Θα μπορούσα να γράψω. • Για τον Τσακαλώτο, • που όλο και πιο συχνά • όλο και περισσότερο • μου θυμίζει τον Ζήκο τον μπακαλόγατο. • Οπως τον έπλασε αλησμόνητα ο Κώστας Χατζηχρήστος στην ταινία «Της κακομοίρας» • την απολαυστικότερη κωμωδία του παλιού μας κινηματογράφου. • Να χτυπιέται μιλώντας, • πηγαίνοντας πέρα δώθε στο βήμα της Βουλής, • με γκριμάτσες, • με χαλίκια στο στόμα του, • με επιθετικά λογάκια, • και αστεία, • με το χέρι στη μέση… • Ο Τσακαλώτος ως Ζήκος. • Της κακομοίρας. • Να τρελαίνεσαι. • Θα μπορούσα να γράψω. • Οτι όσο τους ακούω να διαβεβαιώνουν πως «θα κλείσει η διαπραγμάτευση» • «θα βάλουμε νερό στο κρασί μας» • και άλλα τέτοια, • τόσο πείθομαι ότι πάμε σ’ εκλογές. • Προετοιμάζουν το έδαφος για να λένε «εμείς προσπαθήσαμε, αλλά οι αχρείοι δανειστές…» • -προετοιμάζουν «ηρωική έξοδο». • Θα μπορούσα να γράψω τέτοια. • Αλλά απεταξάμην • εκ βάθους • σήμερα. •
Προτίμησα σήμερα • -και μέρες που ’ναι- • ν’ αφήσω χώρο σ’ έναν ποιητή • και δάσκαλο που έχει περάσει τη ζωή του όλη ανάμεσα στα παιδιά, • τους έφηβους μαθητές του, • και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. • Τον οποίο μελέτησε, εξέδωσε (τα Απαντά του) και τον εγκαρδιώθηκε με πλήθος γραπτά του. • Οχι μόνο με τις φιλολογικές μελέτες του και άλλα πεζά • αλλά ακόμη και με την ποίησή του, • την απεσταγμένη -τρεις συλλογές μέσα στην πολυχρονεμένη του πορεία. • Μιλώ για τον Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο βέβαια. • Την ποίηση του οποίου ανθολογεί ο Αγγελος Γ. Μαντάς στο τεύχος 108 της «Ακτής», Φθινόπωρο 2016. • Απ’ όπου και οι στίχοι που ακολουθούν. •
«Τάξις πλέουσα» • (από τη συλλογή «Το λαγούμι», 1979). •
«Εποπτεύεις την τάξη μας από την Ανω σκήτη σου. / Μελαχροινά κοράσια, αγυιόπαιδες αγγελικοί, /κάτω μας νεογέννητη θάλασσα / βαθιά σε πρωινή κατάνυξη το Ορος. / Στην αίθουσα η βοή και το γέλιο καταπέφτει, / πάλι θα με ρωτάνε σοβαρά / αν είναι ο Παράδεισος στη Σκιάθο. •
(…) / Κάποτε συλλαβίζουμε τη μουσική σου, / άλλοτε σιωπή – ώρα του ρεμβασμού. / Γέροντα, μου ξεσηκώνεις τα νήπια, / χάνω τα μάτια της Μάλαμας / βουλιάζουν με την Ακριβούλα στο κύμα, / τ’ αγόρια κιόλας αρμάτωσαν βάρκα / για τη χορευτική φωτιά στο κύμα τ’ αλμυρό. •
(…) / Πνέεις με όλη σου τη μυστικήν άνοιξη / παίρνουν ν’ ανθοβολήσουνε κι οι τοίχοι. / Καψαλισμένος βράχος το νησί μας / μα φέγγουν τώρα χείλη νηστικά / καθώς Παράδεισο στην τάξη ψιχαλίζεις. •
Ενα στρουθί και κάθε χρόνο μάς πλουταίνεις. •
(…) / Τα ξαναχάνω, καραβίζουν προς τους αιγιαλούς σου. / Σου παραδίνω, Οσιε, των θρανίων μου το πλήρωμα.» •
Κι ένα μέρος από «Το βαθύ πηγάδι ή Εκρήξεις συναφών φωτοβολίδων», 1990.
«Ο ποιητής / δεν / είναι / γραμματολόγος / βάζει φουρνέλα / στους εδραίους / ρίχνει αρκεβούζια / στους ταξινομητές / κολλάει μπουρλότα / στην ακηδία, / δεν / επιτρέπει / να μαρμαρώνουν το παρελθόν / ταΐζει / το παρόν / γάλα και μέλι / ανάβει / το μέλλον / ως μέγα πολυκάντηλον, •
(…) από / το κεφάλι του / βγαίνουν ωραία σύννεφα / τον μεταφέρουν / επί / των πτερύγων των / εις το αδέκαστον κριτήριον, / τον Αρειον Πάγον / κείμενον παρά / την εγκυμονούσαν Αγίαν Σοφίαν, / οπόθεν / ένθους / εκφέρει / (ο ποιητής πάντοντε) / τελεσίδικον κρίσιν / κεκραγώς •
“τρεις είναι οι π ρ α γ μ α τ ι κ ά μ ε γ ά λ ο ι ο Κόμης ο Πένηςο Ελληνικός.”
Το ακροατήριον / ακροάται / εις στάσιν προσοχής / ενώ / σκληρός άνεμος / σκορπίζει / ανηλεώς / τα σαρίδια.»
Ποίοι ο Κόμης, ο Πένης και ο Ελληνικός; • Οι ευρόντες, • και συγκατανεύοντες, • κερδίζουν • -έχουν ήδη κερδίσει- • δώρα ζωής πολύτιμα. • Καλά Χριστούγεννα.