Πεθαίνοντας στα σύνορα

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ύψος του χιονιού ξεπερνούσε το ένα μέτρο, η θερμοκρασία κάμποσους βαθμούς κάτω από το μηδέν. Ελληνοτουρκικά σύνορα, Έβρος, Κυριακή πρωί λίγο πριν τις έντεκα.

Μια περίπολος Ελλήνων συνοριοφυλάκων πέφτει πάνω σε ομάδα δεκαπέντε περίπου παράνομων μεταναστών, οι οποίοι είχαν περάσει το ποτάμι κοντά στο χωριό Ταύρη και κατευθύνονταν παλεύοντας να ανοίξουν διάδρομο στο χιόνι, και να απομακρυνθούν από την επικίνδυνη ζώνη με προορισμό τα ενδότερα όπου θα τους παραλάμβαναν μέλη των κυκλωμάτων διακίνησης.

Μόλις είχαν «απαλλαγεί» από κάποια «βαρίδια».

Όπως είπαν στους αστυνομικούς δυο συνοδοιπόροι τους δεν άντεξαν και κατέρρευσαν λίγα μέτρα πίσω τους. Σε μικρή απόσταση οι συνοριοφύλακες , αντίκρισαν δυο ανθρώπινες φιγούρες πεσμένες στο χιόνι.

Για το έναν εξ αυτών το ταξίδι προς την Ευρώπη της «επαγγελίας» αλλά και της ίδιας της ζωής του είχε θαφτεί οριστικά στα χιόνια, ήταν ήδη νεκρός.

Ο άλλος μετά βίας ανάσαινε και αν δεν του έδιναν τις πρώτες βοήθειες οι αστυνομικοί και δεν ερχόταν γρήγορα το όχημα της πυροσβεστικής για να τον μεταφέρει στο πλησιέστερο Κέντρο Υγείας, θα είχε πεθάνει και αυτός από υποθερμία.

Κανείς δεν γνωρίζει, μέχρι στιγμής, το όνομά τους, ούτε την εθνικότητά τους, ούτε το πως πέρασαν, κάτω από συνθήκες πολικού ψύχους, το ποτάμι.

Οι αρχές ελπίζουν να μάθουν περισσότερα από τους επιζήσαντες και τους δυο συλληφθέντες διακινητές.

Δεν αποκλείεται, όμως, να μην γνωρίζουν και εκείνοι τα πραγματικά τους στοιχεία και έτσι να μην μαθευτεί ποτέ, γι αυτόν που δεν τα κατάφερε, ποιος ήταν και από που ήρθε. Πιθανότατα θα καταλήξει και αυτός στο νεκροταφείο των «ανωνύμων» στο χωριό Σιδηρό της περιοχής Σουφλίου όπου αναπαύονται και άλλοι, πρόσφυγες και μετανάστες, που πέθαναν προσπαθώντας να περάσουν τον Έβρο και κανείς δεν έμαθε το όνομά τους, την πατρίδα τους, ούτε τους αναζήτησε κάποιος.

Ολοένα και μεγαλώνει η μακάβρια αλυσίδα εκείνων που αφήνουν την τελευταία τους πνοή, στην προσπάθειά τους να διασχίσουν το πέρασμα του Έβρου.

Παλαιότερα κομματιάζονταν στα ναρκοπέδια, τώρα παγώνουν στα χιόνια ή πνίγονται στο ποτάμι και κάποια πτώματα εντοπίζονται στις καλαμιές της κοίτης ή της ελληνικής όχθης.

Ακριβής αριθμός όσων χάνουν τη ζωή τους δεν μπορεί να υπάρξει γιατί οι περισσότεροι παρασύρονται από τα ορμητικά νερά του Έβρου και χάνονται για πάντα στη θάλασσα του Βορείου Αιγαίου.

Τραγικές ιστορίες εκτυλίσσονται συχνά στα μάτια των συνοριοφυλάκων και των κατοίκων της μεθορίου. Ήταν πέρυσι τον χειμώνα όταν σε μια χορταποθήκη λίγο έξω από το χωριό Θούριο του Έβρου, εντοπίστηκε αλλοδαπός μετανάστης, παγωμένος και νεκρός , να κρατάει στην αγκαλιά την οχτάχρονη κορούλα του.

Εκείνος δεν άντεξε, η μικρή σώθηκε όταν διερχόμενο με το τρακτέρ γεωργός έτυχε να ακούσει το γοερό κλάμα της και την βρήκε πλάι στο νεκρό πατέρα της να τον ικετεύει να της αποκριθεί….

Μπορεί τα ναυάγια με τους μαζικούς πνιγμούς στο Αιγαίο ή την Λεμπεντούζα να ελκύουν, δικαιολογημένα, τους προβολείς της επικαιρότητας, μια όμως εξίσου τραγική πτυχή της μετανάστευσης εκτυλίσσεται με τους θανάτους στα βουνά και τα λαγκάδια της ορεινής μεθορίου. Και δεν είναι το φαινόμενο τωρινό.

Αναρίθμητοι ήταν οι απελπισμένοι Αλβανοί στις αρχές της δεκαετίας του 90 που άφησαν τα κουφάρια τους στην Μουργκάνα, τον Γράμμο, το Βίτσι, το Μάλι Μάδι κ.α στην προσπάθειά τους να δρασκελίσουν τα σύνορα και να έρθουν στην Ελλάδα.

Και δεν εννοούμε εκείνους, του όχι λίγους, που προτού καταρρεύσει πλήρως το καθεστώς, τους εκτελούσαν στα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα οι αλβανικές περίπολοι του Χότζα και του Αλία, ούτε αυτούς που έπεφταν νεκροί από τις σφαίρες Ελλήνων φρουρών οι οποίοι πυροβολούσαν στον αέρα, η βολίδα εξοστρακιζόταν στην στρατόσφαιρα επέστρεφε στη γη και καρφώνονταν πίσω στην πλάτη του άτυχου (λαθρο)μετανάστη.

Ήταν εκείνοι, οι πολλοί, που γκρεμοτσακίζονταν στις χαράδρες, πέθαναν από τη ζέστη ή τα θανατηφόρα τσιμπήματα φιδιών και δεν έμαθε κανείς, πότε για την τύχη τους.

Στο Ασημοχώρι Ιωαννίνων, χωριό στην κορυφογραμμή του Γράμμου, κάποιοι, άγνωστοι, τοποθέτησαν σε μια πλαγία, μικρή επιτύμβια στήλη, γι αυτούς που χάθηκαν στα σύνορα και δεν τους βρήκαν ούτε να τους θάψουν.

Η παρακάτω ιστορία εκτυλίχθηκε μια παγωμένη νύχτα του 1990: ήταν θόλωμα και το χιόνι έπεφτε πυκνό στο ακριτικό χωριό Άνω Κλεινές της Φλώρινας, όταν στην αυλή του μοναδικού καφενείου με τους ελάχιστους ηλικιωμένους θαμώνες, έκαναν την εμφάνισή τους δυο άγνωστοι, από τους οποίους ο ένας κουβαλούσε στο ώμο του ένα σακί το οποίο άφησε στο χώμα προτού λιποθυμήσει. Τι μετέφεραν; νεκρό τον τρίτο συμπατριώτη και συνοδοιπόρο τους, ο οποίος δεν άντεξε και πέθανε στο βουνό. Για να μην τον φάνε τα θηρία τον κουβάλησαν, τον έθαψαν στο χωριό και συνέχισαν «παράνομοι» το ταξίδι τους στο εσωτερικό.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή