Αποψη: Οι ποινές ως μέσο κατά της φοροδιαφυγής

Αποψη: Οι ποινές ως μέσο κατά της φοροδιαφυγής

3' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μ​​ε αφορμή την πρόσφατη αύξηση των ποινών για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις οι οποίες μπορεί να φανούν χρήσιμες. Ορισμένες από αυτές έχουν αναπτυχθεί και κινούνται στον στενό χώρο των ειδικών, ενώ άλλες, αν και αναφέρονται στα αυτονόητα, θα ήταν επίσης σκόπιμο να εκφρασθούν.

Κατ’ αρχάς, είναι χρήσιμο να υπογραμμιστεί ότι η φοροδιαφυγή δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος των ποινών. Προϋπόθεση για να επιβληθούν ποινές, που να λειτουργούν αποτρεπτικά στην εμφάνιση περιστατικών φοροδιαφυγής, είναι να υπάρχει ένας ελεγκτικός μηχανισμός που να αποκαλύπτει τις φορολογικές παραβάσεις, ένας εισπρακτικός μηχανισμός που να μπορεί πράγματι να τις εισπράττει και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητά τους. Από μόνες τους οι ποινές δεν μπορούν να πετύχουν τίποτα ή μπορεί και να έχουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Δεύτερο, το ύψος των φορολογικών ποινών πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με το εφαρμοζόμενο γενικά στη χώρα σύστημα ποινών, κάτι που από μόνο προσδιορίζει τα όρια του ύψους τους. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να τιμωρείται ελαφρύτερα κάποιος που στερεί με παραβατικό τρόπο πόρους από το δημόσιο ταμείο, δηλαδή πόρους που επηρεάζουν την ευημερία του κοινωνικού συνόλου, από αντίστοιχες παραβατικές πράξεις που θίγουν την ατομική ευημερία (κλοπή ιδιωτών κ.λπ.). Αλλά και η επιβολή δυσανάλογα υψηλών ποινών για φοροδιαφυγή σε σχέση με το αδίκημα που έχει επιτελεστεί ή το μέγεθος της ζημίας που επιχειρήθηκε να προκληθεί στο κράτος, είναι επίσης απευκταία.

Τρίτο, το σύστημα των επιβαλλόμενων ποινών πρέπει να χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα. Αν το δούμε διαχρονικά, θα παρατηρήσουμε ότι τις σημαντικές αυξήσεις στις ποινές διαδέχονται σχετικά σύντομα αντίστοιχες μειώσεις (και το αντίστροφο), συνοδευόμενες με αντίστροφα κατά περίπτωση επιχειρήματα, κάτι που επίσης δεν βοηθάει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

Τέταρτο, η σχέση μεταξύ ποινών και φοροδιαφυγής δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Μελέτες έχουν δείξει ότι η επίδραση των ποινών στη φοροδιαφυγή διαφέρει ανάλογα με το αν αυτές επιβάλλονται στο εισόδημα που έχουν αποκρύψει οι φορολογούμενοι από τις φορολογικές αρχές ή στον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα αυτό. Αλλες μελέτες πάλι έχουν δείξει ότι μια αύξηση στις ποινές μπορεί να έχει θετική ή αρνητική επίδραση στη φοροδιαφυγή, ανάλογα με το ύψος που είχαν οι ποινές πριν από την αύξησή τους. Κατά συνέπεια, κάποια πράγματα δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένα, αν προηγουμένως δεν μελετηθούν.

Πέμπτο, η επιβολή πολύ υψηλών ποινών προϋποθέτει την ύπαρξη απλού και σταθερού φορολογικού συστήματος. Γιατί η επιβολή υψηλών ποινών σε ένα σύστημα που αλλάζει διαρκώς και χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, ασάφεια, έλλειψη κωδικοποίησης, τυπολατρία και έλλειψη εσωτερικής συνοχής, όπως εν πολλοίς συμβαίνει στην Ελλάδα, υπάρχει ο κίνδυνος να τιμωρηθούν αυστηρά ή και να καταστραφούν οικονομικά φορολογούμενοι που υπέπεσαν σε φοροδιαφυγή λόγω ασάφειας των διατάξεων, ελλιπή ή κακή πληροφόρηση.

Τέλος, οι ποινές πρέπει να μπορούν να επιβληθούν και στην πράξη. Διαφορετικά, αν υπάρχει αδυναμία στην επιβολή τους, η επίδρασή τους στη φοροδιαφυγή και στην εμπιστοσύνη των φορολογουμένων προς τις φορολογικές αρχές θα είναι αρνητική. Ηδη, το 70% αυτών που προσφεύγουν στα διοικητικά δικαστήρια κατά των αποφάσεων των φορολογικών ελεγκτών δικαιώνεται («Καθημερινή», 2/10/2016). Παράλληλα, η εμπειρία δείχνει ότι πολύ αυστηρές ποινές που επιβλήθηκαν στο παρελθόν για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής αποδείχθηκαν ατελέσφορες, γιατί για την επιβολή τους απαιτούσε ο νόμος την ύπαρξη δόλου.

Κάτι, που κανένα δικαστήριο (για λόγους συμπόνιας προς τους φορολογουμένους ή έλλειψης/απροθυμίας τεκμηρίωσης από τις ίδιες τις φορολογικές αρχές) δεν έκανε δεκτό. Εύχομαι κάτι ανάλογο να μη συμβεί και τώρα, όπου για την επιβολή υψηλών ποινών στις περιπτώσεις φοροδιαφυγής πρέπει να υπάρχει «πρόθεση». Αν συμβεί αυτό θα είναι επιζήμιο, όχι μόνο γιατί η αύξηση των ποινών δεν θα έχει αποτέλεσμα, αλλά γιατί θα επιβαρύνει δυσανάλογα τα ήδη επιβαρυμένα διοικητικά δικαστήρια, με συνέπεια την καθυστέρηση της εκδίκασης και άλλων φορολογικών αδικημάτων, που θα μπορούσαν να αποφέρουν έσοδα.

* Ο κ. Νίκος Τάτσος είναι καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή