Αποψη: Χαμένοι στη μετάφραση

Αποψη: Χαμένοι στη μετάφραση

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​ανταλλαγή απόψεων, στον βαθμό που γίνεται καλόπιστα και με κοινό κώδικα επικοινωνίας, αναμφίβολα προάγει τη δημόσια συζήτηση βοηθώντας να γίνουν αντιληπτές οι διαφορετικές πολιτικές επιλογές και να ελεγχθούν για την ορθότητά τους. Φοβούμαι όμως ότι ο τρόπος με τον οποίο ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης επιχειρεί να με ερμηνεύσει μάλλον συσκοτίζει το υπό συζήτηση ζήτημα των εταιρικών φορολογικών συντελεστών, κάτι που με υποχρεώνει να επανέλθω.

Αρχικά, ο κύριος υπουργός μού προσάπτει ότι αγνοώ τη σοβαρή κριτική που έχουν δεχθεί οι δύο πολιτικοί οικονομολόγοι Alesina και Ardagna για τις απόψεις τους τις οποίες και επικαλούμαι στο προηγούμενο άρθρο μου, από το ΔΝΤ και την επιθεώρηση The Economist.

Ωστόσο, η κριτική που δέχτηκαν οι δύο συγγραφείς αφορά αποκλειστικά το σκέλος της αναπτυξιακής διάστασης της δημοσιονομικής προσαρμογής (expansionary fiscal contraction). Εκείνο που δεν αμφισβητείται είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της μείωσης των δαπανών είναι λιγότερο υφεσιακή από την αύξηση της φορολόγησης (IMF World Economic Outlook, October 2010). Ακόμη, ο Economist δεν αμφισβητεί ότι η μείωση των δαπανών είναι προτιμότερη από την αύξηση των φόρων («Cutting Edge», 30.9.2010). Με τη σειρά του, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι οι εταιρικοί φόροι προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά στην ανάπτυξη συγκριτικά με τις άλλες μορφές φορολόγησης («Tax andReform», OECD Economics Department, Working Paper no. 620, 11.7.2008). Ολα τα παραπάνω πουθενά δεν διαφοροποιούνται από την άποψη που διατύπωσα, πως «η δημοσιονομική προσαρμογή που στηρίζεται στην αύξηση της φορολογίας ασκεί υφεσιακές πιέσεις στην οικονομία» («Καθημερινή», 15.1.2017).

Δεύτερον, ο κύριος υπουργός ζητάει να ελέγξουμε την ορθότητα των απόψεών μας στο πεδίο της ελληνικής πραγματικότητας, όπου με λύπη μου διαπιστώνω ότι ο ίδιος συνεχίζει να αναπαράγει το εσφαλμένο αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ πως «τα μνημόνια έφεραν την κρίση» και όχι το αντίστροφο. Ομως η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε ύφεση πριν από την εφαρμογή του 1ου μνημονίου και η μείωση των δαπανών ήταν μονόδρομος, με τα δημόσια οικονομικά να έχουν εκτροχιαστεί. Ο κ. υπουργός ασκεί κριτική για την περίοδο 2011-2014 όπου οι επενδύσεις, ώς ένα βαθμό αναμενόμενα, σημείωσαν υποχώρηση. Παρ’ όλα αυτά, οι επενδύσεις σημείωσαν δραματική καθίζηση το 2015, όταν η οικονομία επέστρεψε στην ύφεση καθώς κορυφώθηκε η ανερμάτιστη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς που κόστισε στη χώρα 86 δισ. ευρώ (περίοδος μάλιστα κατά την οποία ο υπουργός επιχειρηματολογούσε για την αναγκαιότητα ενός σχεδίου Β΄ για την ελληνική οικονομία με την εισαγωγή ενός παράλληλου νομίσματος).

Σήμερα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνεχίζει να μη διδάσκεται τίποτε από το πρόσφατο οδυνηρό παρελθόν. Οπως επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, με τον νέο φοροκεντρικό προϋπολογισμό (με την αναλογία των παρεμβάσεων στα έσοδα σε σχέση με αυτών στις δαπάνες να εκτινάσσεται από το 0,75 το 2016, στο 15,9 το 2017!), «η υπερφορολόγηση θα εξακολουθεί να λειτουργεί ιδιαιτέρως στρεβλωτικά στο οικονομικό περιβάλλον αποτελώντας εμπόδιο στην επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης και τελικά έχει την τάση να προκαλεί μείωση των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους τόσο σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη όσο και με τους στόχους που έχουν τεθεί στο πλαίσιο των συγκεκριμένων παρεμβάσεων» (Εκθεση επί του σχεδίου προϋπολογισμού 2017, Νοέμβριος 2016).

Θα επαναλάβω για ακόμη μία φορά το μοναδικό σημείο που φαίνεται να συμφωνώ με τον κύριο υπουργό – το στοίχημα της ανάπτυξης θα κερδηθεί στη δημιουργία ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Στο πεδίο αυτό όμως, οι επιδόσεις της κυβέρνησης τα αυτά δύο χρόνια είναι επιεικώς αποκαρδιωτικές. Οι αποκρατικοποιήσεις σέρνονται, τα «κόκκινα» δάνεια καθηλώνουν την οικονομία, το ΕΣΠΑ, ο αναπτυξιακός νόμος και οι διάσπαρτες αναπτυξιακές δράσεις αποτυγχάνουν να συνδράμουν αποτελεσματικά τον στόχο της ανάπτυξης. Και φυσικά έχει επιλέξει να εξαιρέσει τα φορολογικά κίνητρα, τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι η μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών (με τις άλλες μεταβλητές σταθερές) αυξάνει την ελκυστικότητα μιας οικονομίας στις ξένες επενδύσεις. Για παράδειγμα, στην επιτυχημένη περίπτωση της Ιρλανδίας μια αύξηση του φορολογικού συντελεστή κατά μία μονάδα θα μείωνε κατά 4,6% την πιθανότητα να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις από χώρες εκτός Ε.Ε. (Ronald B. Davies, Iulia Siedschlag, Zuzanna Studnicka, «Corporate Taxation and ForeignDirect Investment in EU Countries: Policy Implications for Ireland», The Economic and Social Research Institute, summer2016).

Πώς λοιπόν θα προσελκύσει η χώρα μας ξένες επενδύσεις, όταν μάλιστα σε αυτήν τη γωνιά της νότιας Ευρώπης (και η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σκανδιναβικά κράτη, όπως μοιάζει συχνά να ξεχνάει ο κ. υπουργός) συντελείται ένας πραγματικός φορολογικός ανταγωνισμός; Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το επεξεργασμένο σχέδιο της Ν.Δ. για τη μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της φορολόγησης των μερισμάτων, η οποία θα βοηθήσει κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις) σε συνδυασμό με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα διαρθρωτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, που θα προσδώσει στην οικονομία τον χαμένο δυναμισμό της.

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κερδίσει το στοίχημα της ανάπτυξης καθώς οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και προσωπικά ο κ. υπουργός, παραμένουν χαμένοι στη μετάφραση παρωχημένων οικονομικών θεωριών, τις οποίες χρησιμοποιούν τεχνηέντως προκειμένου να προστατέψουν με κάθε τρόπο το σπάταλο και υδροκέφαλο κράτος του οποίου υπεραμύνονται από την αναγκαία μείωση δαπανών.

* Η κ. Ντόρα Μπακογιάννη είναι βουλευτής της Ν.Δ., πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή