Αποψη: Αναδιαρθρώνοντας το ελληνικό δημόσιο χρέος

Αποψη: Αναδιαρθρώνοντας το ελληνικό δημόσιο χρέος

5' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να ολοκληρώσει με επιτυχία στο τέλος του μήνα ή το αργότερο τον Οκτώβριο τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου, ανοίγοντας τον δρόμο για την εκταμίευση 2,8 δισ. ευρώ από τους Ευρωπαίους πιστωτές. Το ελληνικό Κοινοβούλιο θα υιοθετήσει, μετά τους συνήθεις θεατρινισμούς, τους βασικούς όρους, ενώ η ικανοποιητική προσήλωση στους φορολογικούς στόχους και οι δημοσιονομική λιτότητα θα διασφαλίσουν την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος την περίοδο 2016-2018 και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του μνημονίου. Το πιθανότερο είναι ότι το ΔΝΤ θα αποδεχθεί την ευρωπαϊκή εκδοχή για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος, ωστόσο θα εξακολουθήσει να απέχει από τη χρηματοδότηση του προγράμματος, επιμένοντας ότι θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος ώστε να εκπληρώνονται τα δικά του κριτήρια περί βιωσιμότητας χρέους.

Πέρυσι, οι Ευρωπαίοι πιστωτές είχαν συμφωνήσει να αρχίσουν στα σοβαρά διαπραγματεύσεις για τη μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Ηταν ακριβώς αυτή η υπόσχεση που έδωσε τη δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας με τα μέτρα λιτότητας που το συνοδεύουν, τις επιπλέον μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, τη μεγάλη μείωση των συντάξεων και το πιο επιθετικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Ωστόσο, ποτέ δεν αποσαφηνίστηκαν οι λεπτομέρειες της απομείωσης χρέους, οπότε οι υποθέσεις τού τι θα μπορούσε να συμβεί ποικίλλουν ανάλογα με την πηγή πληροφόρησης. Πιθανά μέτρα είναι η επιμήκυνση της περιόδου ωρίμανσης των ομολόγων και η χορήγηση επιπλέον περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή των τόκων, χαμηλότερο επιτόκιο και μια μικρή μείωση του ύψους του χρέους. Το τελευταίο μέτρο θυμίζει το προηγούμενο της Γερμανίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν είχε διαγραφεί το δημόσιο χρέος της στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδίου για την οικονομική και πολιτική ανοικοδόμηση της Γερμανίας και της Ευρώπης και αποτελεί χρήσιμο δίδαγμα. Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε την επίθεση που είχε εξαπολύσει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς κατά της «καρχηδόνιας ειρήνης» που υπαγορεύτηκε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και την προειδοποίηση που είχε απευθύνει ότι η πεισματική επιμονή στην απαίτηση αποζημιώσεων που ποτέ δεν θα ήταν δυνατό να πληρωθούν θα οδηγούσε σε σοβαρή οικονομική κρίση, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να έχει σοβαρές πολιτικές συνέπειες για τη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη.

Γνωστοί οικονομολόγοι και άνθρωποι των αγορών παρομοιάζουν το ελληνικό χρέος με αυτό της Γερμανίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Περισσότερο από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας έχουν χαθεί στην Ελλάδα και το δημόσιο χρέος της είναι μεγαλύτερο από το 175% του ΑΕΠ της. Τα μέτρα λιτότητας και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν επιβάλει οι διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας όχι μόνο απέτυχαν να σταθεροποιήσουν το χρέος της, αλλά έχουν επιφέρει και σοβαρό πλήγμα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η προσεκτική ανάλυση του ελληνικού χρέους και του πού πήγαν τα χρήματα που δόθηκαν στο πλαίσιο της οικονομικής διάσωσης αποκαλύπτει ότι πάνω από το 95% των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή των ξένων πιστωτών και την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του «μη παραγωγικού» τμήματος του χρέους δεν είναι δυνατό να αποπληρωθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Οσο περισσότερο χρόνο επιμένουμε να αγνοούμε αυτή την πραγματικότητα, τόσο θα χειροτερεύει η κατάσταση για την ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία. Δεν είναι να απορεί κανείς που το ΔΝΤ, έχοντας διδαχθεί από την αποτυχία των δύο προηγούμενων προγραμμάτων διάσωσης, παραμένει σκεπτικό σχετικά με την πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στο τρίτο μνημόνιο για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018. Αντιθέτως, το ΔΝΤ επιμένει ότι αυτό που είναι εφικτό είναι πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,5% του ΑΕΠ και εξανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να δημιουργήσει ειδικό μηχανισμό αυτόματης μείωσης δαπανών ύψους 2% του ΑΕΠ (όση είναι και η διαφορά μεταξύ του πλεονάσματος 1,5%, που πιστεύει το ΔΝΤ ότι είναι εφικτό, και του 3,5%, που είναι ο στόχος που έχει τεθεί στο τρίτο μνημόνιο).

Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει, όπως είναι αναμενόμενο, να ξεκινήσει σήμερα στα σοβαρά η συζήτηση περί ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, όπως είχαν άλλωστε υποσχεθεί οι Ευρωπαίοι πιστωτές το 2015 υπό την πίεση του ΔΝΤ. Σύμφωνα όμως με όσα γίνονται γνωστά από το Βερολίνο και από άλλες πηγές, η αναδιάρθρωση χρέους θα γίνει σταδιακά και όχι σε μία φάση και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πρόοδο που θα επιτευχθεί την περίοδο 2016-2018. Η εξέλιξη δεν προκαλεί έκπληξη και είναι σύμφωνη με τη γερμανική προσέγγιση για αναβολή της οριστικής λύσης των προβλημάτων, προσέγγιση που θα συνεχιστεί ιδιαίτερα τώρα που οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της καγκελαρίου Μέρκελ δεν έχουν τη λαϊκή απήχηση που είχαν κάποτε. Ακόμη περισσότερο που μια γενναία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους πριν από τις εκλογές του 2017 θα τους στοίχιζε αρκετές ψήφους. Συνεπώς το Βερολίνο προτιμάει να εμπλακεί, βραχυπρόθεσμα, σε ορισμένες διαπραγματεύσεις για τη διαχείριση του χρέους, να τις αναλύσει με την ησυχία του.

Οι προτάσεις αυτές θα είναι κατά πάσα πιθανότητα τεχνικής φύσεως και δεν θα είναι αρκετές ώστε να μειωθεί ουσιαστικά το ελληνικό χρέος. Απλώς το Βερολίνο θα κερδίσει χρόνο μέχρι τις εκλογές. Υποψιάζομαι ότι μεσοπρόθεσμα (μέχρι το 2018) η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα πραγματοποιηθεί μέσω της μεταφοράς από την ΕΚΤ και από τις υπόλοιπες εθνικές κεντρικές τράπεζες μέρους των κερδών που έχουν αποκομίσει από τα ελληνικά ομόλογα. Παράλληλα θα επιμηκυνθεί η περίοδος ωρίμασης των ομολόγων, θα μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού και θα δοθεί νέα περίοδος χάριτος για την καταβολή τόκων. Μόλις η Ελλάδα ολοκληρώσει το πρόγραμμα το 2018, θα ακολουθήσει συνδυασμός μέτρων ώστε να διασφαλιστεί ότι θα εξυπηρετείται το χρέος. Δίχως αμφιβολία σε αυτά τα μέτρα δεν θα περιλαμβάνεται διαγραφή του ονομαστικού χρέους. Το βασικό τους χαρακτηριστικό θα είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση της καθαρής παρούσας αξίας του ελληνικού χρέους μέσω της επιμήκυνσης και της μείωσης των επιτοκίων δανεισμού.

Υπάρχουν άλλοι τρόποι ώστε να αναδιαρθρωθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος; Οικονομολόγοι της Morgan Stanley προτείνουν στις κυβερνήσεις να ανταλλάξουν τα υπάρχοντα ομόλογα με νέα που θα συνδέονται με το ΑΕΠ, παρόμοια δηλαδή με τα συνδεδεμένα με το επίπεδο του πληθωρισμού που προσφέρουν οι ΗΠΑ. Σε αυτού του είδους τα ομόλογα η εξυπηρέτησή τους βασίζεται στον ρυθμό ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ και συνεπώς η αναλογία μεταξύ χρέους και ΑΕΠ δεν αυξάνεται σε περιόδους ύφεσης. Μια ακόμη καλύτερη πρόταση είναι η μετατροπή των ήδη υπαρχόντων ομολόγων σε ομόλογα χωρίς περίοδο ωρίμανσης, δηλαδή σε αέναα ομόλογα. Για την Ελλάδα η καλύτερη λύση θα ήταν η μετατροπή όλου του χρέους που υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ σε αέναα ομόλογα τα οποία θα αποδέχεται η ΕΚΤ μέχρι η Ελλάδα να ανακτήσει το ποσοστό του ΑΕΠ που έχει χάσει από το 2008. Αυτή η λύση θα επέτρεπε στην ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με υγιή ρυθμό και τη διατήρηση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ σε τέτοιο επίπεδο ώστε να θεωρείται ασφαλές από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Είναι σαφές ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι είναι αναγκαία η γενναία αναδιάρθρωσή του ώστε να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη. Η επιμονή στην πολιτική των μεσοβέζικων λύσεων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη ούτε από πρακτικής ούτε από ηθικής απόψεως.

* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Levy για την Οικονομία και καθηγητής Οικονομικών στο Bard College της Νέας Υόρκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή