Γλωσσοδέτης διαρκείας

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι παρήγορο στους καιρούς που ζούμε να ξεσπάει εμφύλιος για τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και τη σχέση του εκπαιδευτικού συστήματος με τη Νέα Ελληνική Γλώσσα. Αν μάλιστα αυτό δηλώνει και ειλικρινή ανησυχία και αγωνία για το ζήτημα –ό,τι κι αν αυτό σημαίνει– η αντίδραση ενισχύει την εκτίμηση πως είμαστε λαός μεγάλων αντοχών και ισχυρών εμμονών.

Το θέμα ανέκυψε μετά την απόφαση του υπουργείου Παιδείας να μειώσει κατά μία τις ώρες διδασκαλίας των Αρχαίων στο γυμνάσιο.

Φιλόλογοι, γλωσσολόγοι, πανεπιστημιακοί, με άμεση και σε βάθος χρόνου σχέση με το αντικείμενο, τοποθετήθηκαν ήδη εκφράζοντας και αιτιολογώντας την άποψή τους.

Θα σταθούμε σε μια μικρή αποστροφή του κειμένου του Φ. Ι. Κακριδή – ένα από τα έξι κείμενα «διαξιφισμών» που φιλοξένησε χθες η «Κ»: «Ενα τόσο σοβαρό και νευραλγικό παιδαγωγικό πρόβλημα δεν το συζητούμε δημόσια σε στιγμές πολιτικής αναταραχής, με κυβερνήτες ανερμάτιστους που δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, και δεν το συζητούμε δημόσια όσο η πατρίδα μας κινδυνεύει…».

Ο κ. Κακριδής επισημαίνει την πολιτική διάσταση, κάνοντας bypass στα επιχειρήματα που μπορεί να επιστρατεύσει κανείς. Τοποθετεί το ζήτημα στη ζυγαριά της κρίσης και στον αχό της εποχής. Είναι η ώρα να (ξανα)ανοίξει «ένα τόσο σοβαρό και νευραλγικό παιδαγωγικό πρόβλημα»;

Ας προχωρήσουμε ένα (διστακτικό) βήμα: Γιατί, άραγε, οι αλλαγές στη διδασκαλία των Αρχαίων συνεχίζονται, κατά διαστήματα, από το 1964 μέχρι σήμερα; Γιατί, δηλαδή, εδώ και 50 χρόνια δεν έχει ισορροπήσει το εκπαιδευτικό σύστημα σε έναν κοινής αποδοχής τρόπο; Υπάρχει κάτι άβολο στο μάθημα αυτό, όπως και στη διδασκαλία της Ιστορίας. Μια αυξανόμενη δυσκολία όσο οι εποχές αλλάζουν και η, καλώς ή κακώς, εννοούμενη ανανέωση προσπαθεί να ανοίξει διάλογο με την πραγματικότητα.

Κάθε προηγούμενη προσέγγιση κρίνεται ανεπιτυχής από την επόμενη εκπαιδευτική αλλαγή… και πάει λέγοντας. Αυτή η ακαθισία σε σχέση με τη διδασκαλία της Γλώσσας είναι μία ακόμη απόδειξη ότι το θέμα δεν είναι στενά εκπαιδευτικό.

Ιστορία και Γλώσσα συνθέτουν την ελληνική ταυτότητα, ανοίγουν πολλούς ασκούς μαζί προκαλώντας μεγάλες τρικυμίες. Τι είμαστε και τι δεν είμαστε, ποια είναι η καταγωγή μας, πώς πορευόμαστε, πώς αντιλαμβανόμαστε το «εθνικό», τη συνέχεια ή ασυνέχειά μας, τον ελληνικό πολιτισμό εν γένει και, βέβαια, έναν υφέρποντα ή εκδηλωμένο εθνικισμό.

Ασταθές το έδαφος και πολύ συχνά ολισθηρό. Οταν παρόμοιες συζητήσεις αποκτούν δημοσιότητα, το ενδιαφέρον δεν είναι ότι αναδύονται διάφορες «παθήσεις», αλλά ότι καθένας από τους συμμετέχοντες ελάχιστα μετακινείται από την αρχική του άποψη.

Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός μάς περιβάλλει (;), μας εμπεριέχει (;), μας καθιστά μοναδικούς (;) στον κόσμο, αλλά δεν μπορούμε να τον διαχειριστούμε. Δεν είναι μόνο τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι, για τους οποίους χρειάστηκε να μεσολαβήσουν δεκαετίες και καταστροφές για να προχωρήσει μια σχετική αξιοποίηση· είναι ότι ποτέ καμία πολιτική ηγεσία δεν μπόρεσε –δεν προσπάθησε καν– να εντάξει, μεθοδικά και με έγνοια, την αρχαιότητα στη ζωή των νεοελλήνων. Δεν αναφερόμαστε ασφαλώς στις αφόρητες κοινοτοπίες και ανεπίδοτες εξαγγελίες περί «βαριάς βιομηχανίας».

Και η Γλώσσα μέρος αυτής της αμηχανίας είναι, του «δεν ξέρουμε τι θέλουμε ακριβώς να κάνουμε», άρα ταλανίζονται μαθητές και (εκπαιδευτικό) σύστημα με προσθαφαιρέσεις ωρών, πρωτότυπων κειμένων, μεταφράσεων κ.ο.κ. Με τη σύγχυση πορευόμαστε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προχωράμε κιόλας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή