Ευρώπη χωρίς Ελλάδα θα ήταν λειψή

Ευρώπη χωρίς Ελλάδα θα ήταν λειψή

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Κύριοι, δεν μπορούμε να αφήσουμε τον Πλάτωνα να περιμένει!». Με αυτό το συντριπτικό επιχείρημα, ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 προώθησε την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αναδεικνύοντας τον τεράστιο συμβολισμό που είχε η χώρα για τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Το κριτήριο της αποδοχής του νέου μέλους ήταν πολιτικό και όχι οικονομικό, καθώς η Ισπανία και η Πορτογαλία όχι μόνον περίμεναν άλλη μια πενταετία για το κλαμπ των ισχυρών αλλά αναγκάστηκαν να περάσουν και από οικονομικούς ελέγχους, τους οποίους εμείς παρακάμψαμε. Τριάντα έξι χρόνια μετά το 1981, η συζήτηση για τη σχέση μας με την Ευρώπη συνεχίζεται με ένταση, κυρίως σε ό,τι αφορά την παρατεινόμενη κρίση που μας έχει φέρει στη δυσμενέστερη κατάσταση των τελευταίων ετών.

Παρά τις αναλύσεις όμως, ακόμα δεν έχουμε καταλήξει σε μια πλήρη διάγνωση: η οικονομία μας νοσεί και δεν μπορεί να συνέλθει έπειτα από τρία φιλόδοξα μνημόνια. Αυτό το αδιέξοδο ώθησε Ελληνες και Γάλλους ακαδημαϊκούς από πολλά επιστημονικά πεδία να κάνουν μια ενδιαφέρουσα συνάντηση στην έδρα της Sciences Politiques στο Παρίσι τον περασμένο Δεκέμβριο, σε μια πρωτοβουλία που συνδιοργάνωσε το Centre des Recherches Internationals (CERI) και η «διαΝΕΟσις» με τη στήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη με τίτλο «La Crise Grecque. Regards Croises» (Ελληνική Κρίση. Διασταυρούμενα βλέμματα), την οποία παρακολούθησε η «Κ».

«Είναι σαφές ότι η όρασή μας παραμένει αστιγματική στο θέμα της ελληνικής κρίσης, ίσως διότι μέχρι τώρα το εξετάζουμε από την οικονομική σκοπιά και η “διέξοδος” από την ύφεση μονοπωλήθηκε από τους οικονομολόγους, ενώ το πρίσμα θα έπρεπε να ανοίξει για να συμπεριλάβει και άλλους επιστήμονες. Ολοι μαζί θα μπορούσαν να συνθέσουν εκ νέου τα ερωτήματα στα οποία θα πρέπει να απαντήσουμε για να πάει μπροστά τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη», υπογράμμισε ο πρωτεργάτης της συνάντησης αυτής, καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη και μέλος του CERI, Γιώργος Πρεβελάκης, στο καλωσόρισμά του.

Στην ουσία, ο διακεκριμένος Ελληνας της διασποράς επιχείρησε να μεταφέρει τη συζήτηση σε ένα άλλο επίπεδο όπου δεν κυριαρχούν οι κατηγορίες μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα ή των Ελλήνων και των Ευρωπαίων για την πατρότητα των ευθυνών. Αλλωστε μέρος του λεγόμενου Greek Fatigue είναι και αυτό το παιχνίδι της αλληλοεπίρριψης που είχε τεράστιο κόστος. «Αντιθέτως», συμπλήρωσε ο Πρεβελάκης, «ο στόχος μας είναι να συγκρίνουμε την Ελλάδα όχι μόνο με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης αλλά και με την Τουρκία, τα Βαλκάνια και ορισμένα τέως ανατολικά κράτη, προσπαθώντας να βρούμε άλλες παραμέτρους που θα μπορούσαν να κάνουν διαυγέστερο το βλέμμα μας».

Μα, τι κοινό στον οικονομικό τομέα μπορεί να έχουμε με την Τουρκία πέραν του παρελθόντος της οθωμανικής περιόδου και της συχνά ακανθώδους γειτνίασης; «Τη συλλογική μνήμη της χρεοκοπίας αλλά και της επιτροπείας των ξένων δυνάμεων στο κράτος μας, κάτι που έχουμε ζήσει στο παρελθόν», υπογράμμισε στην εισήγησή του ο Ντενίζ Ακαγκούλ, Τούρκος οικονομολόγος που διδάσκει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Λιλ.

Στην πρόσφατη οικονομική κρίση που πέρασε η Τουρκία στις αρχές του 2000 από την οποίαν ανέκαμψε, οι πικρές εμπειρίες αλλά και το γεγονός ότι δεν υπήρχε ευρωπαϊκός μηχανισμός προς διάσωση, έκανε την πολιτική ηγεσία, την ελίτ και τον λαό να χειριστούν τα προβλήματα με μεγαλύτερη ψυχραιμία και καλύτερα αντανακλαστικά. Να, ένα μάθημα για εμάς και τους Ευρωπαίους. Δεν είναι το μόνο, σύμφωνα με τον Γάλλο διπλωμάτη Μισέλ Φουσέ: «Μια Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα θα ήταν λειψή διότι θα χάναμε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε την ανατολική πλευρά της ίδιας μας της ιστορίας και τη δίοδο της συνεννόησης που μας προσφέρουν οι Ελληνες στη Μέση Ανατολή», υπογράμμισε.

Η «αποτυχία» μας, πάντως, να επωφεληθούμε κατά τρόπο αποφασιστικό για την ανάπτυξή από τους ευρωπαϊκούς πόρους μας έχουν κάνει ένα είδος αντιπαραδείγματος για κράτη των Βαλκανίων που θα ήθελαν να εισέλθουν στην Ε.Ε., υπογράμμισε ο ειδικός στην τέως Ανατολική Ευρώπη, Ζακ Ριπνίκ: «Επίσης, ενώ ορισμένες χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία είχαν την Ελλάδα ως πρότυπο τις χρυσές δεκαετίες της ανάπτυξης, τώρα την αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό», συμπλήρωσε.

Για τον Πιερ Μιρέλ, πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ειδίκευση στα Βαλκάνια, το «προπατορικό αμάρτημα της Ελλάδας», δηλαδή η αποδοχή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια με πολιτικά κριτήρια, ήταν αυτό που την καταδίκασε να ταλαιπωρείται, διότι δεν προχώρησε στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, κάτι που έκαναν άλλες χώρες όταν οι κανόνες έγιναν πολύ αυστηροί. «Η Ελλάδα στερήθηκε αυτήν την περίοδο της μετάβασης που θα την είχε βοηθήσει στην πορεία», είπε στην τοποθέτησή του. Και τι συμβαίνει όταν δεν αλλάζει κανείς εγκαίρως ενώ ο κόσμος προχωρά μπροστά; «Αναγκάζεσαι να αλλάξεις μέσα στην κρίση όταν τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και να κάνεις εντέλει τότε τις μεταρρυθμίσεις. Ετσι λοιπόν χάθηκε η ευκαιρία να γίνουν όταν είχαμε τα χρήματα και την κοινωνική ανοχή για να αποζημιώσουμε τους χαμένους και να βρούμε μια νέα κοινωνική ισορροπία. Κάπως έτσι, τα υφεσιακά αυτά μέτρα φέρνουν και προκαλούν περαιτέρω ύφεση σε έναν φαύλο κύκλο», είπε ο πολιτικός επιστήμονας Γιώργος Παγουλάτος.

Ο οικονομολόγος Πάνος Τσακλόγλου προσέθεσε ότι σύμφωνα με μια ειδική μελέτη του ΟΟΣΑ η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει εντείνει τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες, αλλά καθώς έπρεπε να γίνουν πολλά αυτός ο αγώνας δεν έχει ακόμα φανεί. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει κάποια βήματα, τα οποία όμως χάνονται μέσα στο κλίμα της γενικής δυσπιστίας και της απώλειας της κοινωνικής συνοχής που δρα ιδιαιτέρως επιβαρυντικά.

«Οι μεταρρυθμίσεις είναι όπως οι μεταμοσχεύσεις. Χρειάζεται να υπάρχει συμβατότητα με τον λήπτη για να επιτύχουν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η άρση του καμποτάζ που βάσει έρευνας δεν έφερε τα οφέλη που περιμέναμε διότι υπήρχαν και άλλες παράμετροι.

Δεν αρκεί μόνον ένα μέτρο να είναι σωστό», είπε ο Κυριάκος Πιερρακάκης, εκπροσωπώντας την προσφάτως ιδρυθείσα «διαΝΕΟσις», η οποία συνεχίζει την αθόρυβη και ουσιαστική δουλειά όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Στόχος της Δεξαμενής Σκέψης είναι να συγκροτηθεί ένα πλαίσιο επιστροφής στην ανάπτυξη μέσα από την αξιοποίηση επιστημονικών ερευνών σε πολλά πεδία. Με βάση το σκεπτικό αυτό έχουν εκπονηθεί μελέτες για πολλά καίρια ζητήματα με διαφωτιστικά αποτελέσματα, όπως αυτή για το δημογραφικό πρόβλημα και τις επιπτώσεις του. O Γιώργος Παγουλάτος και ο Πάνος Τσακλόγλου συνυπογράφουν το επιτυχημένο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα «Χάρτης Εξόδου από την Κρίση: Ενα νέο παραγωγικό μοντέλο», που εξέδωσε η «διαΝΕΟσις» και μαζί με τον Γιώργο Πρεβελάκη είναι μέλη στη Συμβουλευτική της επιτροπή.

Εντέλει υπάρχει αχτίδα φωτός σε Ελλάδα και Ευρώπη; Ο τέως επικεφαλής του CERI, Κριστιάν Λεκέν, υποστήριξε ότι η Γαλλία στάθηκε στο πλευρό της χώρας μας σε μια προσπάθεια ανακατάληψης του χαμένου ηγεμονικού της χώρου στην Ε.Ε. έναντι της Γερμανίας αλλά και ότι η οικονομική κρίση ισχυροποίησε την Ε.Ε. όχι μόνο σε επίπεδο διακυβερνητικό αλλά και στη δημιουργία ενός νέου λειτουργικού θεσμικού πλαισίου που ευνοεί την προσπάθεια ολοκλήρωσης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή