«Να πούμε μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί»

«Να πούμε μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί»

4' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Eπειτα από 15 χρόνια στο «Επί Κολωνώ» της Ελένης Σκότη, στο οποίο ήταν ιδρυτικό μέλος και τα τρία χρόνια θεατρικής αναζήτησης που ακολούθησαν, ο Δημήτρης Λάλος καταστάλαξε στο επόμενο βήμα. Ενα δικό του χώρο όχι για να παίζει ο ίδιος, αλλά για να στραφεί στη σκηνοθεσία και τη διδασκαλία. Με την ομάδα του «Tempus Verum» ανέλαβε το «Εν Αθήναις», στην οδό Ιάκχου 19 στο Γκάζι, όπου θα παρουσιάσουν από τις 30/9 την «Αρρώστια της νιότης» του Φέρντιναντ Μπρούκνερ και τον Ιανουάριο τη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ.

Μα είναι καιρός για καινούργια θέατρα και παράτολμα ανοίγματα εν μέσω κρίσης; Με αυτήν την απορία ξεκινάει η συζήτηση μαζί του. «Τρέλα είναι η απόφαση», απαντάει. «Ομως αυτό που με συγκινεί περισσότερο είναι ότι από την ώρα που το τόλμησα βρήκα πολλούς υποστηρικτές. Ισως γιατί υπάρχει ένας σκοπός. Κάποια στιγμή στη ζωή όλων μας έρχεται η ώρα για το μεγάλο ή το ονειρικό βήμα. Εκτός αν διαλέξεις την απραξία. Αλλά, όπως είπε ο Καζαντζάκης, “Μια αστραπή η ζωή μας…”. Δεν θέλω να έρθει μια ώρα που θα κατηγορώ τον εαυτό μου ότι δεν τόλμησα».

Στον Μπρούκνερ του αρέσει ο τρόπος που θίγει υπαινικτικά ζητήματα. «Βάζοντας μια παρέα φοιτητών της Ιατρικής να σπαράζονται έπειτα από έναν πόλεμο και λίγο προτού ξεκινήσει ο επόμενος –πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ–, φωτογραφίζει όλες τις ψυχολογίες που μπορούν να υπάρχουν. Αυτόν που θα επωφεληθεί από καταστάσεις, αυτόν που θα κρυφτεί, εκείνον που είναι θύμα κ.ο.κ.». Ενα ψυχογράφημα είναι «Η αρρώστια της νιότης», που έγραψε ο συγγραφέας (1926), στο οποίο ο σημερινός θεατής παρακολουθεί μια παρέα «που μέσα στην υπεροψία και την απόγνωσή τους προετοιμάζουν άθελά τους το έδαφος για τα κηρύγματα της εθνικοσοσιαλιστικής ναζιστικής ιδέας». Αυτά τα σκοτεινά παιχνίδια εξουσίας θέλει να φωτίσει ο Δ. Λάλος, κλείνοντας το μάτι στη σημερινή πραγματικότητα. «Κάθε μεγάλο έργο πρέπει να μας δείχνει πράγματα που ίσως δεν διακρίνουμε με την πρώτη ματιά». Οσο για το σήμερα; «Βιώνουμε μια μεταβατική περίοδο, σαν να είμαστε σε αναμονή για κάτι άλλο. Μέσα στη δυσκολία νιώθω ένα πέπλο ελπίδας, γιατί αλίμονο αν δεν ελπίζει κανείς».

Ο Δημήτρης Λάλος γεννήθηκε στον Βόλο αλλά μεγάλωσε στη Γερμανία. «Οι γονείς μου ήταν οικονομικοί μετανάστες στη Νυρεμβέργη. Επομένως γνωρίζω το κάστρο του Χίτλερ, το έχω δει καλά στις σχολικές κοπάνες. Ανάλογη εμπειρία έζησε και η μητέρα μου μεγαλώνοντας στο Βέλγιο, όπου ο παππούς μου εργαζόταν εκεί ως ανθρακωρύχος. Επέστρεψα στην Ελλάδα στα 18 μου. Στη Γερμανία ζούσαμε ελληνικά. Ελληνικό σχολείο, μανάβικο, καφετέρια, φραπέ γλυκό με γάλα. Μια εικονική πραγματικότητα της Ελλάδας και γύρω γύρω το γερμανικό πνεύμα. Μεγάλωσα με την ανακύκλωση, έμαθα ότι δεν πετάς τα φαγητά στον ίδιο κάδο. Εζησα πολλά και κυρίως τη νοσταλγία. Στη Γερμανία ένιωθα Ελληνας, εδώ άνθρωπος, δεν διαπραγματεύομαι κάποια εθνικότητα. Αυτό το νιώθουν όσοι είναι μακριά από την πατρίδα τους».

Δηλώνει πιστός στη μέθοδο Στανισλάφσκι. Στα σχέδιά του είναι να οργανώσει ένα στούντιο ηθοποιών για τον κινηματογράφο. «Θέλω να βάλω τις βάσεις για ένα διάλογο με τους ηθοποιούς του θεάτρου και τους σκηνοθέτες του κινηματογράφου που σνομπάρουν το θέατρο, ίσως γιατί δεν γνωρίζουν τον χώρο. Οπως και οι ηθοποιοί του θεάτρου που δεν ξέρουν πώς θα προσεγγίσουν αυτό που δεν γνωρίζουν. Θέλω να γεφυρώσω το χάσμα μεταξύ τους».

Παράτολμο βήμα, αλλά μήπως έτσι δεν μπήκε στο θέατρο; Ενώ σπούδαζε στη Σχολή Ηλεκτρονικών Υπολογιστών στα ΤΕΙ Πειραιώς, έκανε στροφή σαν είδε τη «Suburbia» του Μπογκοσιάν στον «Φούρνο», σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη. Τον είχε καλέσει ο ηθοποιός Ζαχαρίας Κεφαλογιάννης. «Φεύγοντας από το θέατρο, ένιωθα ελαφρύς.

Είχα την αίσθηση μιας σπίθας, μιας φωτιάς που με σήκωνε ψηλά. Καμιά φορά, μετά από ένα πολύ καλό μάθημα ή μια καλή πρόβα νιώθω εκείνο το αίσθημα πάλι».

Στα 38 του σήμερα λέει πως αυτό που τον συγκινεί στο θέατρο είναι «η αφοσίωση στη λεπτομέρεια. Και στις σχέσεις των ανθρώπων». Τον γοητεύει επίσης η διαδικασία πριν από την παράσταση αλλά και μετά.

«Θέλω να καταπιάνομαι με όλα. Από το αν οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις είναι εντάξει μέχρι αν έχουμε σακούλες απορριμμάτων». Ο χρόνος πριν από την έναρξη της παράστασης έχει τη γοητεία της προσμονής.

Κι ο χρόνος μετά τη λήξη της «περιέχει την ανακούφιση του μόχθου. Μόνον όποιος δουλεύει κανονικά νιώθει αυτή την αίσθηση της ξεκούρασης».

Τι θέλει να πετύχει με το «Tempus Verum» στο «Εν Αθήναις»; «Θα μπορούσα να σας πω διάφορα, έχω γράψει διάφορες σημειώσεις. Αλλά νιώθω σαν αυτόν που γράφει έναν λόγον και, όταν ανεβεί να τον εκφωνήσει, τσαλακώνει τις σημειώσεις και μιλάει για την ουσία. Θέλω να συνυπάρχω με ανθρώπους, να εξελίσσομαι μαζί τους, να έχω έναν χώρο, να κάνω τις πρόβες και τα μαθήματά μου, και όλοι μαζί να πούμε μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί».

Ο βασικός πυρήνας της ομάδας είναι τα παιδιά που δουλεύουν μαζί του στα εργαστήρια. «Οταν έγιναν συστηματικότερα τα μαθήματα και είδα όλον αυτό τον ανθρώπινο πλούτο, σκέφθηκα ότι δεν μπορεί να μείνει αναξιοποίητος». Ετσι ανέβασαν πέρυσι τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Καμπανέλλη και έπειτα προετοίμασαν την «Αρρώστια της νιότης».

Προτού κλείσουμε τη συζήτηση, ρωτάω την άποψή του για την κορεσμένη θεατρικά Αθήνα, τις ομάδες και τις παραστάσεις που πολλαπλασιάζονται. «Προτιμώ να ξεπηδάει ένα θέατρο σε κάθε γειτονιά παρά ένα προποτζίδικο ή μια καφετέρια. Δεν είναι κακό πράγμα η επιμονή στο όνειρο».

Οσο για τον ίδιο: θέλει να ξαναδεί τους παλιούς δασκάλους, «να πάρω την ιστορία της υποκριτικής από την αρχή, να ξαναφτάσω στο τώρα και να δω πώς μπορεί αυτό να εξελιχθεί».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή