Αλλαγή υποδείγματος

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H ​​χώρα έχει έναν πρωθυπουργό που δεν σταματά να επαναλαμβάνει την ανάγκη για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ενώ προσπαθεί να υλοποιήσει με το ζόρι (κάποια) μέτρα που θα μας οδηγήσουν στην έξοδο στις αγορές. Συγχρόνως πετάει στην άλλη άκρη του κόσμου για να πλέξει το εγκώμιο του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενός συστήματος ακόμα πιο νεκρού και από τον δικτάτορα της εξωτικής χώρας όπου ταξίδεψε για να τιμήσει. Τι ακριβώς συμβαίνει;

Η πιο πιθανή εξήγηση είναι πως, έχοντας να διαχειριστεί την πολιτική του κατάρρευση, ο πρωθυπουργός επιχειρεί να απευθυνθεί σ’ ένα ακροατήριο που υποτίθεται πως συγκινείται από τη σοσιαλιστική ρητορική. Πράγματι, ο θάνατος του Φιντέλ Κάστρο υπήρξε ευκαιρία να εκδηλωθούν αισθήματα θαυμασμού για τον πρώην «κομαντάντε», σύμβολο ριζοσπαστισμού πριν από εβδομήντα χρόνια, αλλά στην πράξη ξεπεσμένο και ξεπερασμένο αυταρχικό ηγέτη μιας εξαθλιωμένης χώρας που δεν κατάφερε να εξαγάγει ούτε καν τα σύμβολά της.

Πώς εξηγείται όμως αυτός ο θαυμασμός; Προφανώς υπάρχουν οι αμετανόητοι κομμουνιστές, που, όπως οι χιλιαστές ή τα μέλη συναφών θρησκευτικών αιρέσεων, δεν θα πάψουν ποτέ να πιστεύουν στην άμεση έλευση της Δευτέρας Παρουσίας, ο κόσμος να χαλάσει. Πόσοι όμως είναι αυτοί; Οχι και τόσοι.

Περισσότεροι είναι εκείνοι που έχουν ανεπτυγμένα κάποια ιδεολογικά εξαρτημένα αντανακλαστικά. Δεκαετίες ολόκληρες, εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικά ΜΜΕ καλλιέργησαν τον μύθο του σοσιαλισμού, που εξασφαλίζει στους πάντες μια άνετη και εύκολη ζωή και μάλιστα το κάνει με τη ρομαντική μανιέρα της επανάστασης. Παρά τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που μεσολάβησαν έκτοτε, το μήνυμα του «άλλου κόσμου που είναι εφικτός» έπιασε και συνεχίζει να λαθροβιοί. Σε αυτό βοήθησε αρχικά και η δική μας δικτατορία: τα μισητά καθεστώτα πριμοδοτούν και ενισχύουν στην εντέλεια τις ιδέες που στοχοποιούν.

Μια τέτοια ανάγνωση δεν είναι απαραίτητα εσφαλμένη. Σίγουρα όμως είναι ανεπαρκής. Είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς την εκτυφλωτική αντίφαση ενός πρωθυπουργού που επαιτεί δανεικά από το ΔΝΤ τη στιγμή που παραδίδει σοσιαλιστικά μαθήματα από την Κούβα. Το φαινόμενο έχει βαθύτερες ρίζες. Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τη θερμή υποστήριξη σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης σε ηγέτες όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ο Σαντάμ Χουσεΐν ή ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ανθρώπους που δεν τους αποκαλείς ούτε αριστερούς, ούτε επαναστάτες. Μήπως λοιπόν το βαθύτερο φαινόμενο είναι η αντίθεση στη Δύση;

Εδώ οι ρίζες πάνε βαθύτερα και πατάνε πάνω στην προαιώνια καχυποψία της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στη Δύση και την αντίληψη πως η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ κάτι παραπάνω από κλωτσοσκούφι των ξένων (λέγε Δυτικών), ένα ένστικτο που καλλιεργήθηκε συστηματικά για δεκαετίες και όπως ήταν φυσικό βρήκε πρόσφορο έδαφος στα χρόνια της κρίσης. Το ένστικτο αυτό παρήγαγε ένα πλέγμα αντιλήψεων και νοοτροπιών, που ο Νικηφόρος Διαμαντούρος έχει περιγράψει περιεκτικά, και κατά τη γνώμη μου πετυχημένα, με τον όρο «underdog culture», μια έννοια που συχνά μεταφράζεται μάλλον ατυχώς ως «παρωχημένη κουλτούρα». Η λέξη underdog παραπέμπει στον χαμένο, τον πάντα αδικημένο που αισθάνεται ένα μόνιμο σύμπλεγμα κατωτερότητας και γι’ αυτό ταυτίζεται αυτόματα με τους υποδεέστερους, τους παρακατιανούς, τους αουτσάιντερ. Στην οπτική αυτή, ο Μιλόσεβιτς, ο Σαντάμ ή ο Κάστρο είναι οι αδύναμοι που τολμούν να τα βάλουν με τους ισχυρούς και γι’ αυτό τους θαυμάζουμε και ταυτιζόμαστε μαζί τους καθώς αισθανόμαστε κι εμείς εξίσου αδύναμοι, παραβλέποντας βέβαια πως πρόκειται για πανίσχυρους και συνήθως αιμοσταγείς τυράννους που καταπιέζουν τους λαούς τους. Στην ουσία του πρόκειται για ένα «σύνδρομο κακομοιριάς».

Αντίθετα όμως με το υπόδειγμα του Δαβίδ ή του πολυμήχανου Οδυσσέα, η ταύτισή μας με τους «υποδεέστερους» δεν είναι συνάρτηση της πιθανότητάς τους να επικρατήσουν σε έναν άνισο αγώνα. Το αντίθετο. Αποθεώνουμε την αναπόφευκτη ήττα τους γιατί θεωρούμε πως ξεπλένει τον συλλογικό μας εξευτελισμό και μας προσδίδει αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια. Πρόκειται, βέβαια, για μια τραγική ψευδαίσθηση, που απλά επιβεβαιώνει την αίσθηση ανικανότητας που μας διακατέχει και που τελικά μας καθηλώνει στη μιζέρια μας χωρίς να προσφέρει καμία απολύτως διέξοδο. Η ελληνική κοινωνία αξίζει σίγουρα κάτι καλύτερο και πιστεύω πως είναι έτοιμη για μια μεγάλη αλλαγή υποδείγματος. Μπορούμε να αντικαταστήσουμε το σύνδρομο της κακομοιριάς με ένα πνεύμα αυτοπεποίθησης και επιτυχίας. Αντί να αναζητούμε άλλοθι στα νεκρά πρότυπα του χθες, ας ανοιχτούμε στο αύριο. Ζούμε σ’ έναν αβέβαιο κόσμο που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς και δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να κοιτάξουμε μπροστά. Για να αλλάξουμε το μέλλον μας, όμως, πρέπει να αλλάξουμε το πώς αντιμετωπίζουμε το παρελθόν και το παρόν μας. Δεν είμαστε μια μονίμως αδικημένη ψωροκώσταινα, αλλά ένα έθνος που πέτυχε πολλά. Περάσαμε μέσα από τη θύελλα μιας μεγάλης κρίσης και σταθήκαμε όρθιοι. Αποκτήσαμε μια εμπειρία που είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τις μεγάλες αλλαγές που έρχονται.

Σε πέντε χρόνια θα γιορτάσουμε την επέτειο των 200 χρόνων από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Ας επιδιώξουμε να το κάνουμε απαλλαγμένοι από το σύνδρομο της κακομοιριάς.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή