Και όμως, ανταποκρίθηκε

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O κυρίαρχος σήμερα ακαδημαϊκός και established δημοσιογραφικός λόγος περιφρονεί τη Βουλή και τους βουλευτές. Νομίζω άδικα. Ειδικά στα χρόνια της κρίσης η Βουλή παρήγαγε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις και όλες προς την κατ’ εμέ ορθή κατεύθυνση, δηλαδή τη διατήρηση της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ και, περαιτέρω, στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ψήφισε τα πρώτα δύο μνημόνια παρά τις λυσσώδεις τότε αντιπολιτεύσεις, μετασχημάτισε με και χωρίς εκλογές τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες αναδεικνύοντας δύο τρικομματικές και δύο δικομματικές κυβερνήσεις, ψήφισε και το τρίτο μνημόνιο, παρά το ότι η τότε κυβερνητική πλειοψηφία δεν αρκούσε. Σήμερα δε, παρά τη λυσσώδη νεοαντιμνημονιακή ballade des dames de jadis, η Βουλή ψηφίζει αυτά που χρειάζονται για να μείνει η χώρα στον ευρωπαϊκό δρόμο.

Αυτά δε σε μία περίοδο όπου, με την αδυσώπητη γλώσσα του Θουκυδίδη «για να δικαιολογού [με] τις πράξεις [μας] αλλάζ [ουμε] ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρ [είται] ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική περίσκεψη δειλία […] η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρίας […], η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι παράμετροι πρόφαση για υπεκφυγή. Οποιος [είναι] έξαλλος γίν [εται] ακουστός, ενώ όποιος [φέρνει] αντιρρήσεις ύποπτος.» (Θουκυδίδου Ιστορίαι, Γ΄ 82 σε παραλλαγή μετάφρασης του Αγγελου Βλάχου)

Το καλό αποτέλεσμα της λειτουργίας της Βουλής μόνο αυτονόητο δεν είναι. Αρκεί η σύγκριση με το 1965: τότε η Βουλή, τσαλακωμένη από άνωθεν επεμβάσεις και έσωθεν τυχοδιωκτισμούς, δεν μπόρεσε ούτε κυβέρνηση σταθερή να αναδείξει ούτε πολιτική να παραγάγει, ούτε τις εκλογές να εγγυηθεί.

Η κρατούσα αντίληψη διέπει διάφορες προτάσεις, όπως τη μείωση του αριθμού των βουλευτών ή, ακόμη πιο ριζοσπαστικά, τη συνταγματική επιβολή της αδυναμίας της Βουλής να προκαλέσει πρόωρες εκλογές – ο βουλευτής δηλαδή να επιστρατεύεται να ψηφίζει, περίπου όπως ο οδηγός του μετρό επιστρατεύεται να το οδηγεί. Προτάσεις όπως αυτές χάνουν την ουσία του θέματος, η οποία, σήμερα εντός μνημονίων, αύριο εντός του κανονικού καθεστώτος οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. βρίσκεται, όπως σημείωσα αλλού, «στον ανασχεδιασμό της σχέσης της δημοκρατίας με την αποτελεσματικότητα της άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας, σε εθνικές και διεθνείς συνθήκες όπου η άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας λαμβάνει όλο και πιο έντονα “τεχνικά” χαρακτηριστικά, με τον ορατό κίνδυνο να κάνει τον αποδέκτη της όλο πιο απόμακρο και όλο πιο εχθρικό προς την κυβερνητική εξουσία, όποια και αν είναι.» («Αυγή», 26.6.2015).

Ειδικότερα ως προς τη δυνατότητα πρόωρης διεξαγωγής εκλογών, αδυνατώ να κατανοήσω γιατί τόσος θρήνος και κοπετός. Οι τρεις εκλογές το 1989-1990 έδωσαν διέξοδο στην τότε ένταση, το ίδιο και οι δύο εκλογές το 2012 και οι άλλες δύο το 2015. Τα αντίθετα έγιναν το 1965: η τότε αδυναμία της Βουλής είτε να αυτοδιαλυθεί είτε να προκαλέσει εκλογές (αυτό θα γινόταν μόνο αν έστεργε ο άναξ, ο οποίος δεν έστερξε εγκαίρως) άνοιξε τον δρόμο για τη χούντα…

Η έως τώρα θεσμική εμπειρία της κρίσης, στην οποία περιλαμβάνεται η γενίκευση της πρακτικής των εκατοντάδων πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και η αγχώδης υπερψήφιση εκατοντάδων τεχνικότατων νομοθετικών διατάξεων, επιβάλλει την επανεξέταση και του ρόλου της Βουλής. Ασφαλώς μπορεί να βελτιωθεί η λειτουργία της Βουλής. Υποστηρίζω την ενίσχυση του πολιτικού της ρόλου, κατ’ αρχήν με την αποκάθαρση διατάξεων που εμφανίζουν τους βουλευτές με αδικαιολόγητα προνόμια, κυρίως όμως με τον ανασχεδιασμό της λειτουργίας της, π.χ. με την εισαγωγή θεσμών που να ομοιάζουν με εκείνο της διαδικασίας νομοθετικών διαταγμάτων, όπου κοινοβουλευτικές επιτροπές να έχουν λόγο πριν από την εξουσιοδότηση για την έκδοση επειγόντων και όλως τεχνικών κανονιστικών διαταγμάτων ή την καθιέρωση ενός προσωρινού κωλύματος εκλογιμότητας βουλευτών μετά, π.χ., τη δεύτερη συνεχή βουλευτική θητεία κ.λπ. Αυτά όμως απαιτούν μία ειδική οργανωμένη συζήτηση.

Οποια και αν είναι η εικόνα που δίνουν ορισμένες γραφικές κοινοβουλευτικές περσόνες (αρχηγών ή και εκπροσώπων κομμάτων μη εξαιρουμένων), η αφ’ υψηλού καταπεριφρόνηση της Βουλής, ιδίως μάλιστα όταν προέρχεται από κύκλους που θεωρούν ότι τα πτυχία, οι γλώσσες και οι άλλοι τίτλοι τους μπορούν να υποκαθιστούν την ψήφο του ελληνικού λαού, είναι κάτι χειρότερο από αφέλεια: είναι λάθος.

* Ο Γιάννης Ζ. Δρόσος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή