Ο εθνικισμός μέσα κι έξω από τα στάδια

Ο εθνικισμός μέσα κι έξω από τα στάδια

4' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Α​​δολη και ανιδιοτελή την ανασχηματίζει η εξιδανικευτική φαντασία μας την ελληνική αρχαιότητα και στην αθλητική-ολυμπιακή της διάσταση, απρόθυμοι όπως είμαστε να τη δούμε σαν τμήμα της ιστορίας και όχι της μεταφυσικής. Αλλα μαρτυρούσαν εντούτοις επί αιώνες οι Ζάνες στην Ολυμπία, τα τεράστια χάλκινα αγάλματα του Δία, τα οποία κατασκευάζονταν με τα χρήματα των προστίμων που καταλογίζονταν σε όσους αθλητές ατίμαζαν τον όρκο τους. Σώζονται ακόμα δεκαέξι βάθρα τους, όχι όμως και τα προτρεπτικά επιγράμματα που χαράσσονταν πάνω στα αγάλματα, με την προσδοκία ότι ο φόβος του Πατέρα Θεού θα σπάσει τον κύκλο της δωροδοκίας-δωροληψίας. Τα διέσωσε πάντως ο Παυσανίας. Ιδού ένα: «Διδασκαλίαν πάσιν Ελληνες είναι τα αγάλματα μηδένα επί ολυμπική νίκη διδόναι χρήματα». Να μην πληρώνεις για να νικήσεις.

Να μην εξαγοράζεις τους αντιπάλους σου. Να μη στήνεις τον αγώνα. Απλά πράματα. Τότε και τώρα.

Ακόμα και η αλλαγή αθλητικής υπηκοόητας που βλέπουμε στις μέρες μας έχει κάποιες ρίζες στην αρχαιότητα. Με δέλεαρ το χρήμα και την εν γένει καλοζωία, ικανοί αθλητές αποκήρυτταν τη γενέτειρά τους. Και συμμετείχαν στους τέσσερις πανελλήνιους αγώνες όχι για ένα στεφάνι από ελιά ή δάφνη αλλά για κάτι πιο υλικό. Και όχι ως εκπρόσωποι της πόλης όπου είχαν γεννηθεί, και με έξοδα της οποίας, ενδεχομένως, είχαν προκόψει στο παγκράτιο ή στον οπλίτη δρόμο, αλλά της πόλης που πλειοδότησε στην αγορά των αθλητικών τους ικανοτήτων. Και η οποία ένιωθε την ανάγκη να ενισχύσει το κύρος της έστω με δανεικά ή εκμισθωμένα μούσκουλα. Και γινόταν έτσι Θηβαίος ο Ρόδιος και Θεσσαλός ο Κορίνθιος.

Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού ανάμεσα σε πόλεις-κράτη (αλλά και σε τρανούς χορηγούς) όλα αυτά. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού ανάμεσα σε έθνη-κράτη σήμερα, σε χρόνια που οι κορυφαίοι όλων των αθλημάτων (ομαδικών και ατομικών) ανήκουν στην πραγματικότητα στον μεγαλύτερο εκ των χορηγών τους και σε καμία πατρίδα. Το μαρτυρούν τα πανάκριβα δεσμευτικά συμβόλαιά τους, που τους δένουν με χρυσές αλυσίδες.

Και ίσως κάποια στιγμή, αν θέλουμε να βρεθούμε όσο πιο κοντά γίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων, θα πρέπει να διοργανωθούν πρωταθλήματα στίβου ή ποδοσφαίρου με τους αθλητές μοιρασμένους υπό το λάβαρο των πολυεθνικών γιγαντοεταιρειών του χώρου. Με τη φανέλα των φαρμακοβιομηχανιών, ας πούμε, στυλοβατών της ευγενούς άμιλλας.

Οσο κι αν το παλεύουν πάντως χημικοί και φαρμακοποιοί, ισχυρότερο αναβολικό από τον εθνικισμό δεν θα κατασκευάσουν. Το πιστοποιεί και το εν εξελίξει Γιούρο της Γαλλίας, με όσα συμβαίνουν στον αγωνιστικό χώρο (αυτά είναι τα λιγότερα), στις κερκίδες και έξω από τα γήπεδα, στις πλατείες των γαλλικών πόλεων, που μετράνε κέρδη και ζημίες: τόσες μπίρες επί πέντε ευρώ, τόσα σπασμένα τζάμια και κεφάλια επί… Δεν μιλάω για το ενδυματολογικό φολκόρ, για τους Ιταλούς-λεγεωνάριους, τους Γάλλους-Αστερίξ, τους Βέλγους έτσι όπως μας τους έμαθε ο Αστερίξ, με κράνη και μακριές κοτσίδες, τους Σουηδούς-Βίκινγκς, κ.ο.κ. Η μεταμφίεση αυτή αναπαράγει και επικυρώνει τα διεθνώς κυκλοφορούντα κλισέ για την εικόνα κάθε εθνότητας. Δεν είναι πολεμόχαρος ο χαρακτήρας της. Πολεμοχαρείς και αιμοχαρείς είναι εκείνοι οι οπαδοί (Αγγλοι, Ρώσοι, Κροάτες, Ούγγροι και λοιποί) που γυμνώνονται για να επιδείξουν ένα σώμα-μηχανή γεμάτο τατουάζ όχι μόνο εθνικών ή εθνικιστικών συμβόλων αλλά και ναζιστικών. Κάθε υπερεθνικισμός άλλωστε, κάθε σωβινιστικός μεγαλοϊδεατισμός που αναδιευθετεί τη γεωγραφία στη φαντασία του, αδιαφορώντας για την ιστορία, εκβάλλει στην καταβρόχθιση του Αλλου, στον αφανισμό του. Και μοιραία διασταυρώνεται με το μελανό ποτάμι του ναζισμού. Οταν μάχονται εκ του συστάδην Ρώσοι και Αγγλοι ακροδεξιοί ή και φιλοναζιστές, δυσκολεύονται, έτσι όπως βράζει η αδρεναλίνη τους, να καταλάβουν ότι όσα τους εξομοιώνουν είναι περισσότερα από όσα τους διαφοροποιούν. Στη διεθνή του φασισμού συνανήκουν.

Και ενώ οι οπαδοί πολεμούν υπέρ πατρίδος, που σημαίνει υπέρ του καθαρού και αμόλυντου αίματος, οι ομάδες που υποστηρίζουν εμφανίζονται όλο και περισσότερο μεικτές, εθνικά ή φυλετικά σύνθετες. Και όχι μόνο επειδή εκεί οδήγησε σταδιακά η ιστορία τους, όπως συνέβη με τις πρώην αυτοκρατορίες, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Πορτογαλία ή την Ολλανδία. Ακριβώς εκεί όπου θρασομανάει ο εθνικισμός ξεφυτρώνει και η άρνησή του, η υπέρβασή του ή η υπονόμευσή του. Κι αυτό μάλλον πεισμώνει τους οπαδούς παρά τους πείθει να ξαναδούν κάπως αλλιώς τα πράγματα, μετριοπαθέστερα. Γενικότερα, στον επαγγελματικό αθλητισμό η εθνική ταυτότητα εμφανίζεται αναιρέσιμη, αντικαταστατή, εναλλάξιμη. Η άρνηση καταγωγής (έστω και επιφανειακή σε ορισμένες περιπτώσεις, στο επίπεδο της γραφειοκρατίας και όχι της ψυχής) κάθε άλλο παρά σπάνια είναι. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ξαφνικά δεκάδες και δεκάδες αθλητές ποικίλης προελεύσεως (από χώρες πολύ φτωχές αλλά και πολύ πλούσιες) διάβασαν τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και είπαν να κάνουν πράξη το «Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων», που ακούγεται και ξανακούγεται χλευαστικό στο έργο του Παλαμά. Δεν τους οδηγεί καμιάς μορφής ιδεολογία, άλλη από την ιδεολογία της (αδρά) μισθωτής επιβίωσης ή της καριέρας. Ο κοσμοπολιτισμός τους είναι βιοποριστικός.

Οι Κενυάτες ή οι Αιθίοπες δρομείς μεγάλων αποστάσεων, που εμφανίζονται στους στίβους, επί Παγκοσμίων πρωταθλημάτων ή Ολυμπιακών αγώνων, με τα εθνικά χρώματα του Κατάρ ή της Σουηδίας, δεν παίρνουν την απόφαση αυτή επειδή βδελύσσονται την πατρίδα τους αλλά επειδή η πατρίδα τους έχει αρκετούς ακόμα αθλητές της ειδίκευσής τους, ισάξιους ή και καλύτερούς τους. Ετσι μπορεί να μη χωρέσουν στην εθνική τριάδα που δικαιούται να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς. Και θα χάσουν από μιας αρχής την πιθανότητα του μεταλλίου – της δόξας και του χρήματος. Το ίδιο συμβαίνει με τους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές που παίζουν με τα χρώματα της Ιαπωνίας, της Ιταλίας ή όποιας άλλης χώρας ενδιαφέρεται να εκμισθώσει τη δεξιοτεχνία τους. Το ίδιο και με τους Αμερικανούς μπασκεμπολίστες που αγωνίζονται στην εθνική της Βουλγαρίας λ.χ., της ΠΓΔΜ, της Ρωσίας και αρκετών άλλων χωρών. Γίνονται «άλλοι» όχι επειδή αλλαξοπίστησαν εθνικά αλλά με κυνικό επαγγελματισμό. Είναι κι αυτό μια απάντηση στο δόγμα «οι φτωχοί δεν έχουν πατρίδα». Οι φτωχοί δεν έχουν πατρίδα όταν θέλουν να πλουτίσουν. Οι φτωχοί που παραμένουν φτωχοί συχνά καταντούν θύματα των στρεβλοκαπήλων του πατριωτισμού. Το δείχνει η ιστορία. Και του ποδοσφαίρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή