«Ορνιθες» κατά Καραθάνo

3' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ(;)

Ορνιθες

σκηνοθ.: Νίκος Καραθάνος

θέατρο: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

Δύο θαλερά πεύκα, φούντες από άσπρα σύννεφα στα… κάτω κλαριά, κυπαρισσάκι στριμωχτό ανάμεσά τους, φωτισμοί παραμυθένιοι (Ελλη Παπαγεωργακοπούλου / Σίμος Σαρκετζής). Ζωντανή μουσική που στάζει ρομαντική διάθεση και γλύκα αναμονής για απελευθερωτικές εκρήξεις (Αγγελος Τριανταφύλλου). Πεισθέταιρος κι Ευελπίδης με θερινά ρούχα πόλης δίχως κάργια και κουρούνα οδηγούς στα χέρια, δίχως ηλικία και αποσκευές. Μπουχτισμένοι από τη φορομπήχτρα κι απατεωνόβρυτη Αθήνα ψάχνουν τον Τηρέα-Εποπα (πρώην άνθρωπο, τώρα… και καλά τσαλαπετεινό) να τους βρει ήσυχη, «μαλακή σαν κοιλιά μωρού» πόλη για το υπόλοιπο του βίου τους. Καταγωγή περισσότερο κινηματογραφική (Αυλωνίτης, Τσάπλιν, Μπάστερ Κίτον) παρά μπεκετική (Βλαντιμίρ, Εστραγκόν). Κωμικότητα μπουφόνικη, δίχως χρόνο και πατρότητα. Κίνητρο, έξοδος από μακροχρόνια σύνθλιψη και κατάθλιψη.

Με την εμφάνιση του δούλου του Εποπα (πρώην ανθρώπου, τώρα… και καλά τρυποκάρυδου) ο Καραθάνος απλώνει τον Αριστοφάνη ώς τον Σαίξπηρ (Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας) και ώς το σήμερα χάρη στον δαιμόνια αναρριχώμενο, πετούμενο, ιπτάμενο, περιστρεφόμενο, κρώζοντα, ταχυομιλούντα, υπέροχο Μιχάλη Σαράντη, επιτομή του αεικίνητου κι αεικυνηγημένου δούλου από καταβολής του γένους ώς τον Αρλεκίνο και τον Πουκ, τους ντελίβερι μπόι, τους παρκουρίστες, τους περιθωριακούς streetdancers.

Μόλις ο Εποπας (Χρήστος Λούλης – αγνώριστος) ξεμυτίσει ως αποτυχημένη μετα (παρα)μόρφωση ανθρώπου, δηλαδή μαυροντυμένη, τσεμπεροφόρα, θεριακλοφουμάρουσα γριά με βήχα αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, καμπούρα μάγισσας παραμυθιού και ξεμωραμένα καμώματα, το ροκ της παρενδυσίας, του «βγαίνω από τα ρούχα μου», της διαφορετικότητας, της εύφορης και ψιλοδουλεμένης τρέλας, των απόλυτα στοχευμένων και ιδεολογικά αιτιολογημένων περικοπών στο έργο (μετάφραση-διασκευή Γιάννης Αστερής), ξεκινάει. Ο Καραθάνος – Πεισθέταιρος, υπέροχος παραμυθάς, λουσμένος σε φως επιφοίτησης, πείθει σκηνή και πλατεία με το σχέδιο της Νεφελοκοκκυγίας. Ο εξαιρετικός Σερβετάλης- Ευελπίδης, με σώμα και στόμα τον συμπληρώνει.

Ο Λούλης, μεσάζων μεταξύ πουλιών και ανθρώπων που αντιμετωπίζει επιθέσεις των πτηνών αρχικά, πυρετό ενθουσιασμού στη συνέχεια, ξετύλιξε έναν ερμηνευτικό θρίαμβο λόγου, ήχων πρωτόηχων, σωματικής γλώσσας, κίνησης, γκροτέσκας χορογραφίας, σταδιακής επανα-μεταμόρφωσής του σε Εποπα, αλησμόνητο.

Ακολουθεί ο χορός των πουλιών –και τι πουλιών– πολύχρωμων, περδικόστηθων, άπιαστων, λευκών ιθαγενών, κιτς και παραδείσιων μαζί, ελεύθερων, ορμητικών, φλύαρων, μας μεταφέρει σε τροπική ατόλη. Ο Καραθάνος με την πολύτιμη Amalia Bennet στην κίνηση, δίδαξε «μεταφρασμένους» σε ήχους, χειρονομίες, κίνηση τους περισσότερους από καμιά 60ριά στίχους της επίθεσης των πουλιών, όπου δεν έλειπε… λέξη.

Η Αηδόνα της Βασιλικής Δρίβα (ερασιτέχνης με νανισμό) αναπλήρωσε μπόι και ομορφιά με πηγαίο, ανεπιτήδευτο λόγο και αφοπλιστική αθωότητα.

Ο Μιχάλης Σαράντης, ασθμαίνων κήρυκας αυτή τη φορά από το εργοτάξιο του τείχους, και η άφθαστη δόμηση λόγου, ενθουσιασμού, κίνησης, χειρονομιών, ξεπερνά τη θαυμαστή δόμηση του γιγάντιου οχυρού των πουλιών. Που δεν σταματούν ν’ αγωνίζονται, να διαμαρτύρονται, να επιτίθενται στους ανθρώπους για οικολογική ασυνειδησία, βαρβαρότητα, ασχετοσύνη, προτάσσοντας στήθη, όπλα, μούντζες, ποίηση προκειμένου να διαφυλάξουν τη Νεφελοκοκκυγία και το ιαματικό παραμύθι της για λογαριασμό όλων μας. Γεμίζουν τη σκηνή, πλημμυρίζουν το σύμπαν, αδάμαστα, ανυποχώρητα, μαχητικά, ξεσηκωτικά σαν τους: Μαρία Διακοπαναγιώτου, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Εμιλυ Κολιανδρή, Γρηγορία Μεθενίτη, Γιάννη Κότσιφα, Εκτορα Λιάτσο, Κωνσταντίνο Μπιμπή, Φοίβο Ριμένα, Αγγελο Τριανταφύλλου. Σαν την Αλίκη Αλεξανδράκη (μίνι έκδοση της βασίλισσας Ελισάβετ), τον Αγγελο Παπαδημητρίου (ψηλή έκδοση της Σωτηρίας Μπέλλου), τη Νατάσα Μποφίλιου να χαρίζει την υπέροχη φωνή της συμμετέχοντας από τα μετόπισθεν.

Τα πουλιά δεν σταματούν ν’ αγωνίζονται στη διασκευή του Καραθάνου. Τα βρίσκουνε με τους ισχυρούς (θεούς) που κατεβαίνουν από τον Ολυμπο, τον Δία του πανέμορφου Γιάννη Σεβδικαλή με το περπάτημα κενταύρου πάνω στα ελάσματα- κνήμες του, με την αφράτη Αφροδίτη της Φωτεινής Μπαξεβάνη, με την έξοχη Ιριδα της Γαλήνης Χατζηπασχάλη, που έφαγε πόρτα και… τούρτα στην πρώτη της αποστολή.

Η πρόταση Καραθάνου, εμπνευσμένη από τους Αριστοφανικούς Ορνιθες (όπως έπρεπε να δηλώνεται) περνά όντως στην Ιστορία. Για λόγους καλλιτεχνικούς και ιδεολογικούς. Η ξεσηκωτική ορμή, η ποίηση, το αδιαπραγμάτευτο της ουτοπίας του μας ψιθύρισε αίφνης σάλπισμα παρηγοριάς, μας «πήρε επάνω» με το φωτεινό του αερόστατο και είδαμε από ψηλά, πόσο μοιραίοι κι άπραγοι τόσο καιρό βουλιάζουμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή