Περνώντας μέσα από τους τοίχους της Αμπράμοβιτς

Περνώντας μέσα από τους τοίχους της Αμπράμοβιτς

2' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Είπα στον δικηγόρο μου πώς θα ήθελα να είναι η κηδεία μου. Ηταν πολύ σημαντικό να γίνει ακριβώς όπως τη σχεδίασα διότι θα ήταν το τελευταίο μου έργο. Του είπα πως θα ήθελα τρεις τάφους, έναν σε κάθε πόλη όπου έζησα περισσότερο: στο Βελιγράδι, στο Αμστερνταμ και στη Νέα Υόρκη. Θα ήμουν θαμμένη σε έναν από τους τρεις αλλά κανείς δεν θα ήξερε σε ποιον».

Στην σελίδα 267 του βιβλίου της, «Περνώντας από τοίχους» (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ροπή), η Μαρίνα Αμπράμοβιτς περιγράφει πώς αισθάνθηκε μετά τον θάνατο της αγαπημένης της φίλης Σούζαν Σόνταγκ και πώς οραματίστηκε τη δική της τελευταία «πράξη» στην ύπαρξη. Ομως ο λόγος για τον οποίον θα πρέπει να αγοράσει κανείς το πόνημα της αυτοβιογραφία της είναι ο τρόπος που αφηγείται τη ζωή της. Το πήρα μαζί μου σε ένα πρόσφατο ταξίδι και το διάβασα πυρετικά μέσα σε 4 ώρες. Δεν μπορείς να σταματήσεις την ανάγνωση γιατί και η ίδια η πορεία της είναι ένας πυρετός που σε κρατάει συνεχώς σε υψηλή θερμοκρασία.

Από τα παιδικά της χρόνια στη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία του Τίτο, τη γνωριμία των γονιών της, δύο ηρώων πολέμου που ερωτεύτηκαν σφόδρα αλλά έφτασαν να μισούν ο ένας τον άλλο σαν δυο θηρία που θέλουν να αλληλοεξοντωθούν, στην άχαρη εφηβεία της που τη φώναζαν καμηλοπάρδαλη γιατί ήταν ψηλή, στη συναισθηματική κακοποίηση που εισέπραττε στο σπίτι, τα πρώτα κεφάλαια κυλάνε σαν νερό. Ακόμη κι αν δεν έχεις ιδέα από την τέχνη της, διασκεδάζεις με τον τρόπο που αποτυπώνει την απόλυτη μιζέρια χωρίς να σε βαραίνει. Επειδή ξέρει να συνδέεται μέσα από την περφόρμανς με ανθρώπους παντελώς αγνώστους, το ίδιο κάνει και στη γραφή. Λες και είναι μια πρωταγωνίστρια σε καλογυρισμένη σειρά, θες να δεις όλα τα επεισόδια μονορούφι γιατί η πλοκή είναι μοναδική.

Και πράγματι έτσι εξελίσσεται η νιότη της· σαν πλοκή. Αρχίζει να κάνει τέχνη, καταλαβαίνει πολύ νωρίς ότι η διαδικασία την αφορά περισσότερο από το ίδιο το αντικείμενο και ότι οι δύο διαστάσεις της ζωγραφικής δεν χωράνε τη φιλοδοξία της να αγγίξει την ύπαρξη. Ανακαλύπτει τον πόνο ως απελευθέρωση και το σώμα σαν το όχημα που θα την ταξιδέψει πολύ μακριά, γνωρίζει τον Ουλάι, τον πρώτο σύντροφό της με τον οποίον θα μείνει 12 χρόνια και θα κάνει σημαντικές περφόρμανς. Ταυτόχρονα μιλάει για τα ταξίδια της, για τους πολιτισμούς, για την πανανθρώπινη πνευματικότητα, έτσι μαθαίνεις το making of των καλύτερών της έργων. Τη συμπαθείς, τη συμπονάς, τη σέβεσαι.

Το ίδιο συναίσθημα σου εμπνέει και όταν τη γνωρίζεις από κοντά. Η πρώτη φορά που της έκανα συνέντευξη ήταν το 2007 στην Αθήνα, στο σπίτι του γκαλερίστα Γεράσιμου Καππάτου. Επέμενε ότι όλα τα διδάχθηκε από τη δυστυχία και πως η ευτυχία, αν και ωραία, δεν έχει τίποτα να σε μάθει. Η δεύτερη συνάντησή μας ήταν στη Νέα Υόρκη, το 2010, στο διαμέρισμά της, λίγο προτού κάνει την πιο σημαντική περφόρμανς της ζωής της στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης με τίτλο «The Artist is Present». Πέρασε 736 ώρες καθισμένη και σιωπηλή απέναντι σε 1.500 ανθρώπους. Ηταν μια ημέρα με χιονοθύελλα, μου άνοιξε την πόρτα ντυμένη με μια μαύρη ρόμπα, χωρίς καμιά ρυτίδα στο πρόσωπο, με μια απόκοσμη λάμψη σαν να ήταν 20 ετών. Στην αρχή σκέφτηκα ότι πρέπει να έχει βρει τον καλύτερο πλαστικό χειρουργό του σύμπαντος, αλλά μετά άρχισα να πιστεύω ότι αυτός ο φρενήρης, πυρετώδης βίος απλώς δεν την άφησε να γεράσει.

Το «Περνώντας τους τοίχους» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται και από εκείνους που δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να μάθουν για την περφόρμανς. Και ο λόγος είναι ότι είναι μια συναρπαστική διαδρομή που ξεκινάει το 1946 και σταματά το 2016. Σε μια μεγάλη ανάσα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή