Πρόσωπα της Εβδομάδας

4' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΜΑΡΕΒΑ ΓΚΡΑΜΠΟΦΣΚΙ

Το αμάρτημα της αδιακρισίας

Ο ​​Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν γνωστός στο πανελλήνιο πριν καν ο ίδιος καταλάβει τον εαυτό του. Γνωστός όμως δεν σημαίνει οικείος. Υπάρχει ένα είδος εγγύτητας –ή μάλλον απόστασης– του δημοσίου προσώπου προς την κοινωνία που δεν μπορεί να το μετρήσει ο δείκτης αναγνωρισιμότητας. Ο Κυριάκος ήταν εκ γενετής «αναγνωρισιμότατος». Αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να είναι ταυτόχρονα και κάπως απόμακρος, ως Μητσοτάκης. Ως γόνος παλιάς πολιτικής οικογένειας.

Εχοντας μάλλον επίγνωση αυτής της ψυχικής απόστασης από το εκλογικό ακροατήριο, ο Μητσοτάκης δοκίμασε να επανασυστηθεί όταν διεκδίκησε την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Δεν δίστασε έτσι να μιλήσει δημοσίως για την προσωπική του ζωή, για τη σχέση του με τη σύζυγό του. Εκτοτε μοιραζόταν τακτικά στιγμές από την οικογενειακή του ζωή στα κοινωνικά δίκτυα.

Το κέρδος από αυτήν την επικοινωνιακή τόλμη είναι, βέβαια, η οικειότητα. Το κόστος είναι η έκθεση. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι έτσι βγήκε στο ξέφωτο η Μαρέβα Γκραμπόφσκι. Το γεγονός ότι εκτέθηκε στη δημοσιότητα την κατέστησε πολιτικά ευάλωτη.

Πρόκειται μάλλον για παραπλανητική ανάγνωση. Ακόμη και αν η Μαρέβα είχε κρατηθεί στην αφάνεια, ακόμη και αν την είχε αποσύρει στο παρασκήνιο η επικοινωνιακή τακτική του Μητσοτάκη, είναι απίθανο ότι θα είχε αποφύγει τη στοχοποίηση. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του συζύγου της θα την είχαν ανακαλύψει. Γιατί; Γιατί πληροί όλες τις προδιαγραφές δαιμονοποίησης.

Κατάγεται από πλούσια οικογένεια. Ασκεί η ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα – με σκοπό, βέβαια, το επάρατο κέρδος. Ταξιδεύει και ανεβάζει τις φωτογραφίες της στο Instagram. Δίνει συνεντεύξεις στα αγγλικά. Εχει μέχρι και ξενικό ονοματεπώνυμο.

Χάρη σε αυτές τις ιδιότητες, η Μαρέβα είναι ένα πρόσωπο στο οποίο μπορούν εύκολα να προβληθούν όλα τα αντισυστημικά στερεότυπα. Ενα πρόσωπο ιδανικό για την κρεατομηχανή της ψηφιακής δημόσιας σφαίρας.

Πώς ήταν δυνατόν να αφήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τέτοιο κοίτασμα ανεκμετάλλευτο; Πώς ήταν δυνατόν να διαφύγει η Γκραμπόφσκι από το ραντάρ ενός κόμματος που δεν έκρυψε ποτέ –ούτε καν από θεσμικό καθωσπρεπισμό, όταν έγινε κυβέρνηση– ότι μία από τις βασικές του δεξαμενές είναι ο ταξικός φθόνος – αυτός που κατά τον κομματικό ευφημισμό προβάλλεται ως «ταξική μεροληψία».

Η αρετή που ανέκαθεν αναζητούσε η ελληνική κουλτούρα στις συζύγους των πολιτικών ήταν η «διακριτικότητα». Δεν είναι δύσκολο να αναλύσει κανείς τι σημαίνει «διακριτική» κυρία. Σημαίνει να εμφανίζεται σπάνια – μόνο όταν το επιβάλλει η εθιμοτυπία. Να μην ανταγωνίζεται την ακτινοβολία του συζύγου της, με δική της αυτόνομη σταδιοδρομία. Σημαίνει να είναι κομψή και σιωπηλή, σαν καλαίσθητο έπιπλο. Σημαίνει δηλαδή ακριβώς ό,τι δεν είναι η Μαρέβα.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΘΑΝΟΥ

Ως θεσμός και ως άνθρωπος

Τ​​ο λένε συνήθως οι καλλιτέχνες. «Ως καλλιτέχνης», λένε, και «ως άνθρωπος». Την ίδια διχοτόμηση του εαυτού της διεκδίκησε και η πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Ζητούσε την άρση του ορίου συνταξιοδότησης «ως θεσμός», παρότι από αυτή θα είχε ευνοηθεί και η ίδια «ως άνθρωπος».

Η καθολική άρνηση των λειτουργών του Αρείου Πάγου να συναινέσουν στο –θεσμικό και ανθρωπινότατο– αίτημα της Βασιλικής Θάνου χαιρετίστηκε ως δείγμα αντοχής των θεσμών. Θα μπορούσε ταυτόχρονα να ερμηνευθεί και ως αντιπαράδειγμα για το πώς ένα θεμιτό αίτημα –όπως η ισοβιότητα των ανώτατων δικαστών– απονομιμοποιείται, όταν τίθεται στον λάθος χρόνο, με τον λάθος τρόπο και για τον λάθος λόγο. Οταν προωθείται με συνδικαλιστικό ακτιβισμό ενάντια ακόμη και στο γράμμα του Συντάγματος.

Η αλήθεια είναι ότι οι αρεοπαγίτες αυτήν τη φορά δεν ήταν μόνοι τους. Είχαν και την κάλυψη του υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος είχε ταχθεί δημόσια κατά της μεθοδευόμενης αλλαγής. Η στάση του Κοντονή δεν προσφέρεται για ευρύτερα συμπεράσματα, ως προς τη στάθμη της θεσμικής ευαισθησίας της κυβέρνησης. Δείχνει όμως ότι τουλάχιστον ο νυν υπουργός δεν θα περιοριστεί, όπως ο προκάτοχός του, στο να λειτουργεί ως αναπληρωτής του αναπληρωτή του.

Το ερώτημα που μένει, και υπερβαίνει την ψηφοφορία της Τετάρτης στον Αρειο Πάγο, αφορά συνολικά τα θεσμικά αντίβαρα – που πια αποκτούν επείγοντα ιστορικό ρόλο όχι μόνο σε ρηχές δημοκρατίες, όπως η ελληνική, αλλά και στις πιο δοκιμασμένες, όπως η αμερικανική.

Αντέχει η Δικαιοσύνη; Αντέχει να παίξει τον ρόλο του αναχώματος απέναντι στη σαρωτική δύναμη του αντισυστημικού λαϊκισμού;

Υπάρχουν ενδείξεις ότι αντέχει.

Υπάρχει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών.

Υπάρχει, ως τεκμήριο ανεξαρτησίας, η απόφαση για τη μη έκδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών. Υπάρχει και η προχθεσινή άρνηση των αρεοπαγιτών σαν έμπρακτη απάντηση στην κατηγορία ότι η κρίση τους κατευθύνεται πάντα από συντεχνιακούς αυτοματισμούς.

Αρκούν αυτοί οι σταθμοί; Αρκούν για να ισοσκελίσουν τη ζημία που έχει προκληθεί από την κατάχρηση των θεσμών; Από τις απόπειρες εργαλειοποίησής τους για πολιτικές σκοπιμότητες, συνδικαλιστικά συμφέροντα, ακόμη και για προσωπικούς ιδεασμούς;

Αν κάτι έδειξε η θητεία της προέδρου του Αρείου Πάγου –η ηλεκτρισμένη θητεία που τελικώς δεν θα αποφύγει τη συνταγματική της εκπνοή τον προσεχή Ιούνιο– είναι ότι ακόμη κι όταν τα προσωπικά εγχειρήματα αποτυγχάνουν, αφήνουν το υπόλειμμά τους στην αξιοπιστία των θεσμών.

Το κεφάλαιο αυτής της αξιοπιστίας χτίζεται σε δεκαετίες, αλλά μπορεί να σπαταληθεί σε μήνες. Οι θεσμοί είναι πολύ εύθραυστοι για να μείνουν αλώβητοι από τα πρόσωπα που τους ενσαρκώνουν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή