Μαρωνίτης. Οι λέξεις ωσάν αλατινά βύσσαλα στο ακροθαλάσσι

Μαρωνίτης. Οι λέξεις ωσάν αλατινά βύσσαλα στο ακροθαλάσσι

9' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πρόλαβε ο Ιούλιος τον Αύγουστο

Δ. Ν. Μ.

Ο πατέρας μου υπήρξε ελεύθερος άνθρωπος. Ως προς ένα μόνο σημείο υπήρξε απέναντί μου αδίστακτος. Την ανάγνωση, -ή ακριβέστερα, την μελέτη-,  εφημερίδας. Όταν την πρώτη φορά απέτυχα σε εισαγωγικές εξετάσεις Σχολής τεταρτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχοντας καταναλώσει προηγουμένως τόμους βιβλιογραφίας, αρκέστηκε θυμάμαι μονάχα να πει: «Στα αλήθεια, περίμενες να περάσεις δίχως να διαβάζεις  εφημερίδες;»

Αναμφίβολα, ο Καθηγητής θα μειδιούσε, αλλά το γεγονός παραμένει ατράνταχτο: Το «πέρασμα» του Δημήτρη Μαρωνίτη, την Τρίτη, 12 τρέχοντος μήνα, το πληροφορήθηκαν άπαντες δίκην Facebookικού post της κόρης του Εριφύλλης. Συνεπώς, το «νείκος», το οποίο  επικράτησε στα κοινωνικά δίκτυα, ομοίαζε αναπόδραστο. Άνθρωποι του πνεύματος έβρισκαν επιτέλους το ψυχικό σθένος να ποστάρουν ότι «δεν τον χώνευαν». Ενώ, εφημεριδάνθρωποι, αλυχτούσαν: Ουδείς έχει το δικαίωμα να γράψει ή ακόμη χειρότερα να πενθήσει για τον Καθηγητή, παρεκτός της δικής τους αυθεντίας.

Η Μαλβίνα υπερθεμάτιζε ότι τα ψηλά βουνά έχουν βαθιές χαράδρες. Ενώ ο Παπαγιώργης, σκωπτικώ τω τρόπω αρέσκετο να επαναλαμβάνει ότι η εκλεκτή φύση δεν απέχει και πολύ από το παράδοξο. Ο μεγαλύτερος εχθρός ενός έργου παραμένει πάντα ο ίδιος ο δημιουργός του. Τα λοιπά, χολερικές a posteriori δηλώσεις, ή παραληρηματικές διεκδικήσεις μονοπωλίου πνευματικού μεγαλείου, δεν αποτελούν παρά ζήτημα προσωπικού γούστου. Η πλέον πρόσφορη απάντηση, θα προερχόταν δια στόματος του ίδιου του ινδάλματος: «Όποιος επαρχιώτης ο ίδιος μιλάει για επαρχιακά ελλείμματα άλλων, εκών άκων αυτοβιογραφείται».

Η επιφυλλιδογραφία, η συστηματική, άοκνη και καθ’ομολογίαν του εξουθενωτική σύνταξη κειμένων για τις επιφυλλίδες του Βήματος επί σαραντατρία ολάκερα έτη, -ξεκίνησε το 1973 και συνέχισε έως και τον προηγούμενο μήνα, Ιούνιο 2016-, υπήρξε η πιο προσωπική, η πιο αντιδογματική και δημοκρατική πράξη της ζωής του Μαρωνίτη, όντας την ίδια στιγμή απροϋπόθετη και οιονεί αδιαμεσολαβημένη.

Πολιτική, διδασκαλία, επιφυλλιδογραφία, μετάφραση, συγγραφή, οικογένεια-καταβολές. Τις γραμμές του καταγωγικού μαρωνίτειου σχήματος τις διέτρεχε η ίδια αρχή. Ο ίδιος κερδισμένος τρόπος. Σε όλα τα ενεργήματα βυθιζόταν έμπλεος της αισθήσεως ότι ανταποκρίνεται σε μία μύχια υποχρέωση του εαυτού του.

Πολιτική

Ο Μαρωνίτης από το 1968 έως το 1974 απομακρύνεται από την θέση του υφηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συλλαμβάνεται πολλάκις από το καθεστώς και υπόκειται σε βασανισμούς που σωματικά τον φτάνουν κοντά στο «τέλος». Τον Ιανουάριο του 1968, ο Μαρωνίτης αναγκάζεται να «κάνει το τελευταίο του μάθημα κάτω από απειλητικούς ψιθύρους» και «το ρίχνει στις υποθήκες».

«1. Σηκώστε με σεμνότητα το χρέος που σας ανήκει. Φανείτε εις μικρόν γενναίοι.

2. Κρατείστε ξύπνιο το μυαλό σας στους σκοτεινούς καιρούς. Μ’αυτό κυρίως θα πολεμήσετε τη βαναυσότητα της εξουσίας.

3. Μην απομονωθείτε. Με το λόγο, τη σιωπή και την πράξη σας σταθείτε πλάι σε κάποιον: στη μάνα σας, στον αδελφό σας ή στο φίλο σας, και προπαντός στα νεότερα παιδιά, που περιμένουν από σας να δουν αν θα τους φράξετε ή θα τους ανοίξετε το δρόμο της ελεύθερης αναπνοής.

4. Μη φοβάστε τους ανθρώπους που έχουν ρωμαλέα πάθη: όσους οργίζονται, πίνουν και αγαπούν. Πολεμάτε μόνον τους κάπηλους της ελληνοχριστιανικής ηθικολογίας. Απομονώστε όσους συνεχώς χαμογελούν, που όταν μιλούν δεν σας κοιτούν στα μάτια, κι όταν τους δίνετε το χέρι, δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να το σφίξουν. Ανάμεσά τους θα βρείτε τους χαφιέδες».

«Το κατεβατό αυτό» ανασυνέθεσε ο ίδιος σε επιφυλλίδα του Βήματος στις 26 Οκτωβρίου του 1974, -ημέρα διττής σημασίας για τη Θεσσαλονίκη, την ιδιαίτερη πατρίδα του,  γιορτή του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου αγίου της πόλης, και ημερομηνία απελευθέρωσής της κατά τη «Μεγάλη Εξόρμηση» του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου-, αφού προσέθεσε «έναν ανορθόδοξο ορισμό του φασισμού: φασισμός είναι να σε ρωτούν δημοσίως για την ιδιωτική σου ζωή και να σε ανακρίνουν ιδιωτικά για τις δημόσιες πράξεις σου».

Διδασκαλία

Ο Μαρωνίτης, κατά την διδασκαλία του απώθησε οικεία και προσλαμβάνοντα σχήματα και αναζήτησε το «αν’αυτού τι;», το οποίο εξέβαλε σε περηφάνια και μαθητεία. Ο δάσκαλος οφείλει να είναι «περήφανος». Η μέθοδός του, ο καημός του υπήρξε ένας αμοιβαίος ακροαματικός λόγος: ο δάσκαλος που μαθητεύει –κατά περίπτωση ή και εξαρχής μέχρι τέλους- και ο μαθητής που καθ’οδόν διδάσκει. «Αυτό οι φοιτητές μου θαρρείς ότι το άρπαζαν στον αέρα και το τι μου παραστάθηκαν και μου παραστέκονται δεν λέγεται».

Κατά τις ατελείωτες ώρες διδασκαλίας στο σπουδαστήριο ή το αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής, κάπνιζε αρειμανίως. «Υπόσχομαι κάθε σειρά από αυτές που με τόσο ζήλο γεμίσατε, να σας είναι παντελώς άχρηστη στις εξετάσεις», αιφνιδίαζε στους μαθητές του που κρατούσαν σημειώσεις, σαν άλλος Σωκράτης από τον πλατωνικό Φαίδρο. Ο Μαρωνίτης, έκανε την αδυναμία του αρετή, το μέσο κατοικία. Μη όντας εις θέσιν να θυμάται τα ονόματα των φοιτητών του από μνήμης, τους προσφωνούσε λογοτεχνώντας: «Ας μου πει λοιπόν η νεαρή με το βυζαντινό βραχιόλι». «Θα ήθελε μήπως να βοηθήσει ο κύριος με την μωβ πένα;» ή «ο διπλανός που όλο σας γλυκοψιθυρίζει στο αυτί;». Και φυσικά ήταν ελεύθερος με την γλώσσα: «Εκτός από συνδικαλιστής, είσαι και μαλάκας;», είχε κατακεραυνώσει έναν φοιτητή. Ο Μαρωνίτης, με “το διανοητικό του πιλάτεμα, τον καταιγισμό των ερωτήσεών του”, σωματοσκοπούσε και “ψυχοσκοπούσε αδιάκοπα τους μαθητές, συνομιλώντας απευθείας με την σπλαχνική τους κοιλότητα”.

Επιφυλλιδογραφία

Το 1973, στην καρδιά της Δικτατορίας, όταν ο Χρήστος Λαμπράκης ανανέωνε τους συνεργάτες της εφημερίδας, ο Μαρωνίτης άρχισε να γράφει επιφυλλίδες στο Βήμα. Για τον ίδιο ήταν μία δοκιμασία και μία δοκιμή, την οποία «αν δεν μπορούσε να την αναλάβει, δεν θα το έκανε».  Ήθελε να ασκήσει μία μορφή λόγου με κείμενα επίκαιρα και πολιτικά, όχι φυγόκεντρα και αναπαυτικά. Τα κείμενα της Ανεμόσκαλας εξελίσσονταν άλλοτε ως επίμονη αναζήτηση του επικαιρικού στοιχείου και άλλοτε ως αντίσταση σε μία εύκολη επικαιρότητα. «Μου έχει αλλάξει τον αδόξαστο αυτή η προσπάθεια και μπορώ να πω ότι ώρες-ώρες λέω ότι δεν πάει άλλο. Να ομολογήσω ότι, για να γραφτεί ένα άρθρο, τρώω τουλάχιστον δύο ημέρες δουλεύοντας. Επομένως μου είναι οικείος και ξένος ο χώρος της επιφυλλίδας». Για εκείνον η επιφυλλιδογραφία ήταν μία άσκηση γραφής, ένα είδος γύμνασης και άλλης τάξεως πειθαρχίας λόγου, για την οποία είχε πάρει εκατό φορές την απόφαση να αραιώσει ή να την σταματήσει, αλλά πάντα την «πατούσε». Ακόμη και όταν έγραφε η βασική του τάση ήταν μία: το «δασκαλίκι».

Μετάφραση

Ο Μαρωνίτης καταπιάστηκε κυρίως με την ενδογλωσσική μονόγλωσση μετάφραση, δηλαδή από την αρχαία στην ελληνική (ενδογλωσσική), και με αποκλειστικό πεδίο άσκησης την ελληνική γλώσσα (μονόγλωσση).

Παρά ταύτα, οι «μεταφραστικές του δοκιμές», ένας όρος ιδιαίτερα προσφιλής και στον ίδιο, “εμφάνιζαν παράλληλα πολυφωνικά γνωρίσματα με βασικό στοιχείο ύφους τον διάλογο ανάμεσα σε γλώσσες, κείμενα και εποχές”.

Το ιδεώδες για εκείνον ήταν μία αίσθηση απόλυτης ισοτιμίας της μεταφραστικής γλώσσας με την μεταφραζόμενη γλώσσα. Είχε αναπτύξει μία γενεαλογία της μετάφρασης στο πλαίσιο από δύο συνδυάσιμες τριάδες. Γραφή, ανάγνωση, μετάφραση και φράση, μετάφραση, παράφραση. Ήταν θιασώτης της μετάφρασης με προσωπική ευαισθησία.

«Ας φαντασθούμε την αρχαία ως μεταφραζόμενη και την νέα ως μεταφραστική. Η αρχαία κείται σε κείμενα, το υλικό της είναι κατοχυρωμένο και εν πολλοίς ακίνητο και αμετακίνητο. Για να βγει σε πέρας η μετάφραση πρέπει να υπάρξει ένα είδος συν-κίνησης των δύο αυτών γλωσσών. Επιδίωξή μου είναι να αποκρυπτογραφήσω, να ακούσω τον ρυθμό, τις λέξεις, τις φράσεις, ενίοτε τους φθόγγους, με την ίδια περίπου τακτική που αναπνέει κανείς, όταν προφέρει μία λέξη, ανάλογα με το τι λέει η λέξη και με την διάθεση που την προφέρει. Θέλω πρώτα να αποκαλύψω στον εαυτό μου αυτόν τον εσωτερικό ρυθμό, για να μην χαθεί τίποτα από την ρυθμική συνάντηση των δύο γλωσσών. Κατά την μετάφραση αυτήν την ανταπόκριση επιδιώκω». «Την συνάντηση των δύο γλωσσών, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένα τρίτο σημείο τριβής. Πάνω σε αυτό, το αρχαίο κείμενο ξυπνάει και διεγείρει την νέα ελληνική».

Η μετάφραση για τον Μαρωνίτη δεν ήταν παρά ένα καθημερινό μέσο συνεννόησης και επικοινωνίας, στο βαθμό που πάντα οι άνθρωποι μεταφράζουν ο ένας τον άλλον. Με την ευρεία έννοια της λέξης η μετάφραση είναι μια διαρκής λειτουργία βίωσης, συμβίωσης και επιβίωσης.

Συγγραφή

Για τον Μαρωνίτη η συγγραφή ήταν απότοκη της μετάφρασης. Εφόσον καθιστούσε ζωντανό ένα αρχαίο κείμενο μεταφράζοντάς το, εν συνεχεία αναδύονταν από την ασύχαστη εσωτερικότητά του βιβλία, μονογραφίες και άρθρα προκειμένου να φωτίσει με το δικό του λοξό φως τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Σοφοκλή, τον Ηρόδοτο, τον Αλκαίο, τη Σαπφώ.

Σε έναν δεύτερο χρόνο μελέτησε και δημοσίευσε δοκίμια για μείζονες νεοέλληνες ποιητές και πεζογράφους, Σολωμό, Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκη, Πατρίκιο, Σαχτούρη, Σινόπουλο, Χειμωνά, επιμένοντας σε εκπροσώπους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Οι περιπέτειες της δικτατορίας, που έφθασαν σε ένα οριακό σημείο, ζητούσαν από τον Μαρωνίτη ένα άλλο είδος έκφρασης. Η Μαύρη γαλήνη προέκυψε μέσα από αυτό το ζόρι και το πείσμα. Η Μαύρη γαλήνη είναι «ενύπνιο κείμενο», γράφτηκε μόνο του∙ σχεδόν καθ’ ύπνον. Έναν ταραγμένο ύπνο. Απομνημονεύθηκε, πρωτοσημειώθηκε σε χαρτοπετσέτες, και δημοσιεύθηκε στο τεύχος της Συνέχειας. Αυτό το χούι έγινε συν τω χρόνω για τον Μαρωνίτη νταλκάς. Πολλές φορές σηκωνόταν από τον ύπνο για να σημειώσει διάφορα πράγματα, και πολλές φορές οι σημειώσεις αυτές, που προέκυπταν από μια κατάσταση ύπνωσης, εξελίσσονταν σε κρίσιμα σημεία των κειμένων. “Θα συμβούλευα τον τρόπο αυτό σε ανθρώπους που αγαπώ, όχι βέβαια ως βασανιστήριο —γιατί σε κάποιο βαθμό είναι βασανιστήριο— αλλά ως τρόπο άντλησης μιας απρόβλεπτης ενέργειας του μυαλού μας∙ μιας ενέργειας που αν τη διαχωρίσουμε από το εγωιστικό μας μέρος, μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε δωρεά”.

Οικογένεια – Καταβολές

Γιος καπνεργάτη, ο Μαρωνίτης παραμένει ο ίδιος δια βίου χειρώναξ. «Όλα αυτά τα κείμενα τα έγραψα με τα χεράκια μου».

“Πέρασα τη μισή μου ζωή ως γιος της μάνας μου. Τώρα είμαι πια ο γιος του πατέρα μου” είχε δηλώσει προ ολίγων μηνών συνεντευξιαζόμενος. “Είχα όμως αυτή την εικόνα η οποία μου μένει αξέχαστη: τον πατέρα μου στο αμφιθέατρο, εγώ να δίνω εξετάσεις ως υφηγητής, και να 'ρχεται να κάθεται κάπου στη μέση, απόμερα, κι απ' τη συγκίνησή του νομίζω ότι έφευγε όλο το αίμα, γινόταν κίτρινο το πρόσωπό του. Πρέπει να μ' αγαπούσε”.

“Μέσα στο μυαλό μου έχω τέσσερα τέτοια σήματα: το ένα είναι η Μικρά Ασία και τα περίχωρα της Σμύρνης από όπου καταγόταν η μάνα μου. Η δεύτερη πατρίδα προέκυψε εξαιτίας του ονόματος. Μαρωνίτης ήταν ο πατέρας μου. Με συγκίνησε πολύ ο τόπος αυτός.  Πέθανε άσχημα. Χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη στις δύο πατρίδες και στους δύο αυτούς ανθρώπους”.

Ο Μαρωνίτης γενήθηκε, μεγάλωσε και παντρεύτηκε στην Θεσσαλονίκη, την οποία αν και τον “βασάνισε” πολύ, εξακολουθούσε να την αποκαλεί γενέθλια πόλη. Από το 2001 και μετά ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στην Αθήνα, η οποία του “πήγαινε περισσότερο”. “Και επειδή είναι μια πόλη που δεν είναι δική μου, δεν νιώθω και εγώ πολύ δικός της”.

Δικαιοσύνη

Απέφευγε συστηματικά τα δίπολα. Μήτε συμπαθούσε ιδιαίτερα την διαλεκτική. Αντ' αυτού ήταν υπέρμαχος της συνοχής, της συνέχειας και της συμπληρωματικότητας.  Ο λόγος του ενείχε πάντα δικαιοσύνη, ακόμη και όταν δεν ήταν δίκαιος λόγος. “Άλλο πράγμα το Καλό και το Κακό, καθαρά μεγέθη, υπαρκτά, μες στον κόσμο γύρω μας, μες στο κορμί μας επίσης, κι άλλο πράγμα ο καλός και ο κακός. Σε καθαρά μεγέθη δεν υπάρχουν πουθενά. Το Καλό και το Κακό υπάρχουν. Ο καλός και ο κακός είναι φαντασίωση, όχι ανύπαρκτοι, αλλά είναι φαντασίωση”.

Άνθρωπος σημαίνει λόγος. Όπως πουλί πέταγμα και σκορπιός δηλητήριο. Ο λόγος του Μαρωνίτη υπήρξε αισθηματικός, αισθαντικός και αισθησιακός. Ήταν ένας λόγος αισθητικό φαινόμενο κατά Νίτσε. Ο Μαρωνίτης διακατείχετο από μία γενετική “φιλότητα” ως προς  τον λόγο. Η αγάπη του για λέξεις και ονόματα ήταν παροιμιώδης. “Δεν θέλω να χάσω αυτό το όνομα Μπότσογλου” έλεγε για τον αγαπημένο του φιλόλογο από την Κατερίνη. “Χάθηκαν τα πάντα. Αλλά έμεινε το όνομά της. Κι εγώ θέλω να μην το χάσω το όνομα αυτό. Να το σεβαστώ”, πείσμωνε μιλώντας για καταγωγικές τύπου αισθήσεις και ζωτικές ψευδαισθήσεις περί Αριστεράς. Μιλούσε με τον ίδιο τρόπο που αρέσκετο να φοράει ζωηρά χρώματα. Τις λέξεις του τις αισθάνεται κανείς ωσάν αλατινά βύσσαλα στο ακροθαλλάσι. Δεν είναι τυχαίο ίσως που διάλεξε να φύγει κατακαλόκαιρο. Πρόλαβε ο Ιούλιος τον Αύγουστο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή