Ο χορευτής μπαλέτου με τα χέρια από ατσάλι

Ο χορευτής μπαλέτου με τα χέρια από ατσάλι

5' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ψηλός, επιβλητικός, ντυμένος στα μαύρα, προκαλούσε κάτω από τα δοκάρια τον φόβο στους αντίπαλους επιθετικούς τη δεκαετία του ’50. Αυτή η πρώτη περιγραφή φέρνει στο μυαλό τον κορυφαίο τερματοφύλακα του 20ού αιώνα, Λεβ Γιασίν. Κι όμως, την ίδια εποχή στα γήπεδα της Ευρώπης υπήρχε ακόμη ένας γκολκίπερ που μπορεί να μην απολάμβανε την αναγνωρισιμότητα της σοβιετικής «μαύρης αράχνης», ωστόσο για πολλούς θεωρείται ισάξιός του. Ο λόγος για τον Βλάντιμιρ Μπεάρα, τον Γιουγκοσλάβο αστέρα που διέπρεψε με τη Χάιντουκ Σπλιτ, τον Ερυθρό Αστέρα, την Αλεμάνια Ααχεν, τη Βικτόρια Κολωνίας και φυσικά, την Εθνική Γιουγκοσλαβίας.

Ο Μπεάρα γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1928 στο χωριό Ζέλοβο, στη νότια Κροατία και προερχόταν από σερβόφωνη οικογένεια. Τα χαρακτηριστικά του ήταν ιδανικά για να ακολουθήσει καριέρα ποδοσφαιριστή και ειδικά από τη θέση του τερματοφύλακα. Yψος 1,84 μ., γρήγορος, δυνατός και εξαιρετικά αλματώδης.

Μία ημέρα του 1946 βρέθηκε έξω από το γήπεδο της Χάιντουκ και παρακολουθούσε την προπόνηση, όπως έκαναν και αρκετοί άλλοι νεαροί. Ο τότε αρχηγός της ομάδας Γιόζο Μάτοσιτς τον είδε και του ζήτησε να κάτσει για λίγο κάτω από τα δοκάρια προκειμένου να του χτυπήσει μερικά σουτ. Λίγη ώρα μετά, έλαβε και την πρόσκληση να ενταχθεί στην ομάδα, αφού κατάφερε να αποκρούσει τα περισσότερα.

Οι κινήσεις του, όπως λένε, θύμιζαν χορευτή μπαλέτου, αφού πολλές φορές κινούνταν στις… μύτες των ποδιών του. Επίσης, είχε και πολύ γερά χέρια, με αποτέλεσμα να σταματάει με σχετική ευκολία ακόμα και τα πιο δυνατά σουτ των αντιπάλων. Τα δύο αυτά στοιχεία δεν άργησαν να του φέρουν και το προσωνύμιο που τον ακολούθησε σε όλη την καριέρα του. Ο Μπεάρα ήταν πια «ο χορευτής μπαλέτου με τα χέρια από ατσάλι».

Επίσης, πολλοί προσέθεταν πως είχε «χάρη και μεγαλείο» κάτω από τα δοκάρια, ενώ δεν έλειπαν και εκείνοι που «αποκάλυπταν» πως ο Μπεάρα είχε παρακολουθήσει μαθήματα μπαλέτου σε μικρή ηλικία.

Επειτα από οκτώ χρόνια στη Χάιντουκ, με την οποία κατέκτησε 3 πρωταθλήματα, ήρθε η… προαγωγή για τον Ερυθρό Αστέρα. Μάλιστα, εκείνη η μεταγραφή είχε συνοδευθεί και από κάποιες ιστορίες περί πίεσης από τη Σέρβα γυναίκα του. Στον Ερυθρό Αστέρα ο Μπεάρα έζησε τις πιο σπουδαίες στιγμές της καριέρας του. Πρόσθεσε άλλα 4 πρωταθλήματα, 2 Κύπελλα και, παράλληλα, καθιερώθηκε στην εθνική Γιουγκοσλαβίας προσπερνώντας τον μεγαλύτερο και πιο έμπειρο Σρνταν Μρκούσιτς.

Το ταλέντο του Μπεάρα ήταν εμφανές, όμως, χωρίς την απαραίτητη δουλειά δεν θα είχε την ανάλογη εξέλιξη. Ο άνθρωπος που τον… έσπρωξε στην επιτυχία, σύμφωνα και με τα λεγόμενα του ίδιου, ήταν ο Κροάτης τεχνικός Λούκα Καλίτερνα που τον συνάντησε στα πρώτα χρόνια στη Χάιντουκ. Του έδωσε αυτοπεποίθηση και παράλληλα δούλεψε μαζί του σε ατομικό επίπεδο. Μάλιστα, χρησιμοποίησε και μια πρωτοποριακή τεχνική προπόνησης που εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα. Ο Καλίτερνα του πέταγε με δύναμη μικρές μπάλες τις οποίες ο Μπεάρα προσπαθούσε να αποκρούσει. Οσο τα κατάφερνε, τόσο βελτίωνε τα αντανακλαστικά του, με αποτέλεσμα οι πιο μεγάλες πια, κατά τη διάρκεια των αγώνων, να του φαίνονται… παιχνιδάκι.

Μία ακόμη περίεργη τακτική αφορούσε την αντιμετώπιση των απευθείας φάουλ. Συνήθιζε να μην τοποθετεί τείχος, γεγονός που πολλές φορές αποσυντόνιζε τον εκτελεστή. Επίσης, όπως έλεγε: «Με κάποιον τρόπο μου φαινόταν πάντα πιο εύκολο όταν μπορούσα να κοιτάξω τον αντίπαλο παίκτη στα μάτια».

Ο δρόμος προς την καταξίωση

Οι πρώτες εμφανίσεις του στη Χάιντουκ Σπλιτ συνοδεύτηκαν και από την κλήση στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας με την οποία πήρε μέρος σε τρία Μουντιάλ (1950, 1954, 1958), ενώ κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι (1952).

Ο Μπεάρα δεν άργησε να φανερωθεί στο ευρωπαϊκό κοινό και από το ντεμπούτο του κιόλας με την Εθνική έδειξε δείγματα της ποιότητάς του. Ηταν 22 Νοεμβρίου 1950 στο Χάιμπουρι του Λονδίνου, όταν μετά το 2-2 κόντρα στην Αγγλία, ο συνήθως πικρόχολος αγγλικός Τύπος τον χαρακτήρισε ως «Vladimir the Great».

Το 1952 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Φινλανδίας, οι «πλάβι» θα φθάσουν έως τον τελικό, αλλά εκεί θα συναντήσουν την κορυφαία ομάδα της εποχής, Ουγγαρία, με αποτέλεσμα να ηττηθούν με 2-0. Δύο χρόνια μετά, στο Μουντιάλ της Ελβετίας, μία… ανάλογη ατυχία θα επαναληφθεί. Απέναντι στη Γιουγκοσλαβία θα βρεθεί στον προημιτελικό η μετέπειτα παγκόσμια πρωταθλήτρια Δυτική Γερμανία, η οποία επίσης επικράτησε με 2-0. Ο Μπεάρα θυμάται για εκείνο το παιχνίδι πως ήταν όλοι επηρεασμένοι από τη συμπεριφορά του προέδρου της ομοσπονδίας Ράτο Ντούγκονιτς, ο οποίος αρχικά τους είχε τάξει από μία βέσπα σε περίπτωση πρόκρισης, αλλά λίγες ώρες πριν από τον αγώνα αθέτησε την υπόσχεσή του επειδή, όπως είχε πει, δεν ήθελε να εξαγριώσει τους φτωχούς κατοίκους της Γιουγκοσλαβίας. Η ιστορία επαναλήφθηκε και το 1958 στη Σουηδία, ξανά κόντρα στους Δυτικογερμανούς, ξανά στον προημιτελικό, μόνο που ο Μπεάρα ήταν πια στον πάγκο.

Επίσης, ήταν παρών στο ματς κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στις 5 Φεβρουαρίου 1958, στο 3-3 του Μαρακανά. Μία ημέρα μετά, εκείνη η Μάντσεστερ σχεδόν «αφανίστηκε» στο αεροπορικό δυστύχημα του Μονάχου.

Γυρολόγος των πάγκων και… ανέκδοτο πλάι στον Τίτο

Με θάρρος και αυτοπεποίθηση, τα δύο μεγαλύτερά του προσόντα κατά τον ίδιο, έφθασε να αγωνίζεται σε υψηλό επίπεδο μέχρι τα 36 του χρόνια και αν προς το τέλος της καριέρας του δεν είχε δύο πολύ σοβαρούς τραυματισμούς, θα έπαιζε για καιρό ακόμα. Μάλιστα η φήμη του ήταν τέτοια, που έφθασε να πρωταγωνιστήσει σε… ανέκδοτο μαζί με τον τότε ηγέτη της χώρας, Τίτο. «Ενα παιδί πλησίασε τον Τίτο και του ζήτησε αυτόγραφο. Οταν του το έδωσε, το αγόρι του ζήτησε άλλο ένα. Ο Τίτο τον ρώτησε γιατί χρειάζεται δύο και το μικρό παιδί του απάντησε πως έχει έναν φίλο που του έχει υποσχεθεί ένα αυτόγραφο του Μπεάρα αν του πάει δύο αυτόγραφα του Τίτο».

Οταν αποσύρθηκε το 1964, αποφάσισε να ασχοληθεί άμεσα με την προπονητική και φοίτησε στην περίφημη σχολή του Γερμανού Ζεπ Χέρμπεργκερ. Ανέλαβε πάγκους μικρομεσαίων ομάδων, χωρίς όμως να καταφέρει ποτέ να κάνει το μεγάλο άλμα. Γύρισε σε Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Αφρική, φθάνοντας μέχρι και τον πάγκο της εθνικής Καμερούν για δύο χρόνια. Η μοίρα τον έφερε ξανά στη Χάιντουκ με την οποία κατέκτησε ακόμη ένα πρωτάθλημα το 1971, έχοντας τον ρόλο του βοηθού πλάι στον Σλάβκο Λούστιτσα.

Εχοντας περάσει 40 χρόνια στον χώρο του ποδοσφαίρου, ο Μπεάρα θα… βγει από το γήπεδο το 1987, σε ηλικία 59 ετών. Κρατώντας πάντα το ίδιο χαμηλό προφίλ θα μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας μέχρι το τέλος της ζωής του. Απεβίωσε στα 86 του χρόνια στις 11 Αυγούστου 2014, με την οικογένειά του να αναφέρει πως την τελευταία περίοδο είχε υποστεί απανωτά εγκεφαλικά επεισόδια. Η είδηση του θανάτου του πέρασε στα ψιλά όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε ήρωα της εποχής. Εμειναν πίσω, όμως, κάποια λόγια που τον συνοδεύουν ακόμη και τώρα. Οπως για παράδειγμα, η παραδοχή του Λεβ Γιασίν πως «ο καλύτερος τερματοφύλακας στον κόσμο δεν είμαι εγώ. Είναι ο Βλάντιμιρ Μπεάρα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή