Σουρεαλιστικό δείπνο με τον Σαλβαδόρ Νταλί

Σουρεαλιστικό δείπνο με τον Σαλβαδόρ Νταλί

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ήταν 6 ετών ονειρευόταν να γίνει μάγειρας. Αλλά έπρεπε να περιμένει μέχρι τα 69 του για να εκδοθεί το πρώτο του βιβλίο με συνταγές. Ή μήπως ήταν έργο τέχνης; Και τα δύο! Γιατί «Τα δείπνα της Γκαλά» («Les dîners de Gala») του Σαλβαδόρ Νταλί, γραμμένο –και φιλοτεχνημένο– για τη σύζυγό του (το πορτρέτο της, σε χρυσό φόντο, κοσμεί το εξώφυλλο), παντρεύουν με τον πιο ευφάνταστο τρόπο το φαγητό με την τέχνη.

Οι 136 συνταγές που ο διάσημος ζωγράφος επέλεξε κυκλοφόρησαν το 1973. Εκτοτε, ελάχιστα αντίτυπα διασώθηκαν. Οι εκδόσεις Taschen αποφάσισαν την επανέκδοσή τους σε ένα προσεγμένο λεύκωμα 320 σελίδων, με την πρωτότυπη εικονογράφηση διά χειρός Νταλί: ζωγραφικά έργα, φωτογραφίες και κολάζ που ξεχειλίζουν πολυτέλεια και υπερβολή. Φασιανοί, τόνοι λαχανικών, κρεάτων και θαλασσινών, λαχταριστά γλυκά, ποταμοί κρασιών και σαμπάνιας, ιδωμένα με τη σουρεαλιστική ματιά του. Μια ωδή στην απόλαυση.

Στην εισαγωγή, ο πιο εκκεντρικός καλλιτέχνης του 20ού αιώνα μας αποκαλύπτει τη φιλοσοφία του για το φαγητό: «“Τα δείπνα της Γκαλά” είναι ένα βιβλίο αποκλειστικά αφιερωμένο στην ευχαρίστηση της γεύσης», ξεκαθαρίζει. «Αν είστε από εκείνους που μετρούν θερμίδες μετατρέποντας τη χαρά του φαγητού σε τιμωρία, κλείστε το αμέσως. Είναι πολύ ζωντανό, πολύ επιθετικό και υπερβολικά θρασύ για εσάς…». Οι συνταγές είναι μοιρασμένες σε 12 κεφάλαια. Το 10ο έχει τίτλο «Τρώγοντας την Γκαλά», αφορά τις αφροδισιακές τροφές και είναι αφιερωμένο στη γυναίκα της ζωής του, τη δυναμική Ρωσίδα που βρισκόταν στο κέντρο της ύπαρξης και του έργου του. «Είναι το τάλαντό μου, ο θησαυρός μου, ό,τι πιο ανεκτίμητο έχω», έλεγε συχνά ο ίδιος.

Τα τέλη της δεκαετίας του 1920 βρίσκουν τον Σαλβαδόρ Νταλί σε καλλιτεχνικό οργασμό. Ζωγραφίζει ακατάπαυστα. Οι Καταλανοί κριτικοί γράφουν ενθουσιώδη σχόλια γι’ αυτόν και οι Γάλλοι σουρεαλιστές αρχίζουν να δείχνουν ενδιαφέρον για την πληθωρική του προσωπικότητα και το έργο του. Το 1929, μια παρέα από τη Γαλλία φτάνει στο Πορτ Λιγκάτ, το ψαροχώρι όπου ο ζωγράφος περνούσε το καλοκαίρι, για να γνωρίσει τον άνθρωπο που είχε γίνει το επίκεντρο των συζητήσεων στους καλλιτεχνικούς κύκλους της χώρας.

Επικεφαλής τους είναι ο Ισπανός σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ και ανάμεσά τους ο ζωγράφος Ρενέ Μαγκρίτ και η σύζυγός του αλλά και ο ποιητής Πολ Ελιάρ, η σύζυγός του Γκαλά και η δωδεκάχρονη κόρη τους.

Κεραυνός…

Οι εμπειρίες του Νταλί με το γυναικείο φύλο ήταν περιορισμένες αν όχι ανύπαρκτες μέχρι τότε. Είχε ζήσει μόνο μια ιδιαίτερη φιλία με τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ετσι, βλέποντας την Γκαλά… κεραυνοβολήθηκε. Για εκείνον ήταν η ενσάρκωση της γυναικείας μορφής των παιδικών του ονείρων. Η τέλεια –για τον ίδιο– ανατομία της ταίριαζε απόλυτα με την ιδανική γυναίκα που είχε στο μυαλό του ζωγραφίζοντας. Tον χειμώνα εκείνης της χρονιάς, ο ζωγράφος δεν παρίσταται στα εγκαίνια της πρώτης του έκθεσης στο Παρίσι. Δυο μέρες πριν, έχει ήδη κλεφτεί με την Γκαλά, έχουν καταφύγει στη Βαρκελώνη και ζουν τον παθιασμένο έρωτά τους. Λίγο αργότερα θα παντρευτούν.

Στα 53 χρόνια που έζησαν μαζί, ο Σαλβαδόρ και η Γκαλά Νταλί έζησαν μια μη συμβατική ζωή. Κάθε άλλο παρά συμβατικά ήταν και τα δείπνα που διοργάνωναν σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο για τους φίλους τους και τα οποία δεν είχαν μόνο γαστρονομικό αλλά και σχεδόν… θεατρικό ενδιαφέρον. Οι καλεσμένοι έπρεπε να είναι ντυμένοι ανάλογα με το θέμα που είχε επιλέξει το ζευγάρι. Οι μπουφέδες θύμιζαν… Βερσαλλίες. Ζώα (κυρίως παγώνια και μαϊμούδες) κυκλοφορούσαν στα δωμάτια του σπιτιού, ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες.

Βέβαια, την εποχή που κυκλοφόρησαν «Τα δείπνα της Γκαλά» πολλά είχαν ήδη αλλάξει. Εκείνη από το 1970 είχε μετακομίσει στην πόλη Πουμπόλ, σε ένα κάστρο που είχαν αγοράσει και ανακαινίσει. Εκείνος μπορούσε να την επισκεφθεί μόνο ύστερα από έγγραφη πρόσκληση. Η κυρία Νταλί ζούσε με τους νεαρούς εραστές της, ενώ ο σύζυγός της κυκλοφορούσε και ερωτοτροπούσε δημοσίως με την εκκεντρική τραγουδίστρια Αμάντα Λιρ, μεταξύ άλλων.

Ποτέ δεν θα μάθουμε, ίσως, ποιος ή ποιοι βοήθησαν τον ζωγράφο στη συγγραφή του βιβλίου. Φημολογείται ότι αξιοποίησε τις γνώσεις μιας ομάδας σεφ από τα πιο φημισμένα τότε εστιατόρια της Γαλλίας (Lasserre, La Tour d’Argent, Maxim’s και Le Train Bleu).

Ξεφυλλίζοντας το «Les dîners de Gala», όμως, μαθαίνουμε ποια ήταν τα αγαπημένα εδέσματά του. «Μου αρέσει να τρώω μόνο ό,τι έχει σαφές και κατανοητό σχήμα. Ο λόγος που μισώ αυτό το απεχθές, εξευτελιστικό λαχανικό που ονομάζεται σπανάκι είναι επειδή είναι άμορφο, όπως η ελευθερία. Αποδίδω αισθητικές και ηθικές αξίες στο φαγητό γενικά και στο σπανάκι ειδικότερα. Το αντίθετο του ά-σχημου σπανακιού είναι η πανοπλία. Γι’ αυτό λατρεύω τα οστρακόδερμα. Και μόνο η μάχη να τους αφαιρέσεις το κέλυφος τα καθιστά ευάλωτα στην κατάκτηση του ουρανίσκου μας…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή