Η διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και η σύμφωνη γνώμη επ’ αυτού όλων των θεσμών αποτελεί για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τη σημαντικότερη προϋπόθεση για να μπορέσει να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που διαχειρίζεται. Το πρώτο βήμα, όμως, για να συμβούν τα παραπάνω είναι να ολοκληρώσει η κυβέρνηση τη δεύτερη αξιολόγηση.
Οπως δήλωσε χθες ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ, κ. Μπ. Κερέ, μιλώντας στην εκπομπή του ΣΚΑΪ «Ιστορίες», η αγορά ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ είναι μια απόφαση νομισματικής πολιτικής και αυτή η απόφαση θα παρθεί από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, βάσει της αξιολόγησης, αλλά και βάσει της εκτίμησης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. «Εχουμε εκφράσει τις ανησυχίες μας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, όπως έχουν κάνει και όλοι οι θεσμοί. Θέλουμε να είμαστε βέβαιοι για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους», υποστήριξε και προσέθεσε πως «πάνω σε αυτά τα δεδομένα το διοικητικό συμβούλιο θα αποφασίσει ανεξάρτητα από τους άλλους θεσμούς και δεν έχουμε κάποιο χρονοδιάγραμμα ακόμη». Παράλληλα, ο κ. Κερέ ανέφερε ότι η ένταξη της Ελλάδας στο QE δεν είναι μία πολιτική απόφαση, αλλά όταν γίνει «μπορεί να ληφθεί ως ένδειξη ότι η Ελλάδα προχωρεί».
Επίσης, ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ υποστήριξε ότι θέση της Κεντρικής Τράπεζας είναι πως «πρέπει να επιστρέψει το ΔΝΤ» και «ευχόμαστε να επιστρέψει», καθώς «θεωρούμε ότι είναι καλό για το ελληνικό πρόγραμμα να επιστρέψει το ΔΝΤ, θα το κάνει πιο αξιόπιστο, θα το ολοκληρώσει και θα κάνει πράξη την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας σε αυτό». Παραδέχτηκε, ωστόσο, ότι ΔΝΤ και Ευρώπη έχουν «διαφορετική αντίληψη του ρίσκου» της ελληνικής οικονομίας και για αυτό εξέφρασε την ελπίδα το νέο πρόγραμμα του Ταμείου «να είναι όσο το δυνατόν πιο συμβατό με το ευρωπαϊκό».