Η ρίγανη είναι γκουρμέ!

2' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την Αθήνα ως γαστρονομική μητρόπολη επιχειρεί να συστήσει ο Αρης Βεζενές μέσα από τη σειρά εκδηλώσεων Embrace, στην οποία συμμετέχουν διάσημοι σεφ από όλο τον κόσμο.

Το μπαρμπουνάκι για το καλωσόρισμα ήταν σαν θαλασσινό φιλί. Το μαγιάτικο και η στήρα μαριναρισμένα, ωμά, με χυμό από εσπεριδοειδή, ενώ οι καραβίδες είχαν «ακουμπήσει» στη φωτιά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Ο αστακός, διατηρώντας όλη την αλμυρή αύρα, σερβιρίστηκε με μια σάλτσα βουτύρου με εκλεκτό αυγοτάραχο Πρεβέζης. Ολοζώντανα θαλασσινά, φρέσκια ρίγανη, κατσικάκι από τη Βόνιτσα με σίτεμα εξήντα (!) ημερών και στα ποτήρια το εξαιρετικό Ασύρτικο Σαντορίνης από το νεοσύστατο οινοποιείο Vassaltis, το καθιερωμένο Chardonnay Γεροβασιλείου και το μεστό Ενστικτο του οινοποιείου Δασκαλάκη, από τον ξαναγεννημένο κρητικό αμπελώνα. Ηταν όλα εκεί, προϊόντα από κάθε γωνιά της ελληνικής υπαίθρου που κατέκτησαν ένα εστιατόριο γαστρονομίας αιχμής στην Αθήνα και εντυπωσίασαν έναν κοσμογυρισμένο σεφ και τους καλεσμένους του.

Ο Carlo Mirarchi, chef και συνιδιοκτήτης των πολυσυζητημένων εστιατορίων Blanca και Roberta’s στο Μπρούκλιν, ήρθε στην Αθήνα πριν από λίγες ημέρες, προσκεκλημένος του chef Αρη Βεζενέ με αφορμή το Embrace, μια σειρά εκδηλώσεων που έχουν σκοπό να συστήσουν την Ελλάδα στις ιδιαίτερες προσωπικότητες της παγκόσμιας γαστρονομικής σκηνής, κάνοντας γνωστή τη σύγχρονη ταυτότητα της ελληνικής κουζίνας, που δημιουργείται τώρα από τη νέα γενιά των μαγείρων.

Στο εστιατόριο Vezené η πρώτη ύλη έλαμπε και σοφά οι μάγειρες επέλεξαν να αφήσουν τα υλικά σχεδόν απείραχτα. Αν και ο ίδιος ο Mirarchi μαγειρεύει καθημερινά σε μια γαστρονομική μητρόπολη, έχει άραγε συχνά πρόσβαση σε τέτοια υλικά; Προσφέρει η Αθήνα στον ταξιδιώτη τη δυνατότητα να δοκιμάσει τόσο ατόφιες γεύσεις;

Ο Βεζενές, που έχει μεγαλώσει στην Αμερική, με ένα τέτοιο δείπνο απέδειξε πως η ελληνική γαστρονομική ταυτότητα μπορεί να γίνει το όχημα που θα ταξιδέψει την Ελλάδα στον κόσμο. «Αγαπάμε τη ρετσίνα, αλλά δεν παράγουμε μόνο ρετσίνα, αγαπάμε τον μουσακά, αλλά δεν είναι αυτό που τρώμε κάθε μέρα», παραδέχτηκε ο σεφ. Αν για λίγο στραφούμε στην παράδοση και όχι στις συνταγές που σερβίρουν τα εστιατόρια στα ’80 και στα ’00s, θα δούμε πως εδώ, σε αυτόν τον τόπο με την περιορισμένη βιομηχανία, τους ελαιώνες και τα πελάγη, καλό φαγητό θεωρούμε μια φέτα ζυμωτού ψωμιού και μια ντομάτα κομμένη από το μποστάνι, λουσμένη με το δικό μας λάδι. Τρώμε απλά και προτιμάμε να τρώμε όλοι μαζί, λερωνόμαστε με το φαγητό, γιατί είναι ζουμερό, ενώ κάποιοι ακόμα περιμένουμε την αλλαγή των εποχών για να φάμε τον πρώτο καρπό στην ώρα του. Δεν είναι «εξαγώγιμη» αυτή η κουλτούρα;

Η εκδήλωση είχε φιλανθρωπικό χαρακτήρα – και θα ακολουθήσουν και άλλες αντίστοιχες μέσα στους επόμενους μήνες. Πενήντα πέντε επισκέπτες μοιράστηκαν το γεύμα τους με παρέες αγνώστων σε κοινά τραπέζια. Σκοπίμως ή όχι, έχει μια αλληγορία. Ο στόχος επετεύχθη με μια λαμπρή γευστική σύμπραξη, με κοινό όφελος. Οι καλεσμένοι έγιναν πρέσβεις του ελληνικού γαστρονομικού πλούτου και ταυτόχρονα πρόσφεραν 800 μερίδες φαγητού στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Μπορούμε (www.boroume.gr), τον οποίο το εστιατόριο στηρίζει με δικούς του πόρους καθημερινά.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή