Οι ασυλίες των πολιτικών

3' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν υπάρχει το τέλειο ή ιδανικό σύνταγμα. Καλό σύνταγμα είναι αυτό που ταιριάζει στις συνθήκες –πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές– της κάθε χώρας. Αλλο σύνταγμα έχει ανάγκη, ας πούμε, η Ιρλανδία και άλλο η Νότιος Αφρική. Οποτε συζητάμε για θέσπιση ή αναθεώρηση ενός συντάγματος, χρειάζεται να ’χουμε κατά νου τις συνθήκες αυτές.

Σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι το σύνταγμά μας χρειάζεται αλλαγές. Κάποιοι μάλιστα προτείνουν να φτιάξουμε ένα καινούργιο από την αρχή. Προβληματικές ή άστοχες συνταγματικές ρυθμίσεις έχουμε, άλλωστε, αρκετές. Είναι όμως καλή ιδέα, στην παρούσα συγκυρία, να κινήσουμε την αναθεωρητική διαδικασία; Είναι δυνατόν, τη στιγμή που νομοθετούμε καθ’ υπαγόρευση και υπό τον έλεγχο των δανειστών να πιστεύουμε πως θα φτιάξουμε ένα σύνταγμα που να απηχεί τη λαϊκή βούληση; Μια αναθεώρηση για τη διόρθωση αστοχιών μπορεί να καταλήξει σε ανατροπή εγγυήσεων και κατακτήσεων. Ο κίνδυνος, με άλλα λόγια, είναι μήπως μαζί με τα απόνερα πετάξουμε και το μωρό.

Και τι θα γίνει, θα πει κάποιος, με τα συνταγματικά «απόνερα»; Ρυθμίσεις που σχεδόν όλοι τις θεωρούν αποτυχημένες, που πρέπει ν’ αλλάξουν. Οπως όσες θεσπίζουν ασυλίες για πολιτικούς, ιδίως το άρθρο 62 για το ακαταδίωκτο των βουλευτών και το άρθρο 86 για την ποινική ευθύνη των υπουργών.

Τι ισχύει σήμερα; Με την εξαίρεση των αυτόφωρων κακουργημάτων, ο βουλευτής δεν επιτρέπεται να συλληφθεί ή να διωχθεί, αν δεν δώσει άδεια η Βουλή. Ο υπουργός, για αδίκημα που τέλεσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, διώκεται από τη Βουλή – όχι από εισαγγελέα. Και δικάζεται από ειδικό δικαστήριο. Σημαντική λεπτομέρεια: δίωξη επιτρέπεται μόνο μέχρι το τέλος της δεύτερης συνόδου της βουλευτικής περιόδου, που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.

Σκοπός των ασυλιών είναι να αποτραπεί αυτό που έχει επικρατήσει να αποκαλείται «δικαστικοποίηση της πολιτικής ζωής», η μεταφορά των πολιτικών αντιπαραθέσεων στις δικαστικές αίθουσες. Το εγγενές μειονέκτημα, ότι οι ίδιοι οι πολιτικοί αποφασίζουν αν κάποιος θα παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη, αντισταθμίζεται αν το πολίτευμα λειτουργεί με στοιχειώδη επάρκεια επιτρέποντας την εναλλαγή των πλειοψηφιών. Και, αν το δούμε αντιστρόφως, γίνεται πλεονέκτημα: Οσο η απόφαση ανήκει στους πολιτικούς, οι δικαστές απαλλάσσονται από το βάρος της σχετικής ευθύνης και αποτρέπεται η «πολιτικοποίηση της Δικαιοσύνης».

Καθαυτές, επομένως, οι ρυθμίσεις, τουλάχιστον επί της αρχής, δεν είναι τόσο εξωφρενικές όσο ενίοτε παρουσιάζονται. Κάποιου είδους πολιτικές ασυλίες ή προνόμια αναγνωρίζονται, άλλωστε, στα περισσότερα συνταγματικά κράτη. Το πρόβλημα έγκειται στην –διαχρονικά, απογοητευτική– εφαρμογή των ρυθμίσεων από το πολιτικό σύστημα (οι συνθήκες, που λέγαμε στην αρχή): Η ελληνική πολιτική τάξη συστηματικά υπερ-ερμηνεύει, παρερμηνεύει και, εν τέλει, καταχράται τις ασυλίες που της παρέχει το Σύνταγμα. Γι’ αυτό και έχουν βρει τόση απήχηση οι προτάσεις για ριζικό περιορισμό ή ακόμη και κατάργησή τους.

Σε σχέση όμως με τις προτάσεις αυτές ανακύπτει μια σειρά από ερωτήματα, που εντείνονται από τη συγκυρία: Μήπως το ήδη απαξιωμένο πολιτικό σύστημα αποδυναμωθεί ακόμα περισσότερο έναντι της οικονομικής εξουσίας; Μήπως το δικαστικό σώμα αποδειχθεί ανέτοιμο να επωμιστεί το βάρος της ευθύνης για τη δίωξη πολιτικών; Δεν αποτελεί τελικά ψευδαίσθηση πως τα δομικά προβλήματα του πολιτικού συστήματος μπορούν να αλλάξουν με συνταγματικές μεταρρυθμίσεις; Και κάτι ακόμη: δεν είναι αντιφατικό να καταργούμε προνόμια υπέρ των πολιτικών την ίδια στιγμή που νομοθετούμε (είπαμε: καθ’ υπαγόρευση) σκανδαλώδεις ασυλίες υπέρ οικονομικών παραγόντων;

Η συνταγματική αναθεώρηση, στην παρούσα συγκυρία, δεν είναι καθόλου καλή ιδέα: οι θεσμικοί πειραματισμοί κρύβουν κινδύνους. Εάν όμως ξεκινήσει, ίσως είναι καλή ιδέα να περιοριστεί σε διορθωτικές απλώς παρεμβάσεις αντί για ριζική ανατροπή των πολιτικών ασυλιών. Ισως θα ήταν αρκετό, αφενός, να προβλεφθεί, κατά το αυστριακό πρότυπο, ότι οι εισαγγελείς μπορούν να διώκουν βουλευτές, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα του ακαταδίωκτου, για πράξεις εμφανώς άσχετες με την πολιτική δραστηριότητά τους και, αφετέρου, να καταργηθεί η αποκλειστική προθεσμία για τη δίωξη των υπουργών.

* Ο κ. Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή