Η διπλωματία της κουζίνας

1' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο​​ πληθωρικός Ιταλοαμερικανός σεφ και τηλεαστέρας Μάριο Μπατάλι φόρεσε τα πορτοκαλί του crocs –σήμα κατατεθέν της εκρηκτικής του προσωπικότητας– και μπήκε στην κουζίνα του Λευκού Οίκου. Η αποστολή του ήταν δύσκολη: να ετοιμάσει το μενού για το τελευταίο επίσημο δείπνο της θητείας του προεδρικού ζεύγους προς τιμήν των υψηλών προσκεκλημένων τους, του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι και της συζύγου του Ανιέζε Λαντίνι.

Ο αμερικανικός Τύπος ξόδεψε χιλιάδες λέξεις για όλα όσα σερβιρίστηκαν την περασμένη Τρίτη. Μάθαμε για τις μελιτζάνες από τον κήπο του Λευκού Οίκου, τα ψητά σύκα με πέστο από βότανα, τα ζυμαρικά με γέμιση από πουρέ γλυκοπατάτας και φασκόμηλο, τη σαλάτα με κολοκύθα, σικορέ, πεκορίνο και έξτρα παρθένο ελαιόλαδο από την Καλιφόρνια, το τρυφερό ρολό μοσχαράκι γεμιστό με ιταλικό αλλαντικό μπρεζάολα και τυρί φοντίνα από την κοιλάδα της Αόστα στις ιταλικές Αλπεις, τα επιδόρπια. Μα τόσο μελάνι για ένα μενού;

Φυσικά. Και ακόμη περισσότερο. Η γαστρονομία είναι μια «δήλωση», είναι δείγμα αισθητικής, φιλοσοφίας, χειρονομία υψηλού συμβολισμού. Η γαστρονομία είναι πεδίο διπλωματίας, άσκησης πολιτικής – τουλάχιστον αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Στην εξαιρετική «Ιστορία της γεύσης» (εκδ. Polaris) ο Πολ Φρίντμαν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, γράφει ότι σε μια εκδρομή τον Ιούνιο του 1939 ο Ρούσβελτ είχε την εξαιρετική ιδέα να σερβίρει χοτ ντογκ στον Γεώργιο ΣΤ΄ και τη σύζυγό του Ελισάβετ που επισκέπτονταν την Αμερική, προβάλλοντας έτσι μια δημοκρατική εικόνα τόσο του Ρούσβελτ όσο και των γαλαζοαίματων της Αγγλίας.

Αντιθέτως, κατά την εκλογική εκστρατεία του 1990 στην Αγγλία, το μέλος του Κόμματος των Εργατικών Πίτερ Μάντελσον μπέρδεψε τον πουρέ από μπιζέλια –αγαπημένο φαγητό της εργατικής τάξης του αγγλικού Βορρά– με το γκουακαμόλε (αν είναι δυνατόν), απόδειξη του πόσο αποκομμένο ήταν το Νέο Εργατικό Κόμμα από τον κόσμο του προλεταριάτου.

Βέβαια, υπάρχουν και χειρότερα: σύμφωνα με μια περιγραφή της σοβιετικής μεταπολεμικής εξωτερικής πολιτικής από τους Βλαντισλάβ Ζούμποκ και Κονσταντίν Πλεσιάκοφ, οι πρώτες αμφιβολίες του Νικίτα Χρουστσόφ σχετικά με την Κίνα, που αργότερα συνέβαλαν στη σινοσοβιετική διένεξη, ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Κίνα, το 1954. Και συγκεκριμένα όταν εκείνος και η ακολουθία του δοκίμασαν την περίφημη καντονέζικη σπεσιαλιτέ «Μάχη του δράκου και του τίγρη» (long hu dou), πιάτο που περιέχει και ερπετό και αιλουροειδές. Το θέαμα προκάλεσε μια τρομακτική αντίδραση στον Χρουστσόφ και δάκρυα σε δύο μέλη της σοβιετικής αντιπροσωπείας…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή