Ο Καιρός και η υπακοή των θεοτήτων

Ο Καιρός και η υπακοή των θεοτήτων

4' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πορευόμαστε με την ψευδαίσθηση ότι τα νήματα του χρόνου μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε και να τα ελέγξουμε ονοματίζοντάς τα: έτη, αιώνες, χιλιετίες, Ολυμπιάδες, από κτίσεως Κόσμου, από κτίσεως Ρώμης, προ Χριστού, μετά Χριστόν, μετά την Εγίρα κ.ο.κ.· κάθε πολιτισμός και το χρονολογικό σύστημά του, όλα τους ατελή. Στο κουβάρι της Ιστορίας, όμως, καμιά κλωστή δεν μένει μόνη της και καμιά δεν διατηρείται εσαεί άκοπη. Μπερδεύονται η μια με την άλλη, κάποια στιγμή σπάνε, κι άλλες βρίσκουν τη συνέχειά τους, άλλες όχι.

Το δούναι και λαβείν ανάμεσα στους λαούς, ένα ακατάπαυστο αλισβερίσι χωρίς «ανώτερους» και «κατώτερους», δεν αφορά μόνο υλικά αγαθά αλλά, το ξέρουμε και από τον Ηρόδοτο, και θεότητες, θρησκείες, έθιμα, τραγούδια, λέξεις. Κι εδώ δεν υπάρχουν σύνορα και τελωνεία, για να επικυρώνουν ιδιοκτησίες. Τα ίχνη αυτών των δοσοληψιών χάνονται με τον καιρό, και κάθε λαός οδεύει με τη σιγουριά πως ό,τι έχει, υλικό ή άυλο, το έχει πάππου προς πάππου. Αν μάλιστα βρεθούν τίποτε οχλοκόποι να του πάρουν τα μυαλά, θα πιστέψει πως όσα κατέχει, όσα συνιστούν την τρέχουσα ιδιοκτησία του, τα οφείλει στη μεροληψία των ουρανών ή στην εύνοια της Ιστορίας, και εν πάση περιπτώσει τα επινόησε ο ίδιος, δεν τα δανείστηκε από άλλο έθνος.

Τυπικό παράδειγμα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αφού προσπαθήσαμε ανεπιτυχώς να το (αρχαιο)εξελληνίσουμε αναδρομικά, κι ύστερα, με πολύ μικρή επιτυχία, να το εκτοπίσουμε, στολίζοντας στη θέση του καραβάκια (αδιαφορώντας για το γεγονός ότι τουλάχιστον ο μισός ελληνικός πληθυσμός είναι ανέκαθεν βουνίσιος, και μάλλον δεν στόλιζαν σκάφη οι άνθρωποι στην Πίνδο, τον Παρνασσό ή το Μαίναλο), το κάναμε κάποια στιγμή μεταλλικό, ώστε τουλάχιστον να έχουμε να καμαρώνουμε για τη σιδερένια πρωτοτυπία μας. Κι όμως, ακόμα και το «πιο ψηλό δέντρο της Ευρώπης», το σωληνόδεντρο που είχε υψώσει την κακογουστιά του στο Σύνταγμα επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου, είχε τον πρόδρομό του, όπως θα μας βεβαίωναν οι «πίσω σελίδες», αν τις διαβάζαμε. «Απορεί τις βεβαίως», έγραφε το 1879 στο περιοδικό «Εστία» ο Ν.Γ. Πολίτης, «μανθάνων ότι το νυν πανταχού σχεδόν της γης κοινόν και γνωστότατον δένδρον των Χριστουγέννων κατά τας αρχάς του παρόντος [19ου] αιώνος εν ευαρίθμοις μόνον γερμανικαίς χώραις εσυνηθίζετο, και μόλις κατά την σημερινήν εποχήν επεξετάθη επί τοσούτον». Λίγο πριν κατέγραφε τη μέθοδο «επέκτασης» του εθίμου, διά των βασιλικών γάμων: «Προ τεσσάρων περίπου δεκαετηρίδων το έθιμον επεξετάθη βαθμηδόν εις Ουγγαρίαν και εις άλλας χώρας του αυστριακού κράτους, όπου πρότερον ήτο καθ’ ολοκληρίαν άγνωστον. Σχεδόν δε ταυτοχρόνως εισήχθη διά μεν της δουκίσσης της Αυρηλίας εις Παρισίους, διά δε του βασιλέως Λεοπόλδου του Α΄ εις Βρυξέλλας και διά του ηγεμόνος Αλβέρτου, του συζύγου της Βικτωρίας, εις Αγγλίαν· εν τη χώρα μάλιστα ταύτη του σιδήρου και των μηχανών το γερμανικόν δένδρον τελειοποιηθέν κατεσκευάσθη μετάλλινον, αντί κηρίων έχον πολλάκις ράμφη φωταερίου, όντων ένδοθεν κοίλων του κορμού και των κλάδων αυτού». Οσοι έχουν δει σε ναούς δυτικών μεγαλουπόλεων τις «κονσόλες διατιμημένης ευλάβειας», όπου ρίχνεις ένα νόμισμα και, ανάλογα με την αξία του, ανάβει ένα μικρό ή μεγαλούτσικο λαμπάκι-οιονεί κεράκι, καταλαβαίνουν ότι κάθε «εκσυγχρονισμός» δουλεύει για τον αμέσως επόμενο και προετοιμάζει τον μεθεπόμενο, σε μια σκυταλοδρομία δίχως τελειωμό.

Στην περίπτωση των θεοτήτων δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ομαλή σκυταλοδρομία, αλλά για σφοδρότατη αντιπαλότητα, αφού οι πιστοί κάθε νέας θρησκείας πολεμούν να εξαλείψουν κάθε ίχνος των προηγούμενων, και ιδιαίτερα των θρησκειών με τις οποίες έχουν τις στενότερες σχέσεις. Το ξίφος και η μάχαιρα ούτε απαραίτητα είναι ούτε και τα αποτελεσματικότερα όπλα. Η στρατηγική της αφομοίωσης όσο υποχρεωτική φαντάζει, μια και η παρθενογένεση θρησκειών αφορά την πίστη και όχι την επιστήμη, άλλο τόσο αποδοτική έχει αποδειχθεί. Μπορούμε να θεωρήσουμε σίγουρο πως η εαρινή μεγάλη γιορτή των χριστιανών, το Πάσχα, προκαλεί μελαγχολία στους αδογμάτιστα πιστούς κάθε χρονιά που βλέπουν τα δόγματά τους, το ορθόδοξο και το καθολικό, να μη συμφωνούν, από πεισματική στενοκεφαλιά, ούτε καν στον χρονικό προσδιορισμό της Ανάστασης. Αντίθετα, με τη χειμερινή μεγάλη γιορτή (τα Χριστούγεννα και τη θεσμοθέτησή τους) έχουν την ευκαιρία να κατανοήσουν πόση πολιτική ευφυΐα, αντίστοιχη εκείνης του αποστόλου Παύλου, χρειάστηκε ώστε ο χριστιανισμός να υπερκεράσει άλλες θρησκείες, και μάλιστα δημοφιλείς, και να σταθεροποιήσει τον βηματισμό του. Η μέθοδος του ενστερνισμού αλλοτρίων θρησκευτικών ύμνων, δοξαστικών επιθέτων, εικονογραφικών τύπων και λατρευτικών τρόπων αποδείχθηκε αποτελεσματικότατη. Η γνώμη του Νικόλαου Πολίτη για τα δάνεια του Χριστιανισμού, όπως τη διατύπωσε στην εφημερίδα «Εστία» στις 2 Ιανουαρίου 1897, υπό τον τίτλο «Τα προ Χριστού Χριστούγεννα», ούτε ως μη επιστημονική μπορεί να ελεγχθεί ούτε ως ανθελληνική ή αντιχριστιανική να επικριθεί. Ας την ξαναθυμηθούμε, για τον επιπλέον λόγο ότι η διαδικτυακή ευκολία παρουσιάζει σαν πλήρως πιστοποιημένα γεγονότα ευφάνταστα σενάρια ή λογοτεχνικού τύπου συγκρητιστικές υποθέσεις (ο Χριστός σαν κράμα του Διόνυσου και του Κρίσνα, ο Αϊ-Βασίλης σαν Οντιν κ.ο.κ.):

«Ο εικονικός τύπος της Θεοτόκου θηλαζούσης τον Χριστόν επλάσθη κατά μίμησιν των απεικονίσεων της Ισιδος φερούσης των Ωρον. […]. Και επίθετα του Χριστού εν τοις εκκλησιαστικοίς ύμνοις φέρονται όμοια προς τα επίθετα του Ωρου εν τοις αιγυπτιακοίς (π.χ. ήλιος της δικαιοσύνης, παιδίον νέον ο προ αιώνων θεός κτλ.). […] Αναμφίλεκτος όμως είναι η σύμπτωσις της εορτής των Χριστουγέννων προς την εορτήν των γενεθλίων άλλου θεού του αρχαίου κόσμου», του περσικού θεού Μίθρα, που ως θεός του φωτός και της δικαιοσύνης, «ταυτιζόμενος τω ηλίω, εγένετο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους θεός παγκόσμιος», ή μάλλον θεός τριών ηπείρων. «Η θρησκεία λοιπόν αύτη, η εχθίστη τω χριστιανισμώ, παρουσιάζει πολυπληθείς ομοιότητας προς τούτον εν τοις εξωτερικοίς μάλιστα τύποις της λατρείας. Οι θιασώται των μιθραϊκών μυστηρίων είχον ιεραρχίαν, εβαπτίζοντο, ενήστευον, μετελάμβανον, έχριον το μέτωπον διά μύρου. Επίστευον εις την αθανασίαν της ψυχής και εις την ανάστασιν των νεκρών, εις την ύπαρξιν παραδείσου προς αμοιβήν των αγαθών και κολάσεως προς αιώνιον τιμωρίαν των κακών».

Το πώς και πότε οι θεοί περνούν στις σελίδες της μυθολογίας, υπακούοντας και αυτοί στον Καιρό, όπως ο Ηρακλής στο ποίημα του Αλεξανδρινού Παλλαδά («Καιρώ δουλεύειν και θεός ων έμαθον»), είναι η μισή ιστορία της ανθρωπότητας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή