Ο σκοπός των Μακρονησιωτών

4' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​«Δίνουμε όρκο συνέχισης για εκπλήρωση του σκοπού των Μακρονησιωτών». Πρόκειται για τίτλο από τη χθεσινή σελίδα του «Ριζοσπάστη», σε ρεπορτάζ για την εκδήλωση του ΚΚΕ στη Μακρόνησο, όπου μίλησε ο Δ. Κουτσούμπας. Δηλαδή, να ρωτήσω εγώ, ο όρκος αφορά την εκπλήρωση μιας ένοπλης προσπάθειας με σκοπό την επιβολή μαρξιστικής δικτατορίας στην Ελλάδα; Προφανώς, διότι το στρατόπεδο της Μακρονήσου άρχισε να λειτουργεί το 1947, μεσούντος του Εμφυλίου.

Καταλαβαίνω τι θα θέλατε να μου πείτε και τα λέω μόνος μου: τι θυμήθηκα τώρα· γιατί δίνω σημασία, αφού είναι ακίνδυνοι· πάντα αυτά λένε στο ΚΚΕ· το πρόβλημα τώρα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ. Συμφωνώ ότι άλλα προέχουν τώρα και ότι το ΚΚΕ είναι πράγματι ακίνδυνο και γραφικό σαν περίεργη θρησκευτική σέκτα. Κάνουν τις λιτανείες τους, ψάλλουν τους ύμνους τους, στήνουν τα αλλόκοτα τελετουργικά τους και πάνε σπίτι τους. Μετρώνται, έπειτα, στις εκλογές και βγαίνουν πάλι οι ίδιοι. Τι να φοβηθούμε από αυτούς; Επιπλέον, δε, σε αυτά τα έξι χρόνια της κρίσης, σε δύσκολες στιγμές το ΚΚΕ έχει δείξει ότι τηρεί μια γραμμή η οποία μάλλον υπερασπίζεται τη διατήρηση της αστικής δημοκρατίας.

Το ΚΚΕ  έχει  καταδικάσει τον εαυτό του σε αυτήν τη θέση αδυναμίας, λόγω των περιορισμών που επιβάλλει ο ζουρλομανδύας της σοβιετικής  ορθοδοξίας στην οποία εμμένει. Επειδή, με άλλα λόγια,  το  ΚΚΕ  πάει «by the book», καθώς γι’ αυτούς η θεωρία τίθεται υπεράνω της πραγματικότητας. Ο καπιταλισμός πρέπει μεν να ανατραπεί, αλλά με όρους που θα δικαιώνουν την απαιτητική πίστη  τους.  Με  γεια τους με χαρά τους και καλά κρασά. (Oχι κρασιά, στον κομμουνισμό υπάρχουν κρασά…)

Αυτός ο δογματισμός είναι ευεργετικός για εμάς, διότι κανείς δεν κινδυνεύει από μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι αποφασίζουν να αποκοπούν από την πραγματικότητα, επειδή δεν τους αρέσει. Ούτε είναι εύκολο να γίνουν οι θέσεις τους δημοφιλείς, διότι με αυτούς δεν επιλέγεις από τον κατάλογο ό,τι σου αρέσει, αλλά οφείλεις να δεχθείς το μενού υποχρεωτικά ό,τι και αν περιέχει. Προσφέρουν μόνον Δευτέρα Παρουσία, όχι ημίμετρα. Αυτή η αδυναμία διάδρασης του ΚΚΕ με το περιβάλλον καθρεφτίζεται καθημερινά στους τίτλους του «Ριζοσπάστη». Σχεδόν κάθε μέρα, ο τίτλος είναι παραλλαγή της νουθεσίας ότι «ο λαός πρέπει να καταλάβει ποιος υπηρετεί τα συμφέροντά του». Τι να πουν κι αυτοί όμως; Εμπρός, παιδιά, να ξαναχτίσουμε τον κομμουνισμό που κατέρρευσε το 1989; Ακόμη και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι αυτά δεν λέγονται.

Ας αφήσουμε, λοιπόν, το ΚΚΕ στην ησυχία του.  Αν όμως θέλουμε να καταλάβουμε πώς η συμμαχία του κρατικοδίαιτου παλαιοκομματισμού  (που  έγραφα χθες) κατέληξε  να  φοράει  τον  ιδεολογικό μανδύα  της Αριστεράς, αν θέλουμε δηλαδή να καταλάβουμε τη φύση και την προέλευση του αριστερού λαϊκισμού της Μεταπολίτευσης,  η απάντηση, νομίζω, βρίσκεται στην αντίφαση που αποτυπώνει ο τίτλος του «Ριζοσπάστη» από την οποία ξεκίνησα. Λόγω  των  ενοχών της Δεξιάς για τη χούντα, το δημοκρατικό πολίτευμα  που  εγκαθιδρύθηκε μετά το  1974  δεν  απέκτησε  νόμο περί κομμάτων, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές  χώρες  και,  έτσι, αναγνώρισε  ουσιαστικά  το δικαίωμα του ΚΚΕ  να  εργάζεται  ελεύθερο και απερίσπαστο για την ανατροπή του δημοκρατικού καθεστώτος.

Αυτή η θεσμική αντίφαση επέτρεψε την επικράτηση της θέσης ότι «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Σε αυτή βασίσθηκε το δικαίωμα του κάθε αγωνιστή να κλείνει τους δρόμους και να καταλαμβάνει όποιους χώρους θέλει, ώσπου και αυτό το συνηθίσαμε και το δεχθήκαμε ως κανονικότητα. Αυτή την αντίφαση εκμεταλλεύθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και έδωσε πολιτική έκφραση στα αισθήματα αδικίας, μειονεξίας και φθόνου των μικροαστών και τους έκανε νεόπλουτους με δανεικά, που όπως βλέπουμε τώρα δεν ήταν αγύριστα. Την ίδια αντίφαση, δηλαδή να τρέχουν τα σάλια σου για τα αγαθά του καπιταλισμού και, συγχρόνως, να εύχεσαι να είχαν κερδίσει οι κομμουνιστές τον Εμφύλιο, να τους υμνείς, να τους πενθείς και να τους δοξάζεις, την εκμεταλλεύθηκε κατεξοχήν και η δήθεν ανανεωτική αριστερά. (Δήθεν, επιμένω, διότι από πού κι ώς πού, δηλαδή, ο ευρωκομμουνισμός ήταν «ανανέωση»; Αφαιρούμε τους Σοβιετικούς από τον κομμουνισμό και ανανεώσαμε τον κομμουνισμό;) Την ίδια αντίφαση ασπάσθηκε ώς ένα βαθμό και η Δεξιά. «Και κομμουνιστές θα γίνουμε για τον λαό», δήλωσε κάποτε υπουργός της πρώτης κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή.

Περιττεύει, λοιπόν, ο όρκος του κ. Κουτσούμπα και των συντρόφων του. Την εκπλήρωση του ονείρου των Μακρονησιωτών έχει αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ με την παλαιοκομματική συμμαχία των κρατικοδίαιτων που σέρνεται πίσω του. Δυστυχώς, ο κομμουνισμός κέρδισε στην Ελλάδα – δύο φορές ο εξυπνότερος λαός του κόσμου εξέλεξε κυβέρνηση κομμουνιστών, δεν θα κουραστώ να το λέω ξανά και ξανά. Ευτυχώς, ωστόσο, κέρδισε σε μια εποχή που τέτοιο καθεστώς δεν μπορεί πια να υπάρξει χωρίς διεθνή στήριξη. Μπορεί, εντούτοις, να κάνει τη δουλειά του: να μας πάει πίσω, να μας θέσει εκτός Ευρώπης. Ξέρω ότι είναι κουραστικό να το επαναλαμβάνω, αλλά προέχει να φύγει αυτή η κυβέρνηση και, λυπάμαι που το λέω, δεν βλέπω να γίνεται σύντομα αυτό. Υπομονή λοιπόν και όχι υψηλές προσδοκίες…

Αντίο

Πάπαλα η Κεντροαριστερά! Και τώρα, τι κάνουμε χωρίς το αγαπημένο κλωτσοσκούφι; Μόνοι μας με τους βαρβάρους, δηλαδή με τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα μπορούσε όμως να έχει γίνει τίποτε άλλο; Ούτε μπορούσαν ούτε και ήθελαν. Δεν έχει νόημα να θρηνούμε το αδύνατο, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει. Σοσιαλδημοκρατία ευρωπαϊκού τύπου σε μια χώρα που η οικονομία της σώζεται μόνο με φιλελεύθερες πολιτικές και στην οποία πολιτικά υπερτερεί ο σοσιαλισμός των βαρβάρων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή