Αντώνης Αντύπας: «Πρώτα επιβιώνεις και μετά δημιουργείς»

Αντώνης Αντύπας: «Πρώτα επιβιώνεις και μετά δημιουργείς»

6' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Μεγάλο δώρο». Ετσι χαρακτηρίζει ο Αντώνης Αντύπας την πρώτη του σκηνοθεσία στο Εθνικό Θέατρο. Οχι γιατί έφτασε στην Αγίου Κωνσταντίνου στα 42 χρόνια από τότε που έκανε την πρώτη του σκηνοθεσία. Οσο επειδή η συνεργασία αυτή «απέσπασε την προσοχή μου από την καταθλιπτική κατάσταση που ζούμε». Σκηνοθετώντας το έργο του Ευγένιου Ο’ Νιλ «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» επανέρχεται στο θέατρο από το οποίο κρατά αποστάσεις εδώ και τέσσερα χρόνια, από τότε δηλαδή που διέλυσε τον καλλιτεχνικό οργανισμό «Φάσμα» και έκλεισε το «Απλό». Η επιστροφή του, όμως, τώρα ταυτίζεται με έναν από τους αγαπημένους του συγγραφείς (εκτός βέβαια από τον Πίντερ) και από τους σημαντικότερους δραματουργούς του εικοστού αιώνα.

«Είναι από τα πρώτα του έργα που κουβαλάει όλο το πάθος του να ανασυνθέσει το αμερικανικό θέατρο. Διαβάζοντάς το προσπαθούσα να καταλάβω γιατί έκανε 80 χρόνια να ξανανέβει στην πρώτη κρατική σκηνή. Από τότε που η Κατίνα Παξινού το μετέφρασε και έπαιξε τον βασικό ρόλο στην παράσταση του Δημήτρη Ροντήρη». Λέει πως τον κέρδισε η «επίκαιρη ματιά» που έχει αυτό το κείμενο. Πάνω απ’ όλα η λέξη «μετανάστης».

Η περίπτωση του Εφραίμ Κάμποτ, μετανάστη από την Ιρλανδία, ο οποίος πασχίζει να στήσει τη ζωή του στη Νέα Αγγλία των ΗΠΑ, του θυμίζει τους πρόσφυγες από τη Συρία. «Αυτούς που ξεκίνησαν με ελάχιστα πράγματα και έρχονται στα νησιά και προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Ο ήρωας του Ο’ Νιλ βρήκε ένα μέρος όλο πέτρες, άγονο, σκληρό και κατάφερε στα 70 του χρόνια να φτιάξει ένα αγρόκτημα με τους τρεις γιους του, τον Πίτερ, τον Σιμεόν και τον Ιμπεν, από τον δεύτερο γάμο του. Εκτός από τη σκληρή αγροτική δουλειά και τη δεσποτική συμπεριφορά τού πατέρα, παρακολουθούμε έναν έρωτα αλλά και τον πόθο τους να μεταναστεύσουν στη “Γη της Επαγγελίας” την Καλιφόρνια. Διακρίνουμε όμως και το πάθος τους για ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία είναι το όνειρο κάθε μετανάστη. Εχει να κάνει με το ξερίζωμα και την επιθυμία να ριζώσεις πάλι. Το καταλαβαίνω γιατί το έχω βιώσει. Η μητέρα μου ήταν από τη Σμύρνη όπως κι όλοι οι συγγενείς της, έτσι ένιωσα την ανάγκη τους για ένα σπίτι. Τους έδωσαν στα προσφυγικά όταν ήρθαν, αλλά δούλεψαν σκληρά για κάτι καλύτερο».

Πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, ο οποίος προερχόταν από μετανάστες, υπάρχουν στο έργο. «Γι’ αυτό άλλωστε τοποθετεί την ιστορία του στο 1850, την εποχή που οι δικοί του από την Ιρλανδία πήγαν στο Λονδίνο και ζούσαν στα ανάλογα hotspot της εποχής, τα πτωχοκομεία. Ο τρόμος του πατέρα του ήταν να μην επιστρέψουν ποτέ ξανά σ’ αυτούς τους χώρους. Ο Ευγένιος Ο’ Νιλ έχει στο έργο αυτό λεπτομέρειες από τους δικούς του, τον παππού του και το αγρόκτημά του. Τους αγρότες του έργου του, τους βλέπω σαν σύμβολα. Επιπλέον μου αρέσει ότι έχει επηρεαστεί από την αρχαία τραγωδία εκτός βέβαια από τον Στρίντμπεργκ, ότι σχηματίζει ένα σύγχρονο δράμα, μια διασκευή του Ιππολύτου του Ευριπίδη όπου η Φαίδρα ερωτεύεται τον γιο του συζύγου της Θησέα. Εχει στοιχεία όμως κι από τη Μήδεια. Αλλά όλα αυτά τοποθετημένα στην Αμερική».

Κάθε βράδυ εκεί

Τα έργα που σκηνοθετεί ο Αντώνης Αντύπας αποφεύγει να τα πειράζει. «Ασχολούμαι τόσο πολύ μέχρι να ανακαλύψω τις κόγχες κάθε χαρακτήρα, τον λόγο, τη στίξη, τα σύμβολα – σημάδια, το αίσθημα. Πάντα αισθανόμουν ότι το θέατρο χρειάζεται μια ταπεινότητα κι όχι μια αλαζονεία. Θέλω να αφουγκραστώ την έμπνευση του συγγραφέα κι όχι να προτάξω το εγώ μου». Εχει όμως και κάτι άλλο που θυμούνται όσοι δούλεψαν μαζί του επί 22 χρόνια στο «Απλό». Ηταν κάθε βράδυ στις παραστάσεις του. «Το έκανα περισσότερο γιατί όταν ανεβαίνει μια παράσταση οι ηθοποιοί έχουν υποσυνείδητα την τάση να πάνε παραπέρα τον ρόλο τους και συχνά καταφεύγουν στις ευκολίες τους. Δεν είναι εύκολο να παίζεις επί πέντε μήνες το ίδιο πράγμα. Από την άλλη δεν αφήνεις ποτέ την οικογένειά σου».

Τελευταία σκηνοθεσία στο θέατρό του ήταν το «Βαγόνι στα νερά» του Λεωνίδα Προυσαλίδη το 2012. «Ημουν υποσυνείδητα προετοιμασμένος γι’ αυτό που έγινε. Ο λόγος ήταν οι οικονομικές δυσκολίες, οι επιχορηγήσεις που δεν έδινε το υπουργείο Πολιτισμού. Πάντα επεδίωκα να έχω τους καλύτερους συντελεστές, να κάνω τρεις με τέσσερις μήνες πρόβα. Επίσης δεν μπορούσα να χρωστάω στους συνεργάτες μου». Λέει πως έκλεισε ένας κύκλος. Στα όνειρά του όμως συχνά βλέπει ένα τρένο με πολλά βαγόνια που κάνει ένα μεγάλο ταξίδι. «Τα βαγόνια ήταν οι παραστάσεις μας».

Η πιο οδυνηρή στιγμή; «Οταν μας ζητούσαν από το υπουργείο Πολιτισμού να υποβάλουμε τα θέατρα ρεπερτορίου προτάσεις για τις επιχορηγήσεις, το κάναμε και δεν μας απαντούσαν. Ανεβάζαμε παραστάσεις αν και δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε και δεν μας έλεγαν με ευθύτητα ότι διακόπτεται ο θεσμός. Μου στοίχισε πολύ η απαξιωτική στάση της πολιτείας». Ελλειψη πολιτικής που μαζί με την κρίση οδήγησε σε λουκέτο ιστορικά θέατρα όπως το «Αμόρε» του Γιάννη Χουβαρδά, το «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου, το «Απλό» του Αντώνη Αντύπα.

Πώς πέρασαν τα τέσσερα χρόνια σιωπής; «Με διάβασμα, θέατρο, θάλασσα, γυμναστική, περιπάτους στα πάρκα. Μου αρέσει πολύ να πηγαίνω στον Εθνικό κήπο, στο άλσος Παγκρατίου, στο πάρκο του Αγίου Λογγίνου, μεσοτοιχία με το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Είχαμε όμως περισσότερο χρόνο και με την Ελένη (Καραΐνδρου), γιατί όλα αυτά τα χρόνια ήμουν πολλές ώρες στο θέατρο. Ετσι καταλάβαμε και τη σχέση μας περισσότερο».

Συχνά τον ρωτούν γιατί επιλέγει πάντα δραματικά έργα; «Επειδή κουβαλάω το πένθος της οικογένειάς μου. Ολη μου η πορεία στο θέατρο ήταν μια κραυγή. Το συνειδητοποίησα αργότερα. Η μητέρα μου ήρθε από τη Σμύρνη το 1922 μαζί με άλλους συγγενείς. Στον Βύρωνα, στα λεγόμενα προσφυγικά, η γιαγιά μου με τα τέσσερα παιδιά της έφτιαξαν πάλι τη ζωή τους. Η μητέρα μου κάποια στιγμή έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο με κάλτσες. Το είχε στήσει ο πατέρας μου –Κεφαλονίτης στην καταγωγή–, ένα χώρο με 100 μηχανήματα μανταρίσματος.

Τότε, όταν έφευγαν πόντοι από τις γυναικείες κάλτσες δεν τις πετούσαν. Η Σμυρνιά γιαγιά μου, η Ευδοκία Νικηφόρου, αγαπούσε πολύ το θέατρο».

Παρακολουθώντας παραστάσεις λέει πως «πρώτα επιβιώνεις και μετά δημιουργείς. Το θέατρο και μέσα από αντίξοες συνθήκες θα προχωρήσει, αρκεί να βρεθούν οι άνθρωποι με τρέλα. Ολοι χρειαζόμαστε το όνειρο. Κάποτε πίστευα ότι θα αλλάξουν τα πράγματα, τώρα δεν ξέρω αν θα προλάβω να το δω. Γι’ αυτό απαγορεύω στον εαυτό μου να σκέφτεται τα πολιτικά. Εχουμε γίνει μια καταθλιπτική κοινωνία. Προτιμώ τη δημιουργία».

​​Ο Κουν, το Τέχνης, η σκηνοθεσία

Ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει το επάγγελμά του. Ομως, ο Αντώνης Αντύπας στο δεύτερο έτος της Ανωτάτης Βιομηχανικής έδωσε κρυφά εξετάσεις και πέρασε στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. «Οταν ετοίμαζε ο Κουν τον “Γυρισμό” του Πίντερ, επειδή γνώριζα καλά αγγλικά με καλούσε να του λέω πότε είναι σιωπή και πότε παύση στο κείμενο. Ετσι, παρακολουθώντας όλες τις πρόβες με γοήτευσε η δουλειά του σκηνοθέτη, ο έλεγχος μιας παράστασης». Παρ’ όλα αυτά έπαιξε σε 30 παραστάσεις, αρχίζοντας από τον χορό των «Ορνίθων» το 1964. Το 1971 πήγε για σπουδές στο Λονδίνο, ενώ το 1974 επιστρέφοντας ιδρύει με τον Χρήστο Πολίτη το «Απλό Θέατρο» και σκηνοθετεί το «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» του Αρθουρ Μίλερ. Το 1982 ανοίγουν τη σκηνή πίσω από το Πάντειο Πανεπιστήμιο με

«Τα γούστα του κυρίου Σλόαν». Οκτώ χρόνια αργότερα διαλύεται το σχήμα και ιδρύεται ο οργανισμός «Φάσμα» με τον Αντώνη Αντύπα στο τιμόνι.

Κεντρική Σκηνή Εθνικού Θεάτρου «Πόθοι κάτω από τις λεύκες», 19/12. Μετάφραση Γ. Δεπάστα, σκηνικά-κοστούμια Γ. Πάτσα, μουσική Ελένη Καραΐνδρου. Παίζουν: Γ. Κέντρος, Μαρία Κίτσου, Π. Παναγόπουλος, Γ. Χριστοδούλου, Ν. Γιαλελής, Σταύρος Μερμήγκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή