Το φάντασμα της άμεσης δημοκρατίας

Το φάντασμα της άμεσης δημοκρατίας

4' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π​​οιος να θυμάται τώρα, και προς τι, τα ενθουσιώδη ρεπορτάζ και σχόλια κατά τεκμήριο έγκυρων εφημερίδων του εξωτερικού, λ.χ. της ιταλικής Repubblica, τις πρώτες ημέρες της ηγεσίας του κ. Γ. Α. Παπανδρέου, με το δαχτυλίδι του επικυρωμένο από τον κ. Κ. Σημίτη αλλά και από τη βαριά οικογενειακή μνήμη, που όσο ξεμακραίνει τόσο εξαγιάζεται. Το πιο πιθανό άλλωστε είναι ότι δεν θυμούνται τι έγραφαν τότε ούτε καν όσες ελληνικές εφημερίδες είχαν αναλάβει να εξεικονίσουν τον κληρονόμο της κραταιάς οικογένειας σαν νέο Μεσσία που οφείλαμε να τον ειδωλολατρεύσουμε. Η δική μου μνήμη, πάντως, διασώζει μια τεράστια πρωτοσέλιδη φωτογραφία του κ. Παπανδρέου με την πλούσια ισοθερμική στολή του, να συμμετέχει σε κάποιον «Γύρο της Αθήνας», και με τη δημοσιογραφική φροντίδα να σημειώνει με θρησκευτική ευλάβεια ποια αποστολή εξυπηρετούσε κάθε κομμάτι της. Και για των κοσμοναυτών τη στολή, λιγότερες πληροφορίες προσφέρονται. Και λιγότερο δέος τούς επιφυλάσσουμε. Αλλά όλο αυτό δεν ήταν βέβαια λαϊκισμός. Ηταν καθαρή μετανεωτερικότητα.

Εγραφαν λοιπόν τότε κάποια ξένα φύλλα, εμπιστευόμενα επιπόλαια τις παπανδρεϊκές εξαγγελίες, ότι επιτέλους επιστρέφει στο λίκνο της όχι πια η σκέτη, άνευ επιθετικών προσδιορισμών δημοκρατία, αλλά η άμεση, η καθαρή. Η αρχαιοαθηναϊκή δηλαδή. Και μάλιστα σ’ εκείνη την εξιδανικευμένη από τη λειψή γνώση εκδοχή της, που δεν παίρνει υπόψη της την ιστορία. Και σίγουρα δεν συνεκτιμά, εκτός πολλών άλλων, την κριτική –αριστοκράτη λέει– Αριστοφάνη. Ισως επειδή αυτόν τον κορυφαίο ποιητή τον κακομαθαίνουμε ή τον ψευτομαθαίνουμε κυρίως μέσα από τον βίαιο και αστόχαστο «εκσυγχρονισμό» του λόγου του. Ενα έθιμο θερινό που ακόμη αντέχει, με το πρόσχημα ή το παρατσούκλι της «διασκευής», από νωθρότητα και για να αποσπαστούν εύκολα χειροκροτήματα και χαχανητά που αφήνουν ανεπηρέαστο το βάθος των γελαστήριων μυών.

Σαν να μας στοιχειώνει, λοιπόν, το φάντασμα της άμεσης δημοκρατίας. Για άλλους εφιάλτης και για άλλους όνειρο τερπνό, εκμαυλιστικό, και τελικά απατηλό. Για κάποιους φόβος, για άλλους πόθος – ένας πόθος που κρατάει και εδώ τη συνήθειά του να εξωραΐζει και να εξιδανικεύει το ποθούμενο. Γιατί παρ’ όλη τη λαμπρή επινόηση της δημοκρατίας, μία από τις πιο παρήγορες στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν έλειψαν ούτε στην πόλη των Αθηνών οι αυθαιρετούντες ηγέτες-δημαγωγοί, που αδιαφορούσαν για το θεμελιακό «λόγον διδόναι». Δεν έλειψαν (εκτός από την αποικιοκρατική βουλιμία, τους δούλους και τις περιθωριοποιημένες γυναίκες) ο κομματισμός, ο φατριασμός και η διαφθορά. Και δεν έλειψαν οι πολίτες που λόγω βολής, ανάγκης ή απλής βαριεστημάρας αποκαλύπτονταν κατώτεροι του χρέους τους· του χρέους που απέρρεε ακριβώς από την πολύτιμη ιδιότητα του πολίτη, του μετόχου στην εκκλησία του δήμου.

Κι ύστερα, το μέγεθος της πόλης, το μέγεθος του πλήθους που απολάμβανε τα πρωτοφανή πολιτικά του δικαιώματα στην πληρότητά τους (εάν φυσικά τα διεκδικούσε, γιατί τίποτε δεν ήταν ετοιμοπαράδοτο και εξασφαλισμένο), ήταν εξαιρετικά μικρό σε σύγκριση με τις τωρινές ανθρώπινες κοινότητες, τις χαοτικές και πολυκερματισμένες. Δεν είναι εύκολο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι το τοτινό μοντέλο θα μπορούσε να μεταφερθεί στο παρόν δίχως απώλειες και φύρα – ή δίχως προσαρμογές, «στοχαστικές» ει δυνατόν.

Μια προσαρμογή, μια ανανοηματοδότηση θεμελιωμένη στις σημερινές ανάγκες και δυνατότητες είναι, ή θα μπορούσε να είναι, τα δημοψηφίσματα. Το «θα μπορούσε» έχει να κάνει με πολλά. Με τον προδημοψηφισματικό χρόνο κατ’ αρχάς, που πρέπει να είναι αρκετός, ώστε να προλάβουν να αναπτυχθούν επιχειρήματα και να συγκρουστούν απόψεις. Να μην εξαντληθεί η αντιδικία σε θλιβερές μάχες ανάμεσα σε ατακαδόρους και ατάκες που δανείζονται στυλ και ήθος από την περιοχή της διαφημιστικής υπερβολής και ελαφρότητας· από αυτές χορτάσαμε. Και να μη βασιστεί αποκλειστικά στο αίσθημα η λαϊκή απόκριση στο εκάστοτε ερώτημα. Σε αυτό θα συνέβαλλε καθοριστικά η σαφήνεια του ερωτήματος, η διαυγής και τίμια παρουσίαση όλων των συνεπειών του διακυβεύματος, έτσι ώστε να προαπαιτείται κουραστική και υπεύθυνη σκέψη πριν από την κατάληξη στην αναγκαστικά μονολεκτική απάντηση, το «ναι» ή το «όχι». Και θα έπρεπε βέβαια να εξασφαλιστεί καθεστώς ισοτιμίας, ίσων δυνατοτήτων, στη δημόσια υποστήριξη των απαντητικών επιλογών, της συμφωνίας ή της άρνησης.

Δεν αποτελούν πανάκεια τα δημοψηφίσματα, άλλωστε καθόλου απίθανο δεν είναι να ευτελιστούν από την πολιτικάντικη πονηρία, με τη χρήση παγιδευτικών ερωτημάτων, όπως πιθανολογείται ότι θα γίνει στην Ουγγαρία (λ.χ., «θέλετε να ζουν οι ξένοι εις βάρος της πατρίδας μας;»). Δεν έχουν τη δύναμη να θεραπεύσουν από μόνα τους τις πολλές πληγές των σημερινών δυτικών δημοκρατιών, μία από τις οποίες είναι η άρνηση του πολιτικού (αυτού του πολιτικού όπως τώρα υπάρχει και επιβάλλεται) από ένα συνεχώς διευρυνόμενο τμήμα του πληθυσμού. Οι τυπικές εκλογικές διαδικασίες σπάνια έλκουν ποσοστό μεγαλύτερο του 60-65%. Και γι’ αυτό δεν μπορεί να μη φταίει το ότι το πολιτικό σύστημα, αδιάφορο για την υποχρέωσή του να λογοδοτεί αλλά και να τολμά την αυτοκάθαρσή του, λειτουργεί υπέρ εαυτού, δέσμιο των λόμπι, των οικονομικά υπερισχυρών και των μιντιακών ολιγαρχιών.

Με τα δημοψηφίσματα ενδέχεται να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για την πολιτική και τη συμμετοχή στον κοινωνικό στίβο, αν φυσικά φανεί ότι το αποτέλεσμά τους γίνεται στην ακεραιότητά του σεβαστό, δεν διαστρέφεται και δεν υποβάλλεται σε ακυρωτικές υπερερμηνείες. Η αλήθεια είναι ότι έχει αρχίσει να εκδηλώνεται, διεθνώς, ένας κάποιος φόβος για τη δημοψηφισματική πρακτική, μια κάποια απέχθεια. Την αποστροφή των δημοσκόπων θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε λογική: Η εξόφθαλμη αποτυχία τους στο περυσινό ελληνικό δημοψήφισμα και στο πρόσφατο της Βρετανίας τραυμάτισε σοβαρά το κύρος τους, συν τοις άλλοις επειδή νομιμοποίησε ώς ένα βαθμό τη διάχυτη υποψία για τη μη ουδετερότητα ορισμένων εξ αυτών, των «προθυμότερων».

Λογική είναι, καθότι αυτοπροστατευτική μέσα στον αλαζονικό ναρκισσισμό της, και η ρητορεία άρνησης των δημοψηφισμάτων που ήδη ακούγεται από την πλευρά των ποικίλων ελίτ. Αδυνατώντας να δεχτούν ότι κάποια ψίχουλα εξουσίας ίσως φύγουν από τα χέρια τους, και ότι οι ψηφοφόροι δικαιούνται να αυτενεργήσουν αδιαφορώντας για όσους τους υπαγορεύουν τι πρέπει να ψηφίσουν, καταφεύγουν στα κλισέ περί αμόρφωτης πλέμπας, ανενημέρωτου λαουτζίκου και ανεύθυνων συναισθηματικών τύπων. Εχει κι αυτό τη σημασία του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή