Η αποτυχία των ελληνικών κυβερνήσεων και των θεσμών

Η αποτυχία των ελληνικών κυβερνήσεων και των θεσμών

3' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο ζήλος με τον οποίο η κυβέρνηση διεκδικεί σήμερα την «απομείωση» του χρέους θυμίζει, σε ένταση, το πάθος με το οποίο διαπραγματεύθηκε την κατάργηση του δεύτερου οικονομικού προγράμματος-μνημονίου. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: κλείσιμο τραπεζών, capital controls, τρίτο μνημόνιο και επιπλέον, συμπληρωματικό, εξίσου επαχθές με το τρίτο, μνημόνιο. Μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018, η κυβέρνηση θα έχει δανειστεί έως 86 δισ. ευρώ. Μοιάζει να έχει ξεχάσει ότι πρόκειται για ποσό που η ίδια πρόσθεσε στο δυσβάστακτο χρέος και πρέπει και αυτό να αποπληρωθεί.

Οι Ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ πάλι συνεχίζουν να αρνούνται πεισματικά να «κουρευτεί» η ονομαστική αξία των δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα. Η δική τους αδιαλλαξία θυμίζει σε ένταση το 2010, όταν το κατηγορηματικό όχι στο ενδεχόμενο της έγκαιρης αναδιάρθρωσης του χρέους αύξησε γεωμετρικά το κόστος υλοποίησης του πρώτου προγράμματος και υπέσκαψε τα επόμενα.

Σε μια δύσκολη πορεία, όπου παρά τη μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ βαίνει αυξανόμενο, το μόνο που με σιγουριά έχει «κουρευτεί» είναι η ανάληψη των ευθυνών από όλες τις πλευρές.

Η κυβέρνηση αφενός δεν έχει στρατηγική ανάπτυξης, όπως προκύπτει από τις χρονίζουσες μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς –δημόσια διοίκηση, αγορά εργασίας, απελευθέρωση των αγορών–, αφετέρου αρκείται στο σημερινό μείγμα πολιτικής, το οποίο εκτός των άλλων, καταπατά κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι δανειστές είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι που επιτυγχάνονται σήμερα τιμωρούν τους συνεπείς, λειτουργούν εις βάρος της ανάπτυξης των επιχειρήσεων, αφήνουν κατά μέρος την προστασία των αδυνάτων και ευάλωτων. Επομένως, μεσοπρόθεσμα, καθόλου δεν θα πρέπει να ξαφνιαστούν αν το χρέος χρειαστεί και νέα ελάφρυνση, μετά την όποια «οριστική» ελάφρυνση συμφωνηθεί τελικά.

Καλώς ή κακώς, η κρίσιμη αυτή επταετία ανέδειξε την αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να αυτομεταρρυθμίσει τη σχέση του με την οικονομία και να αλλάξει πλαίσιο χάραξης οικονομικής πολιτικής. Απέτυχαν και οι εξωτερικοί περιορισμοί που ταυτίστηκαν με τα μνημόνια, με τους θεσμούς να περιορίζονται τελικά στη σύνδεση της εκταμίευσης των δόσεων με την επίτευξη συγκεκριμένων μέτρων. Αρα, τίθεται η ερώτηση, πώς θα οδηγήσει η όποια ελάφρυνση του χρέους σε έναν ενάρετο κύκλο – ελάφρυνση, ένταξη στο QE, ανάκαμψη, αγορές– και θέτοντας τις προϋποθέσεις εξόδου από το πρόγραμμα διάσωσης το 2018;

Το πραγματικό ζητούμενο είναι να δουλέψουν όλοι προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός καθεστώτος διατηρήσιμης δημοσιονομικής σταθερότητας.

Αυτό απαιτεί μια εθνική στρατηγική ισοσκελισμένου προϋπολογισμού σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ανεξάρτητες αρχές ελέγχου και επισκόπησης, κόφτη δαπανών και χαμηλό (τερο) χρέος. Είναι ειρωνικό να σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότεροι κανόνες και θεσμοί από τους παραπάνω έχουν θεσμοθετηθεί αλλά δεν έχουν αφομοιωθεί, αφού σκοντάφτουν στο, εξίσου σοβαρό με το έλλειμμα αξιοπιστίας, έλλειμμα ιδιοκτησίας. Χωρίς αμφιβολία, μια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση –η μετάθεση της εξυπηρέτησης των οφειλών στο μέλλον, η χορήγηση ακόμα μιας περιόδου χάριτος ή η μετατροπή των επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά– στέλνει ένα πιο καθαρό μήνυμα βιωσιμότητας. Για να έρθουν όμως σοβαρές επενδύσεις, να επαναπατριστούν κεφάλαια και να ανοίξει ο δρόμος των αγορών, θα πρέπει να υπάρξει και σαφής μετατόπιση της τρέχουσας λογικής, από τη λογική της διαστρέβλωσης των κινήτρων και συμφωνηθέντων κανόνων, της αναβλητικότητας και της ιδεοληψίας, στη λογική του συνεπούς προγραμματισμού και υλοποίησης των στόχων. Οσο για τους δανειστές, είναι παράλογο να βλέπουν παντού ηθικούς κινδύνους, όχι όμως και στις δικές τους πράξεις και παραλείψεις. Συμφέρον τους είναι να επιστρέψει η Ελλάδα σε κάποια κανονικότητα, οικονομική και κοινωνική. Ας ορίσουν λοιπόν σε τι συνίσταται ο μεσοπρόθεσμος ορίζοντας, ας περιγράψουν ακόμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα, ώστε οι αγορές και οι επενδυτές να θεωρήσουν επιτέλους ότι η Ελλάδα υποστηρίζεται ως ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης και ας δημιουργήσουν κάποιον «δημοσιονομικό χώρο» για να αναπνεύσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

* Η δρ Ελένη Παναγιωταρέα είναι συγγραφέας του βιβλίου «Greece in the Euro».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή