Δημήτρης Τάρλοου: «Η κωμωδία είναι είδος για κοινό εύστροφο»

Δημήτρης Τάρλοου: «Η κωμωδία είναι είδος για κοινό εύστροφο»

6' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τρία χρόνια τώρα στο θέατρό του, το «Πορεία», ο Δημήτρης Τάρλοου ανεβάζει παραστάσεις που σχηματίζουν ουρές τα βράδια στην οδό Τρικόρφων 3 και, λίστες αναμονής για να δεις τη «Μεγάλη χίμαιρα» ή τις «Τρεις αδερφές» που συνεχίζουν. Από χθες στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο προστέθηκαν και οι «Τρεις ευτυχισμένοι» του δαιμόνιου Ευγένιου Λαμπίς, του πρωτότυπου Γάλλου κωμωδιογράφου του 19ου αι., με σκηνοθέτη τον Γιάννη Χουβαρδά. Ο Τάρλοου πρωταγωνιστεί μαζί με άλλους διαλεκτούς συναδέλφους του και του αρέσει πολύ, που ύστερα από επτά χρόνια παίζει πάλι κωμωδία, με το ιδιαίτερο ύφος, το χιούμορ και το τέμπο του συγγραφέα. «Στην Ελλάδα το κοινό έχει εθιστεί στη χοντροκωμωδία, δεν είναι εξοικειωμένο με τον αυτοσαρκασμό ή το λεπτό χιούμορ».

Απαντώντας «ναι» στην πρόταση του Γιάννη Χουβαρδά, είχε έναν επιπλέον λόγο. Οπως όλοι μας δεν τον είχε ταυτίσει με την κωμωδία. «Είχε ενδιαφέρον πώς θα αντιμετωπίσει τη ζούγκλα του Λαμπίς». Ο παραλογισμός που υπάρχει στον βιτριολικό κόσμο που στήνει αριστοτεχνικά ο συγγραφέας και σε κάνει να αναρωτιέσαι πού συναντά τον δικό μας. «Ο παραλογισμός έρχεται μέσα από τη βιομηχανική εποχή. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος μπαίνει στη ζούγκλα των πόλεων και των σχέσεων που προέρχονται από τον αστικό τρόπο ζωής, αποκτά και τις ασθένειές της. Ο Λαμπίς με οξυδέρκεια παρατηρεί τον άνθρωπο – ζώο των πόλεων. Τον αστό που δεν είναι μόνο βαριεστημένος αλλά άπληστος, αδηφάγος, άπιστος, έχει δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά της βιομηχανικής εποχής. Βλέπουμε ανθρώπους που κινούνται σε αυτή την ψυχική ζούγκλα και θυμίζουν τα έργα του Ρουσό: ανθρώπους-λιοντάρια, τίγρεις, τρωκτικά να κινούνται μέσα σε φυλλωσιές».

Στην παράσταση του Χουβαρδά διαφαίνεται όλη η εξωφρενικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ενας κόσμος με πολλά ψέματα, απιστίες, μικροπρέπειες, αλήθειες, στον οποίο συμβαίνουν τα ακατονόμαστα ανάμεσα σε βαριεστημένους αστούς, φίλους, συγγενείς και υπηρέτες.

Το θέμα της απιστίας, παρότι είναι κλασικό θέμα του ερωτικού τριγώνου, είναι πάντα ένα πεδίο εξερεύνησης, λέει ο Δ. Τάρλοου, ο οποίος υποδύεται τον Μαρζαβέλ, τον απατημένο σύζυγο, όταν η σύντροφός του η Ερμάνς στον πρώτο χρόνο του γάμου τους είναι ήδη ερωτευμένη με τον κολλητό τους φίλο, Ερνέστο. Τον γοήτευσε όμως και η κόντρα των αστών και των ανθρώπων από την ύπαιθρο. «Στην ιστορία, έχουμε ένα ζευγάρι της πόλης με όλα τα χαρακτηριστικά της κι ένα ζευγάρι “άξεστων” από την Αλσατία, που χρησιμοποιείται σαν μια φαιδρή επαρχία. Καθώς έχουν κάτι το παράδοξο, κωμικό αλλά και επικίνδυνο, καταστρέφουν τη σύμβαση του σπιτιού Μαρζαβέλ, αποκαλύπτοντας όλη τη γελοιότητα και την αδυναμία τους».

Καλοί κωμωδιογράφοι είναι αυτοί που παίρνουν γνωστές ανθρώπινες καταστάσεις και μέσα από μια μικρή στρέβλωση αναδεικνύουν το παράλογο. «Ο Λαμπίς έχει το στοιχείο του παραλόγου, αλλά κι εκείνο της ανθρώπινης μελαγχολίας. Στην παράσταση του Χουβαρδά φαίνεται η βαθιά μελαγχολία που έπεται της αγωνιώδους προσπάθειας να βρεθεί μια ισορροπία κι ευτυχία στις σχέσεις. Στην εποχή μας, παρατηρείται έντονη η αποτυχία των σχέσεων, όπως η αποτυχία του πολιτισμού». Πιστεύει πως αν ανέβαινε στην Αγγλία ή στη Γαλλία η παράσταση, ο θεατής δεν θα ταυτιζόταν με τον ίδιο τρόπο. «Εδώ υπάρχει κάτι χυδαίο ακόμη και στην αστική συμπεριφορά. Ο πραγματικός αστός δεν ξιπάζεται, αλλά υπάρχει η κατηγορία των νεόπλουτων ή εκείνων που δεν έχουν κανένα πνευματικό λούστρο και είναι σαν αστικά ζώα. Η ζωώδης πλευρά δεν μας έλειπε ποτέ. Πριν από την κρίση αυτοί που ξέδιναν σε διάφορα “σκυλάδικα” ήταν έντονα ζωώδεις. Τώρα η αγένεια πέρασε από την επίδειξη πλούτου στην καθημερινότητα. Στο μετρό ανοίγουν οι πόρτες και δεν σε αφήνουν να βγεις, γιατί σπρώχνουν να μπουν οι άλλοι. Συμπεριφορές που κοντράρουν με τα αστικά ήθη της υπόλοιπης Ευρώπης. Γι’ αυτό είμαστε αποσυνάγωγοι. Κάτι που τονίζεται στην παράσταση. Ομως, όσο κι αν τα χάμστερ γυρίζουν στον τροχό νομίζοντας πως κυνηγώντας την ουρά τους περνάει η ζωή, κάποια στιγμή έρχεσαι αντιμέτωπος με έναν πιο βαθύ εαυτό, ακόμη κι αν είσαι επιφανειακός και η εικόνα που αντικρίζεις είναι της μοναξιάς και της αποξένωσης».

Αισθητική αναψυκτηρίου

Υποτιμημένο είδος στην Ελλάδα, η φάρσα έχει ταυτιστεί με θεάματα αισθητικής αναψυκτηρίου. Οφείλεται στο γεγονός ότι σε περασμένες δεκαετίες υπηρετήθηκε με τρόπο επιφανειακό ή μήπως φταίει και ο φόβος των κρατικών σκηνών και των θεάτρων ρεπερτορίου να εντάξουν το είδος στο πρόγραμμά τους μη και ταυτιστούν με κάτι ελαφρύ; «Η συμπλεγματικότητα είναι στοιχείο της ελληνικής πραγματικότητας, δεν άπτεται μόνο της καλλιτεχνικής ζωής. Τα συμπλέγματα των Ελλήνων είναι ένας επιπλέον λόγος που δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση, επειδή στριφογυρίζουμε όπως τα χάμστερ στον τροχό. Σίγουρα είναι και δείγμα συμπλέγματος ότι σοβαροί θίασοι δεν συμπεριέλαβαν στο ρεπερτόριό τους εξωφρενικές κωμωδίες, αν και ο Λευτέρης Βογιατζής μας έδειξε πως μπορείς να κάνει εξαιρετικές παραστάσεις με τη “Σπασμένη στάμνα”, το ”Συμφορά από το πολύ μυαλό” κ.ά. Είναι δύσκολο είδος, γιατί θέλει απόλυτη διαθεσιμότητα του ηθοποιού, σωματικές ικανότητες, αίσθηση του ρυθμού, της ατάκας, είναι είδος για εύστροφους. Ισως τη φοβούνται. Είναι εφιάλτης για τον ηθοποιό να ανεβάσει κωμωδία και να μη γελάσει κανείς».

Λέει πως «κωμικός άμα τη εμφανίσει σήμερα δεν υπάρχει». Οι λαϊκοί ξεσηκωτές ανήκουν σε άλλους καιρούς. «Δεν παίζουμε με αυτόν τον τρόπο». Ομως, με τι γελάει πια το κοινό; «Διαβάζοντας στο Facebook ατάκες όπως “ο τοίχος είχε τη δική του υστερία”, “μαργαρίτες μάντολες”, καταλαβαίνω τι θεωρούν αστείο σήμερα. Κάποιες ατάκες είναι έξυπνες γιατί έχουν σουρεαλισμό. Αλλες επίσης ενδιαφέρουσες έχουν ακραίο χιούμορ. Το κοινό είναι πολυκατακερματισμένο, όπως το εκλογικό ακροατήριο».

Εγγονός του Μ. Καραγάτση και της Νίκης Καραγάτση, με μητέρα τη Μαρίνα Καραγάτση και πατέρα τον ζωγράφο Φίλιππο Τάρλοου, μεγάλωσε σε ένα σπίτι με την τέχνη για την τέχνη. Ομως τα 33 χρόνια που εξελίχθηκε ως ηθοποιός και αιφνιδίασε ευχάριστα ως σκηνοθέτης είχαν μέσα τους και την αμφισβήτηση. «Στην Ελλάδα οποιοσδήποτε έχει κάποια καταγωγή, είτε είναι αστική είτε εύπορη, αυτό τον συνδέει με το μη ικανό. Θεωρείται ότι κάνει το χόμπι του. Είναι σαν το σύνδρομο της χώρας: για όλα φταίνε οι άλλοι. Μας φταίει για όλα ο Σόιμπλε, “ένας πάμπλουτος”, “ένας κακός άνθρωπος πάνω σε ένα αναπηρικό καροτσάκι” που περνάει τον καιρό του λέγοντας διαρκώς κακίες σαν τον Δρακουμέλ. Ολο αυτό γίνεται σύμπλεγμα. Κι εγω άκουσα πολλά, με πλήγωσαν και ακόμη με επηρεάζουν. Η αλήθεια είναι ότι σκλήρυνα».

Το δυσκολότερα χρόνια «δεν ήταν το διάστημα που προσπαθούσα να ορθοποδήσω», ήταν «όταν έκανα παραστάσεις που δεν με αφορούσαν. Αλλά μέσα από την κατάσταση της αφασίας κατάλαβα τι δεν θέλω να κάνω. Αυτό με βοήθησε να αναλάβω τις ευθύνες μου μέσα από το «Πορεία» και συμβάδισε και με την ανάληψη ευθυνών στην προσωπική μου ζωή, την απόκτηση παιδιών, μια συνολική ωρίμανση που ξεκίνησε στο γύρισμα του αιώνα και εξελίχθηκε από τη στιγμή που ανέλαβα να σκηνοθετήσω άλλους. Οταν ανέβασα τη “Λήθη” του Δημητριάδη, είπαν ότι δεν την έφτιαξα εγώ. Αυτό μου έδωσε το θάρρος να συνεχίσω να τολμάω. Δεν μου αρέσουν τα μεγάλα λόγια, αλλά οι μετρημένες κουβέντες. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κανέναν μεγάλο σκηνοθέτη, ούτε δάσκαλο ηθοποιών».

Η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο διαπιστώνουν αρθρογράφοι της Süddeutsche Zeitung και των New York Times; «Πού είναι τότε οι ατζέντηδες για να παίζονται οι ελληνικές παραστάσεις στο Λονδίνο ή στο Βερολίνο; Ανθρωποι που έρχονται για λίγες ημέρες στην Ελλάδα και θέλουν να δημιουργήσουν το νέο hot spot –γιατί γενικότερα το ευρωπαϊκό θέατρο βρίσκεται σε ένα τέλμα–, δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα».

Το θέατρο για τον Δ. Τάρλοου είναι «σωσίβιο». Από μικρός του άρεσε να αφηγείται ιστορίες. Τώρα βλέπει την κόρη του, την οκτώμισι ετών Μανιώ, να παίζει στη «Μεγάλη χίμαιρα», ενώ ο Φίλιππος, που προτιμά το πιάνο, σκαρφαλώνοντας στα 11 είναι και καλός κριτής.

«Οπως μου είπε σε μια πρόβα, “η τρίτη πράξη θέλει δουλίτσα”».

«Οι μισοί δεν καταλαβαίνουν»

Το θέατρο σήμερα ταλαιπωρείται από «την έλλειψη ενός μέτρου και μιας μεθόδου. Υπάρχουν τα πάντα, αλλά επί της ουσία δεν υπάρχει (πέρα από ελάχιστους) ολοκληρωμένη καλλιτεχνική εργασία. Λίγες παραστάσεις έχουν χαρακτήρα, όπως του Γιάννου Περλέγκα με τη Ναταλία Τσαλίκη που είδα πρόσφατα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο στις παραστάσεις. Υπάρχει ένα κύκλωμα μπλογκ, δημοσιογράφων και παρατρεχάμενων, που προμοτάρει παραστάσεις βαθέος ύπνου στις οποίες δεν παρακολουθεί κανείς τίποτα. Οταν δημιουργείς ένα στάνταρ θεάτρου που μόνο στην Ελλάδα είναι φυσιολογικό, όπου οι μισοί δεν καταλαβαίνουν τίποτα, κάποιοι κοιμούνται ή κοιτιούνται ανήμποροι και βγαίνοντας ακούς ότι αυτό που είδες είναι “εξαιρετικό”, κάτι συμβαίνει. Υπάρχουν όμως και παραστάσεις, για να είμαστε δίκαιοι, που ακόμη κι ας διαφωνείς με κάτι, έχουν νόημα, όπως του Οικονομίδη, με αρχή, μέση και τέλος».

​​Θέατρο Πορεία: «Οι Τρεις ευτυχισμένοι» του Λαμπίς. Μετάφραση: Στρατή Πασχάλη. Παίζουν: Δημήτρης Τάρλοου, Αλκηστις Πουλοπούλου, Χρήστος Λούλης, Αγγελος Παπαδημητρίου, Λαέρτης Μαλκότσης, Λένα Παπαληγούρα, Ιωάννα Κολλιοπούλου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή