Μήπως η συζήτηση για το Σύνταγμα ανήκει στον προηγούμενο αιώνα;

Μήπως η συζήτηση για το Σύνταγμα ανήκει στον προηγούμενο αιώνα;

3' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Το τελευταίο διάστημα διεξάγεται μια πολύ ενδιαφέρουσα και γόνιμη συζήτηση για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης. Πολιτικά κόμματα και κινήσεις, ομάδες εργασίας όπως αυτή που παρουσίασε την πρόταση συντάγματος στην «Καθημερινή» (Ν. Αλιβιζάτος κ.ά., «Ενα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα») αλλά και μεμονωμένοι επιστήμονες (Θ. Διαμαντόπουλος, «Θεσμοί-κρίση και ρήξη») συνεισφέρουν από διαφορετικές γωνίες στον προβληματισμό. Προς το παρόν, το επίπεδο της συζήτησης είναι υψηλό. Από αυτήν την οπτική, η συζήτηση για το Σύνταγμα είναι μια ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα να συνδιαλεχθεί πολιτισμένα πάνω σε σημαντικά ζητήματα.

Αρκετές από τις προτάσεις που παρουσιάστηκαν είναι πραγματικά καινοτόμοι και υπό συνθήκες δείχνουν ικανές, εφόσον υιοθετηθούν, να αλλάξουν προς το καλύτερο τη φυσιογνωμία του πολιτικού μας συστήματος. Τέτοιες θετικές συμβολές βρίσκω πως είναι: α) Η πρόταση για σταθερή Βουλή τεσσάρων χρόνων μέσω της δημιουργίας θεσμικών εμποδίων για τη διάλυσή της (το λεγόμενο σουηδικό μοντέλο), β) η κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών, η κατάτμηση των μεγάλων περιφερειών και η θέσπιση νέου εκλογικού νόμου που να προβλέπει οι μισοί βουλευτές να εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες, γ) η δημιουργία δύο νομοθετικών σωμάτων (τύπου Ανω και Κάτω Βουλής) και δ) η θέσπιση ασυμβίβαστου μεταξύ της ιδιότητας του βουλευτή και του υπουργού.

Βρίσκω επίσης γόνιμο τον προβληματισμό για τον ρόλο του Προέδρου Δημοκρατίας και τις σκέψεις για ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του προκειμένου να λειτουργήσει ως θεσμικό αντίβαρο στην απόλυτα πρωθυπουργοκεντρική εκτελεστική εξουσία. Διαφορετικές προσεγγίσεις εμφανίζονται ως προς τη διαδικασία εκλογής του ΠτΔ. Αλλοι προτείνουν να διατηρηθεί η έμμεση εκλογή και να εμπλουτιστεί μέσω ενός σώματος εκλεκτόρων ενώ άλλοι σκέφτονται την άμεση εκλογή του ΠτΔ από τον λαό. Συμφωνώ απολύτως με τις ενστάσεις του Θ. Διαμαντόπουλου προς συστήματα όπου συνυπάρχει ένας ΠτΔ εκλεγμένος με καθολική ψηφοφορία με πρωθυπουργό (ημι-προεδρικά συστήματα). Ενας τέτοιος δυϊσμός, ιδιαίτερα σε μία χώρα σαν την Ελλάδα όπου οι θεσμοί είναι ασθενείς, θα λειτουργούσε δυνάμει ως πηγή συγκρούσεων, κρίσεων και εντέλει συστημικής αστάθειας.

Η υιοθέτηση της Προεδρικής Δημοκρατίας που προτείνεται από κάποιες πλευρές (πρόεδρος εκλεγμένος από τον λαό με αρμοδιότητες πρωθυπουργού) μου γεννά προβληματισμό. Παρόλο που μπορώ να διακρίνω τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου συστήματος, από την άλλη διακρίνω και τους κινδύνους δημιουργίας ενός «βοναπαρτικού μοντέλου», δηλαδή ενός εκλεγμένου δικτάτορα. Επιπλέον η πολιτική κρίση σε ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να πάρει τον χαρακτήρα οιονεί εμφυλίου πολέμου όπως αυτόν που βιώνουν τώρα η Βενεζουέλα, η Βραζιλία και η Αργεντινή, χώρες που έχουν προεδρική δημοκρατία.

Επαναλαμβάνω, πάντως, πως η συζήτηση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και οι προτεινόμενες αλλαγές μπορούν να συνεισφέρουν στην ανανέωση του πολιτικού μας συστήματος. Η ανησυχία μου βρίσκεται αλλού: μήπως αυτή η συζήτηση για τις θεσμικές αλλαγές στο Σύνταγμά μας έχει ξεπεραστεί από τη δυναμική των παγκόσμιων εξελίξεων και των επιπτώσεων των νέων τεχνολογιών στην πολιτική ζωή;

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε διεθνώς να ενισχύονται δύο φαινομενικά αντίρροπες τάσεις. Η πρώτη σχετίζεται με τη διεθνοποίηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, δηλαδή τη μεταφορά του κέντρου βάρους της λήψης αποφάσεων από τα εθνικά κοινοβούλια στους διεθνείς οργανισμούς και στις διεθνείς συμφωνίες. Είτε αναφερόμαστε στην οικονομία και στο εμπόριο, είτε στην ασφάλεια, είτε τέλος σε άλλα θέματα όπως το περιβάλλον ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, ολοένα και περισσότερο αυτοί που ονομάζουμε θεσμοί παγκόσμιας διακυβέρνησης αποκτούν μεγαλύτερη σημασία. Καθώς η διεθνής αλληλεξάρτηση βαθαίνει, το εθνικό κράτος αποστερείται ισχύος για κρίσιμα θέματα. Στη βάση αυτή οι διαμαρτυρίες περί περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας δείχνουν εντελώς ξεπερασμένες. Είτε αρέσει είτε όχι, στις μέρες μας, το αίτημα για επιστροφή στο εθνικό κράτος δεν είναι παρά ένας αντιδραστικός ρομαντισμός. Η δεύτερη τάση κινείται προς την κατεύθυνση της άμεσης και της συμμετοχικής δημοκρατίας, δηλαδή της ενίσχυσης του ρόλου των πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων (διαβούλευση, ηλεκτρονική δημοκρατία, δημοψηφίσματα, λαϊκές πρωτοβουλίες). Οι νέες τεχνολογίες καθώς και τα νέα δημογραφικά και μορφωτικά δεδομένα αλλάζουν τα δεδομένα της πολιτικής συμμετοχής. Το Διαδίκτυο έγινε η βασική πηγή ενημέρωσης και πολιτικής κοινωνικοποίησης (όχι κόμματα ή τα παραδοσιακά ΜΜΕ) των ανθρώπων που σήμερα είναι κάτω των 35 ετών. Η πολιτική επικοινωνία έγινε περισσότερο οριζόντια, δηλαδή άμεση και αμφίδρομη. Εντέλει, η κοινωνία πολιτών οικοδομεί νέες σχέσεις με τους πολιτικούς θεσμούς.Αν και οι δύο παραπάνω τάσεις δείχνουν αντιφατικές μεταξύ τους, έχουν μια ενιαία κατεύθυνση: την αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας των καθιερωμένων εθνικών πολιτικών ελίτ και του μονοπωλίου των θεσμών αντιπροσώπευσης στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Είναι σχεδόν αδύνατον να φανταστούμε πώς θα είναι η πολιτική στο (όχι και τόσο μακρινό) μέλλον, όμως αυτό που είναι σίγουρο είναι πως δεν θα μοιάζει με αυτήν των παππούδων μας.

Υπό αυτήν την έννοια, τα μελλοντικά μεγάλα συνταγματικά διακυβεύματα ίσως να αφορούν δυνατότητες και νέες μορφές διακυβέρνησης, που σήμερα δεν μπορούμε καν να φανταστούμε.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή