Αυστρία: Η προεκλογική εκστρατεία των μετατοπίσεων

Αυστρία: Η προεκλογική εκστρατεία των μετατοπίσεων

5' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 4 Δεκεμβρίου 2016 οι Αυστριακοί ψηφοφόροι θα προσέλθουν στις κάλπες, για τρίτη φορά από τον περασμένο Απρίλιο, για να εκλέξουν τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο της χώρας. Ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος της Αυστρίας, που από το 1951 εκλέγεται απευθείας από το λαό, έχει κατά βάση περιορισμένες αρμοδιό-τητες και ο ρόλος του είναι κυρίως συμβολικός, εφόσον η εκτελεστική εξουσία συγκεντρώνεται κυρίως στην Κυβέρνηση και στον Καγκελάριο. Ωστόσο, η φετινή 13 η κατά σειρά εκλογή του προκάλεσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της μεταπολεμικής Αυστρίας. Η κατάρρευση των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, δηλαδή του Σοσιαλδημοκρατικού και του Λαϊκού Κόμματος και η άνοδος της ακροδεξιάς, κλόνισαν τις ισορροπίες του πολιτικού συστήματος της χώρας και δίχασαν την αυστριακή κοινωνία. Επιπλέον, η ακύρωση και επανάληψη του δεύτερου γύρου καθώς και οι συνεχείς μετατοπίσεις της ημερομηνίας ψηφοφορίας, έχουν επιφέρει κόπωση και έκαναν τις φετινές εκλογές στην Αυστρία να μοιάζουν σαν μια ιστορία χωρίς τέλος.

Ο πρώτος γύρος πραγματοποιήθηκε στις 24 Απριλίου 2016. Πρώτος σε ψήφους αναδείχθηκε ο 45χρονος Norbert Hofer, υποψήφιος του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος της Ελευθερίας (FPÖ), με ποσοστό 35,5%, που έχει καταγραφεί ως το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει συγκεντρώσει ποτέ το κόμμα του σε εκλογική αναμέτρηση πανεθνικής εμβέλειας. Στη δεύτερη θέση εκλέχτηκε με ποσοστό 21,34% ο 72χρονος Alexander Van der Bellen, με την υποστήριξη της Ομάδας των Πράσινων, της οποίας υπήρξε αρχηγός. Την τρίτη θέση κατέλαβε η ανεξάρτητη συντηρητική υποψήφια Irmgard Griss , που υποστηρίχθηκε από το Κόμμα «Νέα Αυστρία και Φιλελεύθερο Forum» (NEOS), λαμβάνοντας 18,94%. Οι δύο υποψήφιοι του παρόντος κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ του Σοσιαλδημοκρατικού και του Λαϊκού Κόμματος ήλθαν τελευταίοι και μόλις που κατάφεραν να συγκεντρώσουν από κοινού το ποσοστό του δεύτερου υποψηφίου.

Ο Rudolf Hundstorfer, υποψήφιος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας (SPÖ), έλαβε μόλις 11,28% και ο Ανδρέας Khol , υποψήφιος του συντηρητικού Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος (ÖVP), 11,12%. Για πρώτη φορά στην ιστορία της «Δεύτερης Αυστριακής Δημοκρατίας», κανένας από τους δυο υποψήφιους των δυο αυτών παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων δεν κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.

Η μεγάλη άνοδος και νίκη της ακροδεξιάς στον πρώτο γύρο ερμηνεύτηκε ως μια έντονη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων προς το δικομματικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες αλλά και ως ψήφοςδιαμαρτυρίας του εκλογικού σώματος, που σχετίζεται με την έξαρση του προσφυγικού ζητήματος. Σε μια χρονική περίοδο όπου η αυστριακή μεσαία τάξη εμφανίζεται περισσότερο «φοβισμένη» από πριν και η μείωση των μισθών και η ανεργία στη χώρα φαίνεται να έχει αποδυναμώσει το σύστημα κοινωνικών παροχών που παραδοσιακά αποτελούσε τον συνδετικό ιστό της αυστριακής κοινωνίας, η άφιξη νέων ομάδων μεταναστών και προσφύγων στην χώρα αύξησε σημαντικά την απροθυμία των αυστριακών πολιτών να πληρώσουν «για τους άλλους» ενώ η πολιτική «διαμάχη» για την ελάχιστη προστασία και οικονομική ενίσχυση που πρέπει να παρέχει η Πολιτεία στους πρόσφυγες συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Στις 22 Μαΐου, μέσα σε ένα κλίμα έντασης, αναμετρήθηκαν στήθος με στήθος οι δύο νικητές του πρώτου γύρου, ο ακροδεξιός Norbert Hofer και ο «πράσινος» Alexander Van der Bellen. Μετά την καταμέτρηση και τωνεπιστολικών ψήφων, ο υποψήφιος των πρασίνων επικράτησε με οριακή διαφορά 30.863 ψήφων και ποσοστό 50,3%, έναντι 49,7% του ακροδεξιού αντιπάλου του. Το αποτέλεσμα αμφισβητήθηκε από το Κόμμα της Ελευθερίας, το οποίο κατέθεσε προσφυγή προς το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, ζητώντας ακύρωση του εκλογικού αποτελέσματος και επανάληψη του δευτέρου γύρου των εκλογών. Στην πολυσέλιδη προσφυγή του υποστηρίχθηκε ότι υπήρξαν «παρατυπίες» κατά την διάρκεια της ψηφοφορίας, όπως πρόωρη καταμέτρηση των ψηφοδελτίων, καταμέτρηση από μη εξουσιοδοτημένα μέλη, απουσία μελών από τις εφορευτικές επιτροπές κ.α. Το Αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή και αποφάσισε την ακύρωση των εκλογών και την επανάληψη του δευτέρου γύρου της 22 ης Μαΐου.

Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρνήθηκε να σχολιάσει το γεγονός, τονίζοντας ότι πρόκειται για απόφαση δικαστηρίου. Στο εσωτερικό της χώρας ωστόσο, αλλά και στον διεθνή τύπο, ξεκίνησε μια δημόσια συζήτηση για το αν η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη ενώ έγινε λόγος για «πρωτοφανή απόφαση» και «παγκόσμια καινοτομία». Στο παρελθόν δεν υπήρξε ποτέ στην Αυστρία ολοκληρωτική ακύρωση εκλογών και πλήρης επανάληψη εκλογικής διαδικασίας παρά μόνον σε δύο περιπτώσεις και σε μεμονωμένες περιφέρειες, κατά τις βουλευτικές εκλογές του 1970 και του 1995. Μετά από αυτή την εξέλιξη, την προεδρία της χώρας ανέλαβε προσωρινά ένα τριμελές συλλογικό όργανο, αποτελούμενο από την πρόεδρο της αυστριακής Βουλής και τους δύο αντιπρόεδρους της, ένας εκ των οποίων είναι και ο ακροδεξιός υποψήφιος Norbert Hofer, ο οποίος δεν θεώρησε σκόπιμο να παραιτηθεί εν όψει της υποψηφιότητάς του για το αξίωμα του Ομοσπονδιακού Προέδρου.

Η επανάληψη του δεύτερου γύρου των εκλογών ορίστηκε αρχικά για τις 2 Οκτωβρίου. Όμως, τρεις εβδομάδες πριν την διεξαγωγή του, η ψηφοφορία αναβλήθηκε ξανά λόγω προβλημάτων που διαπιστώθηκαν με την κόλα των φακέλων των επιστολικών ψήφων. Και μόνο η υπόνοια ότι το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει το αδιάβλητο της ψηφοφορίας και να προσβάλει ξανά το εκλογικό αποτέλεσμα οδήγησε το Υπουργείο Εσωτερικών στην απόφαση να αντικαταστήσει τους φακέλους και να αναβάλει την διαδικασία της ψηφοφορίας για τις 4 Δεκεμβρίου. Τον περασμένο Σεπτέμβριο η ολομέλεια της αυστριακής Βουλής επικύρωσε την νέα ημερομηνία και αποφάσισε την επικαιροποίηση των εκλογικών καταλόγων, προσθέτοντας περίπου 45.000 νέους ψηφοφόρους σε σχέση με τον πρώτο γύρο των εκλογών στις 24 Απριλίου, που μέχρι την ημερομηνία των εκλογών θα έχουν συμπληρώσει το 16 ο έτος της ηλικίας τους, αλλάζοντας τα δεδομένα.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν οριακή επικράτηση του ακροδεξιού υποψηφίου που όμως είναι στα όρια του στατιστικού λάθους. Εάν τελικά κερδίσει ο υποψήφιος του Κόμματος της Ελευθερίας Norbert Hofer, θα είναι η πρώτη φορά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που θα έχει εκλεγεί ακροδεξιός αρχηγός κράτους σε ευρωπαϊκή χώρα. Αυτή η εξέλιξη είναι πολύ πιθανό να ενισχύσει περαιτέρω την δυναμική της αυστριακής ακροδεξιάς στην πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν το 2018 αλλά και να προϊδεάσει για μια σταθερή τάση ανόδου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση, ο επόμενος Ομοσπονδιακός Πρόεδρος της Αυστρίας θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον έντονο διχασμό που αναδείχθηκε πρόσφατα στην αυστριακή κοινωνία αφήνοντας πίσω στο παρελθόν την ήρεμη περίοδο πολιτικής ισορροπίας μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών που έχει καταγραφεί στη σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία της Αυστρίας μέχρι σήμερα.

Και, όπως επισημαίνει ο γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber, « …σε μια κοινωνία που δεν έχει κάποια στοιχειώδη κοινή αντίληψη των πραγμάτων ( Gemeinsamkeitsbewusstsein ), είναι δύσκολο να λειτουργήσει μια επιτυχημένη δημοκρατία».

*Η Σοφία Αποστολίδου είναι Κοινωνιολόγος με Μ.Α., Πανεπιστήμιο της Βιέννης & Πολιτικός Επιστήμων με Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην Πολιτική Ανάλυση -Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή