Σκιέρ και πρόσφυγες

4' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οσο και αν είναι αβυσσαλέα η απόσταση που χωρίζει τις δύο περιπτώσεις –κοινωνικά και από πλευράς ηθικής βαρύτητας–, ο σκιέρ του Σαββατοκύριακου στον Παρνασσό και ο πρόσφυγας που ξεπαγιάζει στη Λέσβο έχουν έναν κοινό παρονομαστή: την ανικανότητα του κράτους, που ούτως ή άλλως ήταν πάντα δεδομένη, αλλά επί ημερών πρώτης φοράς Αριστερά έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.

Ας μην κολλάμε στην αντιπαθητική εικόνα του επηρμένου μεσοαστού, που νιώθει ταπεινωμένος από την πολύωρη αναμονή στους αναβατήρες και ρεζιλεύεται ξεσπώντας όπου βρει. Προσωπικώς, δεν έχω πάει ποτέ και πουθενά για σκι, ούτε και πρόκειται. (Ας είμαι ειλικρινής· θα πήγαινα, αλλά μόνο με τον σκοπό να ξαναδιαβάσω το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν υπό τις σωστές, αλπικές συνθήκες…) Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι γύρω από το σκι στον Παρνασσό λειτουργεί μια ολόκληρη ποικιλία επιχειρήσεων, με σημαντικό κύκλο εργασιών και, κυρίως, με προσφορά απασχόλησης σε τοπικές κοινωνίες, των οποίων οι δυνατότητες περιορίζονται εκ των πραγμάτων από τη γεωγραφική μορφολογία των περιοχών αυτών.

Ολοι αντιλαμβανόμαστε το έκτακτο των περιστάσεων, όμως σίγουρα δεν είναι φυσιολογικό –μέσα στη λογική της λειτουργίας ενός χιονοδρομικού κέντρου, εννοείται– να παγώνουν μηχανήματα επειδή έπεσε παραπάνω χιόνι, μηχανήματα των οποίων ο σκοπός είναι να λειτουργούν σε συνθήκες χιονιού. Και, τέλος πάντων, δεν υπήρχε ένα σχέδιο για την προφύλαξη από τέτοιες συνθήκες; Ο επιχειρηματίας δεν είχε προνοήσει κάπως; Αυτό είναι το θέμα: δεν υπάρχει επιχειρηματίας. Το χιονοδρομικό του Παρνασσού ανήκει στην Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου, η οποία δίνει σε εργολάβο τη λειτουργία του κέντρου, αλλά κρατάει για τον εαυτό της τη διοίκηση. Μου λένε μάλιστα, σχετικώς, ότι ο διευθυντής των εγκαταστάσεων στον Παρνασσό είναι διορισμένος από την Αθήνα. Το αποτέλεσμα της άμεσης εμπλοκής του κράτους είναι η κακοδιοίκηση και, φυσικά, η αδιαφορία για τον πελάτη. Ηταν ανάγκη να μαζευτεί το πλήθος των ταλαίπωρων και να αρχίσουν οι «ομορφιές» για να μάθουμε ότι δεν λειτουργούσε το κέντρο; Τόσο δύσκολο ήταν να έχουν διαπιστώσει οι ιθύνοντες την κατάσταση εκ των προτέρων και να έχουν ενημερώσει;

Αν η ιδέα της πλήρους παραχώρησης του μεγαλύτερου χιονοδρομικού κέντρου της χώρας σε ιδιώτη επιχειρηματία σοκάρει –επειδή ίσως έχει κάτι από τη χοντροκοπιά του Τραμπ–, υπάρχει και η πρόταση του Κ. Μπακογιάννη. Να το αναλάβει, δηλαδή, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και αυτή να το παραχωρήσει για 30 ή 40 χρόνια σε ιδιώτη, διατηρώντας ένα μέρος της ευθύνης μόνο για τη λειτουργία του. Είναι ένα σχήμα που εφαρμόζεται στο εξωτερικό και πετυχαίνει, επειδή εμπλέκει μέσω της Αυτοδιοίκησης την τοπική κοινωνία. Πώς να περιμένεις όμως από τη σημερινή κυβέρνηση να εγκαταλείψει τη μεθυστική δύναμη του κράτους για χάρη του καλού κοινωνικού αποτελέσματος;

Η περίπτωση των προσφύγων-μεταναστών στη Λέσβο είναι, όμως, πραγματικά εξοργιστική, λόγω της ηθικής διάστασής της· και αποκαλύπτει σε όλο το μέγεθός της τη διοικητική ανικανότητα της Αριστεράς. Ενώ θα περίμενες ότι, ως αριστεροί, θα έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους στο συγκεκριμένο ζήτημα, αυτοί απλώς σπατάλησαν τους πόρους, αδιαφορώντας προκλητικά για τη σχέση δαπάνης και αποτελέσματος. Αν προσελήφθησαν υπάλληλοι για τα hotspots και βρίσκονται σήμερα να απασχολούνται σε άσχετες υπηρεσίες των δήμων, αυτό είναι ευθύνη της κυβέρνησης· φταίει ο τυχάρπαστος, μπορεί και ανύπαρκτος, σχεδιασμός της και κανείς άλλος.

Δεν λέω τίποτε καινούργιο, πολύ φοβάμαι. Η διακυβέρνηση της χώρας από την Αριστερά έχει αποδείξει ότι, όσο και αν έχτισαν σταδιοδρομίες ρητορεύοντας υπέρ του «κόσμου της εργασίας», η ίδια η εργασία τούς είναι κάτι ξένο, με το οποίο δεν αισθάνονται πολύ άνετα. (Θυμίζουν εκείνον που γράφει βιβλιοκριτική, χωρίς όμως ποτέ να διαβάζει το βιβλίο που κρίνει, για να μην επηρεάζεται…) Το καινούργιο στην υπόθεση αυτή είναι ότι θεωρούν τη διοικητική ανικανότητα σχεδόν φυσικό δικαίωμα του (αριστερού) ανθρώπου. Το έδειξε, δυστυχώς, με τον χειρότερο τρόπο ο Γ. Μουζάλας, ο οποίος δεν βλέπει ό,τι και ο υπόλοιπος κόσμος, δηλαδή την οικτρή αποτυχία του, αλλά κατηγορεί τους επικριτές του ότι διαπράττουν «δολοφονία χαρακτήρα»…

Νέο λουκ

Τελευταία παρατηρώ ότι, καμιά φορά, πετάει κάτι ξεκούδουνες αγγλικούρες, όπως τις προάλλες που είπε ότι «η ιδέα αυτή δεν έχει appeal». Και ανησυχώ, δεν σας το κρύβω· γιατί τέτοια συμπεριφορά είναι σύμπτωμα της κρίσης της μέσης ηλικίας. Πείσθηκα ότι περί αυτού επρόκειτο τελικά –είναι 54 ετών άλλωστε–, όταν τον είδα προχθές στη Βουλή, στη συζήτηση για τα αγροτικά ζητήματα, με ολοκαίνουργιο μπλε μαλλί. Για να είμαι ακριβής, δεν είναι το κοινό μπλε· είναι το «αριστοκρατικό» bleu.

Eίναι ένα είδος διακριτικής βαφής για άνδρες, μετεξέλιξη του κλασικού ανοιχτογάλαζου των καθωσπρέπει (εθνικοφρόνων, ενδεχομένως) γιαγιάδων της δεκαετίας του 1970, που αφήνει ανταύγειες σε ένα bleu που γκριζάρει ελαφρώς, σαν της αεροπορίας. Το έχουν χρησιμοποιήσει και άλλοι πολιτικοί στο παρελθόν (θυμάμαι τον Δ.Λ.Ρ.Ο.Ε. Αβραμόπουλο, φέρ’ ειπείν…), αλλά στον Πάνο Σκουρλέτη ταιριάζει πολύ. Εξειδικευμένος (και καταξιωμένος) παρατηρητής τριχών του Κοινοβουλίου με βεβαιώνει μάλιστα ότι είναι και φωσφοριζέ. Γιατί όχι; Πολλοί κύριοι της ηλικίας του, εκεί στα βόρεια προάστια, αντιμετωπίζουν την επέλαση του γήρατος κάνοντας τζόγκινγκ μες στη νύχτα. Για να τους βλέπουν οι οδηγοί, συνήθως φορούν κάτι φωσφορίζοντα γιλέκα, πλαστικά και τελείως άκομψα. Το φωσφορίζον μαλλί είναι προτιμότερο. The Skourletis look! Why not?

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή