Οι τράπεζες προτιμούν τα θησαυροφυλάκια για τα μετρητά τους

Οι τράπεζες προτιμούν τα θησαυροφυλάκια για τα μετρητά τους

5' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα αρνητικά επιτόκια υπήρξαν στρατηγική επιλογή της ΕΚΤ και άλλων κεντρικών τραπεζών και στόχευαν στην αύξηση του δανεισμού και στη στήριξη της οικονομίας. Εως τώρα, όμως, το πρακτικό αποτέλεσμά τους είναι κυρίως η επιβάρυνση των τραπεζών σε βαθμό που τις εξωθεί στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Ετσι ορισμένες τράπεζες φαίνεται πως επανεξετάζουν τις παρωχημένες λύσεις των θησαυροφυλακίων και της διατήρησης τεράστιου όγκου μετρητών σε καλά φυλασσόμενα υπόγεια, αποθήκες ή μυστικές τοποθετήσεις. Αν επικρατήσει αύτη η τάση, θα περιορισθεί δραματικά η δυνατότητα των κεντρικών τραπεζών να στηρίζουν την οικονομία αυξομειώνοντας το κόστος του χρήματος.

Από το 2014, οπότε η ΕΚΤ οδήγησε τα επιτόκια του ευρώ για πρώτη φορά σε αρνητικό έδαφος, η επιβάρυνση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες έχει φτάσει συνολικά στα 2,64 δισ. ευρώ. Επιπλέον από τον Μάρτιο, οπότε η ΕΚΤ προχώρησε στην τελευταία μείωση των επιτοκίων στο -0,4%, οι ευρωπαϊκές τράπεζες οφείλουν να καταβάλλουν τόκο 0,4% επί των κεφαλαίων που διατηρούν στα ταμεία των 19 εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης. Επίσης, στελέχη της ΕΚΤ έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων ακόμη βαθύτερα σε αρνητικό έδαφος αν καταγραφεί επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Στην περίπτωση αυτή η επιβάρυνση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες ενδέχεται να είναι δυσβάσταχτη γι’ αυτό και η προοπτική των θησαυροφυλακίων φαίνεται πλέον ρεαλιστική.

Σύμφωνα, άλλωστε, με σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, ορισμένες τράπεζες και ασφαλιστικές δρομολογούν ήδη την υλοποίηση του σχεδίου τους να μετατρέψουν τα κεφάλαιά τους από την ηλεκτρονική μορφή σε μετρητά. Ειδικότερα, η βρετανική εφημερίδα αναφέρεται στη γερμανική τράπεζα Commerzbank που φέρεται να εξετάζει την αποθήκευση των κεφαλαίων της σε μετρητά αλλά και στην αντασφαλιστική Munich Re που ήδη έχει μετατρέψει διψήφιο αριθμό εκατομμυρίων ευρώ σε μετρητά και τα έχει αποθηκεύσει. Οι πηγές της εν λόγω αντασφαλιστικής αναφέρουν μάλιστα πως μέχρι στιγμής το κόστος αποθήκευσης και ασφάλισης των χρημάτων παραμένει διαχειρίσιμο. Ενδέχεται, βέβαια, να παρουσιασθούν εμπόδια στην προσπάθεια ορισμένων φορέων να ρευστοποιήσουν τα κεφάλαιά τους.

Το ίδιο δημοσίευμα αναφέρεται σε ελβετικό συνταξιοδοτικό ταμείο που επιχείρησε ανάληψη σημαντικού ποσού από την τράπεζα στην οποία διατηρούσε το αποθεματικό του. Δημοσιεύματα των ελβετικών ΜΜΕ αναφέρουν πως η τράπεζα αρνήθηκε. Δεν αποκλείεται, άλλωστε, ορισμένες τράπεζες να θελήσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις κεντρικές τράπεζες και να προσκρούσουν στις αντιρρήσεις τους. Οπως επισημαίνουν οι FT, στην περίπτωση αυτή θα απαιτηθεί οπωσδήποτε η έστω σιωπηρή συναίνεση των κεντρικών τραπεζών. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να συναινέσουν στη μετατροπή των χρημάτων σε μετρητά από την ηλεκτρονική μορφή στην οποία βρίσκονται τώρα και μάλιστα σε χαρτονομίσματα της επιλογής της εκάστοτε τράπεζας.

Οπως τονίζει η βρετανική εφημερίδα, όσες τράπεζες επιχειρήσουν να αποφύγουν το κόστος των αρνητικών επιτοκίων, διατηρώντας τα κεφάλαιά τους σε θησαυροφυλάκια, θα αντιμετωπίσουν σειρά επιβαρύνσεων σε άλλο επίπεδο. Πρωτίστως θα πρέπει να πληρώνουν για την ασφαλή μεταφορά και την αποθήκευση των χρημάτων τους αν και ενδεχομένως αυτή δεν θα είναι η μεγαλύτερη δαπάνη. Δεδομένου ότι τόσο το ευρώ όσο και το ελβετικό φράγκο εκδίδονται και σε χαρτονομίσματα μεγάλης ονομαστικής αξίας, η αποθήκευσή τους δεν απαιτεί μεγάλο όγκο. Το ίδιο θα ισχύει ακόμη και όταν θα καταργηθεί το χαρτονόμισμα των 500 ευρώ και το μεγαλύτερο σε αξία θα είναι εκείνο των 200 ευρώ, καθώς ο χώρος που υπάρχει σε θησαυροφυλάκια θεωρείται επαρκής.

Ασφάλιση χρημάτων

Η μεγαλύτερη επιβάρυνση θα συνοδεύει την ασφάλιση των χρημάτων που έτσι κι αλλιώς θα αποτελέσει δυσεπίλυτο πρόβλημα για τις τράπεζες, καθώς ενδέχεται να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν αξιόπιστες ασφαλιστικές που θα είναι πρόθυμες να αναλάβουν τον κίνδυνο ασφάλισης μεγάλων ποσών έναντι προσιτού τιμήματος. Στελέχη γερμανικών τραπεζών που μίλησαν στους FT υπολογίζουν πως το κόστος της ασφάλισης των χρημάτων θα κυμανθεί από 0,5% έως 1% της αξίας του εκάστοτε ποσού. Αυτό όμως συνεπάγεται κόστος μεγαλύτερο από αυτό των αρνητικών επιτοκίων, ενώ είναι παρεμφερές με το επιτόκιο του -0,75% που έχει υιοθετήσει η Τράπεζα της Ελβετίας.

Ζητούν ετήσιες συνδρομές από καταθέτες, αντί να δίνουν τόκους

Στον κόσμο των αρνητικών αποδόσεων και των αρνητικών επιτοκίων δανεισμού, αυτό που πριν από λίγα χρόνια θα φάνταζε εξωφρενικό ίσως να αποτελέσει σύντομα διαδεδομένη πρακτική. Ολο και περισσότερες τράπεζες εξετάζουν το ενδεχόμενο να αρχίσουν να χρεώνουν τους πελάτες τους για το «προνόμιο» να καταθέτουν τα χρήματά τους σε αυτές. Η γερμανική συνεταιριστική τράπεζα GLS έχει ήδη αρχίσει να επιβάλλει ετήσια εισφορά ύψους 60 ευρώ ανά πελάτη, ενώ προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να κινούνται η βρετανική Royal Bank of Scotland και η θυγατρική της NatWest, οι οποίες είχαν κρατικοποιηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008.

Στα τέλη Ιουλίου, η ιστοσελίδα MarketWatch είχε φέρει στο φως επιστολή που είχε αποστείλει η διοίκηση της RBS προς 1,3 εκατομμύρια πελάτες της με την οποία τους ενημέρωνε πως ενδέχεται να αρχίσει να χρεώνει τόκους στο πιστωτικό υπόλοιπο, επικαλούμενη τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά. Η RBS εμφάνισε έλλειμμα 2 δισ. λιρών το πρώτο εξάμηνο του 2016 και έχει να εμφανίσει κέρδη από το 2007. Στην πιο πρόσφατη συνεδρίασή της στις αρχές Αυγούστου, η Τράπεζα της Αγγλίας είχε μειώσει το βασικό επιτόκιο δανεισμού κατά 25 μονάδες βάσης στο 0,25%. Εκπρόσωπος Τύπου της RBS είχε δηλώσει ότι «θα εξετάσουμε τη λήψη οποιασδήποτε ενέργειας κριθεί απαραίτητη στην περίπτωση που μειωθεί κάτω από το μηδέν το βασικό επιτόκιο δανεισμού της Τράπεζας της Αγγλίας. Ομως θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν, ώστε να προστατεύσουμε τους πελάτες μας από οποιαδήποτε επίπτωση». Οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν ότι είναι πολύ πιθανό το φθινόπωρο η Τράπεζα της Αγγλίας να μειώσει εκ νέου το βασικό επιτόκιο δανεισμού, πιθανότατα στο 0,10%. Ο διοικητής της ΤτΑ Μαρκ Κάρνεϊ είχε δηλώσει στη συνέντευξη Τύπου που είχε δοθεί αμέσως μετά την τελευταία μείωση των επιτοκίων δανεισμού, ότι είναι αντίθετος με το μέτρο των αρνητικών επιτοκίων δανεισμού για τράπεζες που φυλάσσουν τα χρήματά τους στην κεντρική τράπεζα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι η μεγαλύτερη από τις κεντρικές τράπεζες του κόσμου που επιβάλλουν αρνητικά επιτόκια δανεισμού στις τράπεζες. Τον Μάρτιο η ΕΚΤ είχε μειώσει το επιτόκιο δανεισμού για τράπεζες στο -0,4%, ωστόσο, όπως φαίνεται, δεν πρόκειται να το μειώσει περισσότερο. Η επιβολή αρνητικών επιτοκίων γίνεται στην προσπάθεια να τονωθεί η χορήγηση δανείων προς την οικονομία και οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρχίσει να χρεώνουν τις εμπορικές τράπεζες, προκειμένου να τις πείσουν να σταματήσουν να συσσωρεύουν χρήμα στην κεντρική τράπεζα και να το διαθέσουν στην πραγματική οικονομία.

Στη Γερμανία η διοίκηση της GLS προσπαθεί να παρουσιάσει τη χρέωση ως μέτρο για να εξασφαλιστεί ο κοινωνικός και οικολογικός χαρακτήρας της τράπεζας. Το μέλος του Δ.Σ. Αντρέας Νόικιρχ λέει στην Deutsche Welle ότι το μέτρο δεν αποσκοπεί στο να κλείσει «τρύπες» η τράπεζα, αλλά αποτελεί επιβράβευση για τις υπηρεσίες που παρέχει. Συνήθως η προσέλκυση νέων πελατών και η πραγματοποίηση νέων πωλήσεων είναι η επιβράβευση για μια εταιρεία που προσφέρει καλό προϊόν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή