Αναθεώρηση με λιτή διατύπωση

Αναθεώρηση με λιτή διατύπωση

3' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η έκταση της πολυπλόκαμης κρίσης που ταλανίζει την ελληνική Πολιτεία, τόσο στο επίπεδο του κράτους όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας, δημιουργεί συχνά σωρεία ψευδαισθήσεων για την εύκολη υπέρβασή της.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελούσε, ήδη από το 1985, μόνιμη επωδό για την αντιμετώπιση κάθε μορφής θεσμικής στρέβλωσης και δυσλειτουργίας. Η αναθεώρηση του 2001 μας κληροδότησε ένα υπερμέγεθες Σύνταγμα χωρίς να επιλύσει το καίριο πρόβλημα της χώρας: την πολιτική αναξιοπιστία. Οι αιτίες της κρίσης οφείλονται λιγότερο στις ρυθμίσεις του ισχύοντος Συντάγματος και περισσότερο στον τρόπο με τον οποίον παράγονται και εκτελούνται οι νόμοι από τη διοίκηση.

Η κάκιστη ποιότητα στην παραγωγή των κανόνων δικαίου, η αναξιοπιστία της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και, τελικώς, η ανυποληψία στην οποία έχει περιέλθει το πολιτικό σύστημα, συνιστούν το μείζον πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα. Η πολιτική αναξιοπιστία, ως διγλωσσία, αποτελεί ένα σταθερό στοιχείο του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η αναξιοπιστία αυτή συνδέεται και με το ζήτημα της ιδιαίτερης αντιμετώπισης των βουλευτών και των υπουργών από το νομικό μας σύστημα.

Η συνήθης σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο των δύο ιδιοτήτων, του βουλευτή και του υπουργού, έχει καταδείξει ότι οι υπουργοί ενδιαφέρονται, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα ήταν θεσμικώς ορθό, να εκμεταλλεύονται τον υπουργικό θώκο για να διευκολύνουν την επανεκλογή τους ως βουλευτές. Η αναγκαία ρήξη με τις πελατειακές σχέσεις και τα οργανωμένα συμφέροντα θα πρέπει να μας οδηγήσουν στη συνταγματική υιοθέτηση του διαχωρισμού των δύο ιδιοτήτων. Η σημερινή πραγματικότητα μας φέρνει ενώπιον μιας σύγχυσης, συχνής, μεταξύ της βουλευτικής και της υπουργικής ασυλίας, δύο θεσμών εντελώς διαφορετικών στη συνταγματική τάξη.

Η βουλευτική ασυλία, ως προέκταση της ελεύθερης εντολής, εμπεριέχει το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο. Το «ανεύθυνο» παρέχει στον βουλευτή απόλυτη προστασία από κάθε μορφή ευθύνης (ποινικής, πειθαρχικής, αστικής), ισχύει τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας του όσο και μετά τη λήξη της και αφορά κάθε γνώμη ή ψήφο που δόθηκε κατά την εκτέλεση των βουλευτικών του καθηκόντων. Επ’ αυτού δεν τίθεται ζήτημα αναθεώρησης του σχετικού άρθρου 61 του Συντάγματος. Το «ακαταδίωκτο» αποτελεί μορφή σχετικής προστασίας, αφού μπορεί να αρθεί με άδεια της Βουλής, ενώ δεν ισχύει για αυτόφωρα κακουργήματα.

Στο παρελθόν η Βουλή, με συντεχνιακή αντίληψη, αρνούνταν σταθερά να επιτρέψει την άσκηση δίωξης. Σήμερα η καταστρατήγηση αυτή έχει παύσει να ισχύει, μένει όμως το ερώτημα, εάν η Βουλή σταθμίζει σωστά τη θεσμική εγγύηση του ακαταδίωκτου από τη μία, με τα δικαιώματα ατόμων που προσβάλλονται από πράξη του βουλευτή άσχετη με τη κοινοβουλευτική του δραστηριότητα. Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, διότι κρίθηκε ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η μη δίωξη αφορούσε περιπτώσεις άσχετες με την πολιτική και κοινοβουλευτική δράση. Τούτο θα πρέπει να προστεθεί σε μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος. Δηλαδή το ακαταδίωκτο θα πρέπει να αφορά μόνον εκείνες τις περιπτώσεις που αφορούν πράξεις ή παραλείψεις του βουλευτή που συνδέονται ευθέως με την πολιτική του δράση.

Το θεμελιώδες ζήτημα που απαιτεί οπωσδήποτε αναθεώρηση του Συντάγματος είναι οι ισχύουσες, σκανδαλωδώς ευνοϊκές, διατάξεις για την ποινική ευθύνη των υπουργών. Το άρθρο 86 του Συντάγματος, με απίθανες δικονομικές λεπτομέρειες, υπερβαίνει κατά πολύ τον σκοπό της προστασίας των υπουργών από συνεχόμενες μηνύσεις που θα τους εμπόδιζαν να ασκήσουν το έργο τους. Επιπλέον, η συν-παραπομπή των συμμετόχων στο ειδικό δικαστήριο μαζί με τα μέλη της κυβέρνησης, και όχι στα τακτικά ποινικά δικαστήρια, έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μόνη διέξοδος θα ήταν μια αναθεωρημένη λιτή διατύπωση, που θα όριζε ότι την ποινική δίωξη ασκεί η Εισαγγελία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, με όλες τις λεπτομέρειες να ορίζονται από τον σχετικό οργανικό νόμο.

* Η κ. Πηνελόπη Φουντεδάκη είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή