Οι δύο όψεις της αξιοκρατίας

Οι δύο όψεις της αξιοκρατίας

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ε​​χουμε ανάγκη από καλές ειδήσεις, από ιστορίες επιτυχίας. Ολο και περισσότερο οι ιστορίες επιτυχίας προέρχονται από το εξωτερικό. Ενας Ελληνας μηχανικός αναλαμβάνει το εργαστήριο τεχνητής νοημοσύνης μιας μεγάλης πολυεθνικής, μια δικηγόρος διαπρέπει στο Στρασβούργο, δύο νέοι επιχειρηματίες πούλησαν την εταιρεία τους στην Καλιφόρνια, άλλοι δύο έστησαν επιχείρηση στην Κίνα. Καθηγητές στα πανεπιστήμια μας μιλούν με περηφάνια για τις καλύτερες μεταπτυχιακές φοιτήτριες που έγιναν δεκτές στο Χάρβαρντ ή στο CERN, και προβλέπουν μια λαμπρή καριέρα εκεί.

Οταν ακούω τέτοιες περιπτώσεις έχω ανάμεικτα συναισθήματα. Χαίρομαι που οι άνθρωποι θα βρουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν στις ικανότητές τους, να πετύχουν τους στόχους τους, να κάνουν τη ζωή τους όπως τη θέλουν. Λυπάμαι όμως, γιατί πολλές φορές η δική τους επιτυχία είναι μια απώλεια για την κοινότητα μέσα στην οποία μεγάλωσαν. Αυτό είναι φανερό στην περίπτωση φτασμένων πανεπιστημιακών που αφήνουν τη σχολή και το εργαστήριό τους γιατί δεν έχουν πια τους πόρους να εργαστούν και να ζήσουν αξιοπρεπώς στην Ελλάδα. Είναι λιγότερο φανερό για τους πολύ νέους που ίσως δεν θα έκαναν τίποτε παραγωγικό αν έμεναν εδώ, ή για τους επιχειρηματίες που ο κλάδος τους δεν ευδοκιμεί στην Ελλάδα. Ισχύει πάντως ότι όσο λιγότεροι είναι οι ικανοί που μένουν και το παλεύουν, τόσο φτωχότερη είναι η εγχώρια παραγωγή, παιδεία, και κοινωνία.

Η αμφιθυμία αυτή, που δεν είναι μόνο δική μου, αντανακλά δύο διαφορετικές αντιλήψεις για την αξιοκρατία. Σύμφωνα με την πρώτη, αξιοκρατία είναι η δυνατότητα των άξιων να αναγνωριστούν και να αμειφθούν για τις επιδόσεις τους. Οι κοινωνικές νόρμες ορίζουν ότι η μόρφωση, η εντιμότητα, η σκληρή δουλειά, ή το καλλιτεχνικό ταλέντο είναι θετικές ιδιότητες. Οποιος τις κατέχει είναι δίκαιο να ανταμείβεται, είτε με χρήμα, είτε με προβολή, είτε με αρμοδιότητες.

Σύμφωνα με τη δεύτερη αντίληψη, οι ατομικές ιδιότητες αποκτούν αξία μόνο στο συγκεκριμένο πλαίσιο όπου εκδηλώνονται, και εφόσον προσφέρουν στην ευημερία της κοινότητας (και ιδίως, θα έλεγε ο Rawls, στα πιο αδύναμα μέλη της). Η δεξιοτεχνία του μουσικού και η ευφυΐα του μαθηματικού δεν είναι χρήσιμες αν δεν υπάρχουν οι θεσμοί των συναυλιών και των ερευνητικών εργαστηρίων. Σε αυτή την αντίληψη, αξιοκρατία είναι το καθεστώς όπου οι ατομικές ικανότητες αξιοποιούνται για να συμβάλλουν σε συλλογικούς στόχους (ή πάντως στην ευημερία πολλών συμπολιτών). Οι άξιοι ανταμείβονται ιδιαίτερα, για να προσφέρουν περισσότερο, και όχι επειδή εγγενώς «το αξίζουν».

Οι δύο αντιλήψεις έχουν το ίδιο πρακτικό αποτέλεσμα σε κοινωνίες με καλούς θεσμούς, όπου οι προσωπικές επιδιώξεις των πιο άξιων συμπίπτουν με την προσφορά τους στην κοινωνία, αλλά και με την επένδυση που έκανε η κοινωνία για να τους διαμορφώσει. Ο καλός μαθητής μπαίνει στην Ιατρική Σχολή, το κράτος πληρώνει για τις σπουδές του, αυτός εργάζεται σκληρά, θεραπεύει ασθενείς, αμείβεται καλύτερα αν είναι πιο αποτελεσματικός, και έχει μεγαλύτερες αρμοδιότητες αν είναι ικανός στη διοίκηση. Είτε σε δημόσια είτε σε ιδιωτικά συστήματα υγείας.

Στη χώρα μας, όμως, οι δύο αξιοκρατίες αποκλίνουν υπερβολικά. Η κυρίαρχη νοοτροπία απαιτεί να δαπανά το κράτος μεγάλα ποσά για να φοιτήσουν ιατροί που δεν θα βρουν ποτέ δουλειά εδώ, γιατί τα παιδιά «αξίζουν να μορφωθούν», και αναγνωρίζει το δικαίωμά τους να διεκδικήσουν μια καλή θέση στη Βρετανία. Αυτή είναι η ατομική εκδοχή της αξιοκρατίας, που τη δέχονται δεξιοί και αριστεροί. Οπως δέχονται το δικαίωμα του κάθε ριζοσπάστη πολιτικού να στέλνει το παιδί του σε ακριβό ιδιωτικό σχολείο, ενώ στα λόγια καταδικάζει τα προνόμια της ελίτ.

Η συλλογική εκδοχή δεν είναι δημοφιλής. Δεν απαιτούμε θεσμούς που αξιοποιούν τους πιο ικανούς και έντιμους για το κοινό καλό στην Ελλάδα. Πρόσφατα μάλιστα η συνωμοσιολογία και εχθροπάθεια έχουν υπονομεύσει τους κανόνες δεοντολογίας και ηθικής σε επίλεκτα σώματα όπως οι δικαστές. Η δίωξη του κ. Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ με ένα κατηγορητήριο γκαιμπελικής έμπνευσης είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Σε μεγάλο μέρος του Δημοσίου φαίνεται να πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο. Υπάρχουν ευτυχώς νησίδες όπου επικρατεί το επαγγελματικό ήθος: σε μερικές πανεπιστημιακές σχολές, σε νοσοκομεία, σε κάποιες δημόσιες υπηρεσίες, σε μονάδες της αστυνομίας. Πόσο θα αντέξουν μέσα στο περιβάλλον της κρίσης και του διχασμού;

Στον ιδιωτικό τομέα η μεγάλη πρόκληση είναι να βρουν δουλειά οι ικανοί μέσα στη χώρα. Αυτό σημαίνει πετυχημένες εταιρείες, δηλαδή συλλογική αξιοκρατία, έστω σε μικρή κλίμακα. Η ευρύτερη κατάσταση αποθαρρύνει τις μεγάλες επενδύσεις, αλλά οι μικρότερες επιχειρήσεις γνώσης μπορούν να φυτρώσουν εδώ, να δίνουν καλές δουλειές σε επιστήμονες, και να πωλούν σε όλο τον κόσμο. Ο όρος-κλειδί είναι «οικοσύστημα»: η κάθε επιχείρηση να συνεργάζεται με προμηθευτές παρόμοιας νοοτροπίας, με ερευνητικές ομάδες, με επενδυτές που γνωρίζουν τις προκλήσεις, και με μεγαλύτερους παγκόσμιους παίκτες.

Ευτυχώς στην εποχή μας το τεχνολογικό οικοσύστημα μπορεί να είναι απλωμένο γεωγραφικά. Ετσι η «απώλεια εγκεφάλων» που μετανάστευσαν μπορεί να γίνει πλεονέκτημα. Οσοι έφυγαν για να προκόψουν είναι τώρα σε θέση να συνδεθούν με κοινότητες αξιοκρατίας στην Ελλάδα και να συμβάλουν με συμβουλές, με τεχνικές και επιχειρηματικές συνεργασίες, καθώς και με κεφάλαια. Για να μετατρέψουμε την ατομική πρόοδο σε συλλογική.

* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι εταίρος στην εταιρεία Επιχειρηματικών Συμμετοχών Openfund.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή