Να ’ρθει ο Τσιτσάνης κι ο Μπαχ

Να ’ρθει ο Τσιτσάνης κι ο Μπαχ

2' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To πιθανότερο είναι ότι δεν υπάρχει Ελληνας, που ήταν ενήλικος τη δεκαετία του ’80 ή προχωρημένος έφηβος (με τις πολλές σημασίες της λέξης), και δεν έχει σιγομουρμουρίσει το «πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη». Οσο για εκείνο το θρυλικό πάρτι με φεγγάρι στις 25 Ιουλίου του 1983 στη Βουλιαγμένη, με πάνω από 70.000 άτομα, ήταν κάτι περισσότερο από μια υπαίθρια γιορτή. Ηταν, ας πούμε, σαν μια σπονδή στα ’80s. Εκ των υστέρων, βέβαια, κι όπως το βλέπουμε σήμερα.

Γιατί, τότε, ήταν το ξέσπασμα, το «φτου ξελευτερία» στη βαρύγδουπη πολιτικοποίηση της μεταπολίτευσης, η επιθυμία για ανοιχτή πλεύση, οι βαθιές εισπνοές του αέρα της αλλαγής (ειδικής σύνθεσης, ελαφρώς παραισθησιογόνος), η αισιοδοξία, η ελπίδα και –κυρίως– η ανεμελιά. «Ο κόσμος διψούσε για μια ακαθοδήγητη βραδιά», όπως σχολίασε και ο ίδιος στην «Κ» (στη Γιώτα Συκκά, 9/06/2013). Και του την πρόσφερε, ανεμπόδιστα, ανάλαφρα, μεθυστικά.

Κάποιοι θορυβήθηκαν: «Τρόμαξε το ΚΚΕ, με κατηγόρησαν ότι εισάγω αμερικάνικα πρότυπα ζωής, ότι ήταν ένα πάρτι μέσα στις αναθυμιάσεις του χασίς, ότι είχε πορνικά συμπλέγματα. Ηταν μια αθώα βραδιά που κανείς μας δεν περίμενε ότι θα είχε τόσο κόσμο. Το ΚΚΕ εσωτερικού και άλλοι το αντιμετώπισαν διαφορετικά: “Εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά” είπαν».

Εχουν κάτι κοινό ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και η έκθεση για τα ’80s («Η Ελλάδα του Ογδόντα») που παρουσιάζεται αυτόν τον καιρό στην Τεχνόπολη. Ο καθένας βιώνει με τον δικό του τρόπο την εποχή και τους ανθρώπους που την αποτύπωσαν, την καθόρισαν, την αφηγήθηκαν. Από τη νοσταλγία ώς την κριτική στην κοινωνία της κατανάλωσης. Από ένα κλείσιμο του ματιού στη νιότη, πότε εξιδανικευμένη πότε απροσδιόριστη, μέχρι την περιπλάνηση σε μουσικές και χρώματα, ανακαλύψεις, πολιτικές και «συναντήσεις» που μας διαμόρφωσαν.

Τα τραγούδια του Λουκιανού Κηλαηδόνη ήταν η συγκολλητική ουσία σε παρέες ετερόκλητες. Δεν ξέρω αν ήταν το «φως και η χαρά» που ανέδιναν, μουσική και στίχοι, αυτό που συνένωνε φάλτσους και καλλίφωνους ή το απομυθοποιητικό χιούμορ ή ο αποσυντονισμός κάθε comme il faut διάθεσης. Ο Κηλαηδόνης, όμως, συνένωνε, έφερνε κοντά, είχε το χάρισμα, ανεπιτήδευτο όπως και η τέχνη του, να σκορπάει, έστω και προσώρας, αντιθέσεις και αντιπαλότητες. Δεν έκανε διακρίσεις. Τους καλούσε όλους στα πάρτι του: «Να ’ρθει ο Ντίλιγκερ/ Να ’ρθει ο Βέγγος/ Να ’ρθει ο Γκέρσουιν/ Να ’ρθει κι ο Μπραμς/ Να ’ρθει κι ο Αμποτ με τον Κοστέλο/ Να ’ρθει ο Τσιτσάνης και να ’ρθει κι ο Μπαχ».

Οι κοινότητες του Κηλαηδόνη έλειψαν και λείπουν ακόμη περισσότερο στη σημερινή Ελλάδα. Κοινότητες που να μη τις συνέχει το μίσος για τους «άλλους», που να μπορούν να ανακατεύονται και να συνυπάρχουν με την αυθαιρεσία που μόνο το κέφι και η ανεμελιά μπορούν να προσφέρουν. «Οσοι πηγαίνουνε στη Βουλιαγμένη/ λέει ένας νόμος παλιός,/ νύχτα με φεγγάρι/ κι είναι λίγο πιωμένοι/ πάντα τη βρίσκουν αλλιώς».

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ένας γκριζομάλλης, με μακριά μαλλιά, απροσποίητος και αυθεντικός, που θα σεργιανάει στο μυαλό μας απροειδοποίητα και απρόσκλητα. Γιατί κάθε φορά που λέξεις-κλειδιά θα ακούγονται (ας πούμε «θερινά σινεμά» ή «τα καλύτερά μας χρόνια»), αυτόματα θα ανακαλείται και ο ρυθμός. Κι ένα χαμόγελο θα αναπληρώνει τα κενά, τους στίχους που δεν θα θυμόμαστε και θα συνταιριάζουμε με τον τρόπο μας. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης μας έδωσε μια φιλική σπρωξιά για να αποβάλουμε το τρακ της σκηνής. Να συνταιριάζουμε και να συνυπάρχουμε.

Τι δεν πρόλαβε να κάνει; «Δύο πράγματα δεν έμαθα όσο θα ήθελα και τα έχω αφήσει για την επόμενη ζωή μου. Καλά αγγλικά και κλακέτες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή