Η αλλαγή που χρειαζόμαστε

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η προσοχή πολλών πρόσφατα στράφηκε στα φαιδρά σημεία του «Παιδαγωγικού Κώδικα Δημοκρατικού Ανθρωπισμού» που κατέθεσε η «Επιτροπή Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία» και που προδίδει μια όχι και τόσο φαιδρή πρόθεση διαμόρφωσης των μικρών παιδιών με βάση τους αξιακούς κώδικες των μελών της.

Λιγότερη προσοχή απέσπασε η συνέντευξη την προηγούμενη Κυριακή στην «Κ» του προέδρου της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και βουλευτή Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστα Γαβρόγλου.

Πέρα από κάποιες ενδιαφέρουσες αυτοβιογραφικές πινελιές, η συνέντευξη αυτή βρίθει κοινοτοπιών με τις οποίες δύσκολα διαφωνεί κανείς. Ετσι μαθαίνουμε πως «ο κρατικός μηχανισμός αυτή τη στιγμή είναι αυτοακυρωμένος», πως «το πελατειακό κράτος υπονομεύει τις προωθητικές για την κοινωνία αλλαγές», πως «η ελληνική κοινωνία έχει συμβάλει συνειδητά στην ακύρωση του λυκείου» και πως «τα ελληνικά πανεπιστήμια βιώνουν την πολύπλευρη κρίση της κοινωνίας». Η ουσία όμως της συνέντευξης κρύβεται πίσω από τις γενικότητες αυτές.

Εκεί ξεπροβάλλουν τα ψήγματα μιας βαθιάς ιδεοληψίας, ενός ιδεολογικού αυτισμού που ξεδιπλώνεται πανηγυρικά μπροστά στο πανελλήνιο εδώ και ενάμιση χρόνο. Για παράδειγμα, μαθαίνουμε πως η σεμνότητα και η πειθώ είναι ιδιότητες της Αριστεράς, λες και όσοι δεν είναι αριστεροί είναι εξ ορισμού αλαζόνες. Ως παράδειγμα δημιουργικής κοινωνικής συναίνεσης που οδηγεί σε ώριμες λύσεις παρουσιάζονται οι καταλήψεις των πανεπιστημίων του 1979, προάγγελος του τραγικού νόμου 1268 του 1982 για την ανώτατη παιδεία που μονιμοποίησε τους πάντες τοποθετώντας τα ΑΕΙ στο πλαίσιο εκείνο που τα οδήγησε με μαθηματικό τρόπο στη σημερινή τους απαξίωση, η οποία βέβαια προηγείται της κρίσης. Αντίθετα, ο νόμος 4009 του 2011 (νόμος Διαμαντοπούλου) που παρά τα προβλήματά του υπήρξε ρηξικέλευθος προς την ορθή κατεύθυνση, καταδικάζεται με το επιχείρημα πως προσπάθησε να θεσμοθετήσει αλλαγές που αγνοούσαν «τη συνθετότητα οργανισμών όπως τα ΑΕΙ». Υπάρχει ευστοχότερη υπεράσπιση του τέλματος από τις αόριστες αναφορές στη συνθετότητα ενός προβλήματος;

Παράλληλα, τα συμβούλια των ΑΕΙ που προέκυψαν από τον νόμο αυτό απαξιώνονται εντελώς: «H σχεδόν τετραετής πορεία τους δείχνει ότι έχουν αυτοακυρωθεί», μας λέει ο Γαβρόγλου. «Αυτό είναι ήδη μία πολύτιμη εμπειρία που θα πρέπει να δούμε πώς θα την αξιοποιήσουμε». Ετσι βαφτίζεται η υπονόμευση που προηγήθηκε «αυτοακύρωση» και η υπονόμευση που θα ακολουθήσει «αξιοποίηση».

Οσο για τους κορυφαίους Ελληνες και ξένους πανεπιστημιακούς που αφιέρωσαν τον πολύτιμο χρόνο τους για να αλλάξουν κάτι στο ελληνικό πανεπιστήμιο, χαρακτηρίζονται άνθρωποι που «είχαν ένα ντέρτι να βάλουν μία τάξη στην πατρίδα. Ξέρουμε, όμως, ότι όποιος δεν μελετάει καλά την ιστορία και την κουλτούρα του τόπου, και θέλει να βάλει τάξη, τα κάνει μούσκεμα». Ανθρωποι με «ντέρτι» λοιπόν που τα «έκαναν μούσκεμα» λόγω ελλιπούς γνώσης «της ιστορίας και της κουλτούρας του τόπου», φορέας της οποίας προφανώς είναι ο Γαβρόγλου. Η αυταρέσκεια και η αλαζονεία που εκπέμπουν οι χαρακτηρισμοί αυτοί δείχνουν με τον εναργέστερο τρόπο πως, εκτός των άλλων, αυτός που τους εκφέρει καθόλου δεν εκπληρώνει τα κριτήρια της αριστεροσύνης που θέτει ο ίδιος. Για να χρησιμοποιήσω την προσφιλή του έκφραση, «αυτοακυρώνεται».

Ομως η βαθύτερη ουσία της συνέντευξης, και του πνευματικού κόσμου που μας αποκαλύπτει, βρίσκεται σε μιαν άλλη αποστροφή. Εκεί ο Γαβρόγλου αναφέρεται στην ύπαρξη ενός ποσοστού διδασκόντων και φοιτητών εντυπωσιακής ποιότητας, γύρω στο 15% με 20%. Αυτό το κάνει όμως ως αφορμή για να αναφερθεί κυρίως στους υπόλοιπους, τους «μη άριστους» που δυσκολεύονται να αφομοιώσουν την «ακαδημαϊκότητα που θα μπορούσε να τους μεταδώσει το πανεπιστήμιο». Προφανώς η αναφορά αυτή από μόνη της δεν είναι καθόλου αρνητική και το πρόβλημα είναι πραγματικό.

Είναι όμως εντελώς ενδεικτική της πραγματικής στόχευσης που δεν είναι η ενίσχυση της αριστείας αλλά η ισοπέδωση προς τα κάτω.

Η στόχευση αυτή γίνεται σαφής όταν διαβάσει κανείς μια άλλη συνέντευξη που συμπτωματικά δημοσιεύθηκε στο ίδιο φύλλο της «Κ» – του Κωνσταντίνου Δασκαλάκη, καθηγητή Πληροφορικής στο ΜΙΤ. Εκεί, ο Δασκαλάκης κάνει την ίδια ακριβώς αναφορά με τον Γαβρόγλου στην αριστεία, για να οδηγηθεί όμως στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα, δηλαδή στην ανάγκη ενίσχυσής της. Αναφέρει πως «Η Ελλάδα χρειάζεται αριστεία, όχι αποσπασματική αλλά συγκεντρωμένη, μία κρίσιμη μάζα αρίστων που θα βοηθήσουν τη χώρα στην επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία και την εξωστρέφεια. Υπάρχει τεράστιο ταλέντο στην Ελλάδα. Αν μαζέψω τους ικανότερους φοιτητές από το Πολυτεχνείο και άλλα ιδρύματα της χώρας μας, τους εκπαιδεύσω και τους εντάξω σε ένα περιβάλλον θεσμών όπου θα μπορούν να δουλέψουν ανενόχλητοι και όπου θα υπάρχει ορθή καθοδήγηση και υποστήριξη (επιστημονική και επιχειρηματική), τότε θα γεννιόταν η σπίθα που χρειαζόμαστε». Η διαφορά ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις δεν θα μπορούσε να είναι πιο εμφανής.

Οι δύο αυτές συνεντεύξεις μάς υπενθυμίζουν κάτι πολύ απλό: η ανώτατη παιδεία, και κατ’ επέκταση η χώρα, θα πάνε μπροστά μόνο όταν οι Δασκαλάκηδες αντικαταστήσουν τους Γαβρόγλου και εφαρμόσουν τις ιδέες τους.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή