσης είναι σε δυσαρμονία με την πρόταση των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών. Οι μονοεδρικές περιφέρειες ενδέχεται να οδηγήσουν σε μη εκλογή υποψηφίων με πολύ υψηλή δημοφιλία και, πάντως, στην υποαντιπροσώπευση των μικρότερων κομμάτων στις μονοεδρικές, οι οποίες αποτελούν το εγγύτερο προς τον ψηφοφόρο πεδίο έκφρασης της πολιτικής του βούλησης.

Συμπερασματικά, δεν είναι ορθό να σχεδιάζεται το εκλογικό σύστημα σε συνθήκες εργαστηρίου. Ιδίως σε περιόδους αναμόρφωσης και κατακερματισμού του κομματικού συστήματος, η στροφή προς ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα αποτελεί δικλείδα ασφαλείας για τη συνολική λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Χρειαζόμαστε σήμερα ένα νέο εκλογικό σύστημα, όχι όμως παγιώνοντάς το με συνταγματικές ρυθμίσεις.

* Ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή