Ισχυρές ενδείξεις ευόδωσης της διαπραγμάτευσης

Ισχυρές ενδείξεις ευόδωσης της διαπραγμάτευσης

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου βρισκόταν πάνω από το 8% στις αρχές Νοεμβρίου. Με τη δημοσιοποίηση του σχεδίου του ESM για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το δημόσιο χρέος μας, μειώθηκε στο 6,5%. Και το μεσημέρι Παρασκευής, ενδοσυνεδριακά μειώθηκε στο 6,34%. Τι υποδηλώνει αυτή η εξέλιξη; Οτι οι αγορές σπεύδουν να τοποθετηθούν στα ελληνικά κρατικά ομόλογα επειδή προεξοφλούν ότι θα εγκριθούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το δημόσιο χρέος και, έτσι, η Ελλάδα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με άλλα λόγια, προεξοφλούν ότι η τρέχουσα διαπραγμάτευση θα κλείσει με επιτυχία (όχι αύριο, αλλά) με μια σχετική καθυστέρηση. Εκτιμώ ότι αυτό είναι το πολύ πιθανότερο σενάριο. Οχι επειδή κάποιος από τους συμμετέχοντες θα είναι εξαιρετικά ευτυχής με το αποτέλεσμά της. Αλλά επειδή καθένας θα κινδυνέψει να πληρώσει έως και πολύ μεγαλύτερο κόστος αν η διαπραγμάτευση οδηγηθεί στα βράχια παρά αν, με κάποιον τρόπο, ευοδωθεί.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) σε μια περίοδο που διεκδικεί ένα πιο ευρύ και σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, δεν έχει συμφέρον να στιγματιστεί ως ο παράγοντας δημιουργίας ενός νέου κύκλου αβεβαιότητας στην Ευρώπη. Η ίδια η Ευρώπη, που δοκιμάζεται σήμερα στην Ιταλία και στην Αυστρία, δεν έχει συμφέρον να εισέλθει σε μια εκλογική χρονιά (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία) με ασύμμετρες απειλές αναστάτωσης. Ούτε κάποιος έχει συμφέρον να προσθέσει στη βεβαρημένη ευρύτερη περιοχή άλλη μία απειλή αστάθειας. Βεβαίως, πολλά και σημαντικά δεν εξαρτώνται από τη θέληση της Ελλάδας. Η οποία, κατεξοχήν έχει τουλάχιστον τρεις λόγους για να επιδιώξει να ευοδωθεί έγκαιρα η τρέχουσα διαπραγμάτευση.

Πρώτος, διότι τα τελευταία έξι χρόνια έχει αποδειχθεί ότι το κόστος από τις παρενέργειες που προκαλεί η όποια μεγάλη καθυστέρηση της συμφωνίας με τους δανειστές μας, είναι πολύ βαρύτερο από το κόστος αυτής καθαυτήν μιας συμφωνίας. Αυτό ισχύει και σήμερα. Ακόμα και αν υποχρεωθούμε να λάβουμε προληπτικά μέτρα για το 2019-21, εφόσον επιτευχθεί οικονομική μεγέθυνση είναι βέβαιο ότι αυτά τα μέτρα δεν θα ενεργοποιηθούν. Το κλειδί είναι η οικονομική μεγέθυνση.

Δεύτερος, διότι έχει γίνει ευρύτερα κατανοητό ότι χωρίς συμφωνία οδηγούμαστε σε ακραία καταστροφικές συνέπειες τις οποίες σχεδόν όλοι απευχόμαστε, ενώ ακόμα και μια κακή συμφωνία μπορεί να βελτιωθεί στην πορεία. Αυτό ίσχυσε το 2011, αυτό ισχύει και σήμερα. Το χρέος, που ενώ ήταν βαρύ δεν συζητείτο να ελαφρυνθεί, τελικά ελαφρύνεται – ένας σημαντικός παράγοντας αβεβαιότητας αίρεται. Το πρωτογενές πλεόνασμα, που ήταν στο δυσθεώρητο 4,5%, μειώθηκε στο 3,5% και ήδη (διά στόματος Ντάισελμπλουμ) προεξοφλείται ότι θα μειωθεί περαιτέρω στο 2% περίπου.

Τρίτος, διότι χωρίς να κλείσει η τρέχουσα διαπραγμάτευση δεν θα καταφέρει η χώρα να βγει στις αγορές και να τελειώσει επιτυχώς με τα μνημόνια, ενώ δ’ μνημόνιο με νέα δάνεια εντός της Ζώνης του Ευρώ πανθομολογείται ότι δεν θα υπάρξει. Εφόσον ευοδωθεί η διαπραγμάτευση και μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η Ελλάδα θα έχει προϋποθέσεις να αρχίσει να βγαίνει δοκιμαστικά στις αγορές το 2017 και να επιδιώξει να αντλήσει από αυτές όλα τα κεφάλαια που χρειάζεται από το δεύτερο 6μηνο 2018. Θα μπορεί ρεαλιστικά να φιλοδοξεί ότι θα αφήσει πίσω τα μνημόνια.

Εκτιμώ, λοιπόν, ότι θα γίνει ό,τι πρέπει για να ευοδωθεί η τρέχουσα διαπραγμάτευση, όχι επειδή κάποιος θα είναι ευτυχής από το αποτέλεσμα, αλλά επειδή το κόστος της αποτυχίας θα είναι βαρύτατο για τη χώρα.

Βεβαίως, θα είναι ασήκωτο και για το πολιτικό προσωπικό.

Μετά από όσα έχει συμφωνήσει και έχει υλοποιήσει η κυβέρνηση, ένα δρόμο έχει μπροστά της, τον μονόδρομο της ολοκλήρωσης της συμφωνίας. Αν αφήσει στη μέση αυτό που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2015, θα αποδειχτεί μια σύντομη παρένθεση με πολύ άσχημο τέλος – την αυτοδιάλυση του ΣΥΡΙΖΑ σε περισσότερες συνιστώσες από τις ιδρυτικές του και σε εμφύλιο πόλεμο όλων εναντίον όλων.

Η δε αξιωματική αντιπολίτευση που, στην κορύφωση μιας κρίσιμης διαπραγμάτευσης, άνευ κόστους συνθηματολογούσε «εδώ και τώρα» εκλογές, διέβλεψε κάποιον κίνδυνο να γίνει δεκτό το αίτημά της (με πιθανό αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να αναλάβει η ίδια να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά…) και επιλέγει να καταγγέλλει την κυβέρνηση όχι τόσο γιατί δεν κάνει εκλογές αλλά κυρίως διότι… καθυστερεί να ολοκληρώσει την αξιολόγηση.

Ας είναι, αξίζει να το δούμε θετικά. Ας δεχτούμε ότι η ανάγκη διδάσκει – ακόμα κι αν δεν υπάρχει το θάρρος να ομολογηθεί αυτή η αλήθεια. Και ότι η λογική επιβάλλει, με δυσκολίες, τον δικό της δρόμο, έστω με καθυστέρηση – αφού δοκιμαστούν όλοι οι άλλοι.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή