Η βουλιμία για ειδήσεις και τα slow media

Η βουλιμία για ειδήσεις και τα slow media

5' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 1986, ο Carlo Petrini, με αφορμή τα εγκαίνια ενός McDonald στην Piazza di Spagna στη Ρώμη, δημιούργησε τον όρο slow food για να υποστηρίξει την αρχή ενός κινήματος σε αντιδιαστολή με το fast food. Με τον καιρό, ο επιθετικός προσδιορισμός slow εξελίχθηκε σε μια κουλτούρα που ήθελε να αντιπαρατεθεί ειρηνικά στην κυριαρχία της ταχύτητας σε πολλά και διαφορετικά πεδία της καθημερινής ζωής. Εγεννήθη το slow movement. Ετσι εμφανίστηκε το slow cities, γιγαντώθηκε το κίνημα slow food, δημιουργώντας μεγάλες ομάδες υποστηρικτών σε πολλές χώρες και το 1999 ο Geir Berthelsen παρουσίασε το όραμά του για μια συνολική αντιμετώπιση της ζωής με πιο αργούς ρυθμούς: slow planet. Το 2004 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Carl Honore «In praise of Slowness» και οι Financial Times έγραψαν ότι «το βιβλίο είναι για τα slow κινήματα ό,τι το “Κεφάλαιο” του Μαρξ για τον κομμουνισμό»!

Παρά τον κανόνα που θέλει την ταχύτητα να χαρακτηρίζει τη δημοσιογραφία ή ίσως και εξαιτίας αυτού, ο επιθετικός προσδιορισμός slow εμφανίστηκε δίπλα στη δημοσιογραφία μόλις τo 2007 στο βρετανικό περιοδικό Prospect, σε ένα άρθρο υπογεγραμμένο από τη Susan Greenberg, η οποία περιέγραψε τη διαφορά της αξιόπιστης, φροντισμένης δημοσιογραφίας από τις «καθημερινές ειδήσεις», ορίζοντας την πρώτη ως είδος πολυτελείας: «Ως πολυτέλεια εννοώ τον χρόνο. Χρειάζεται χρόνος για να ανακαλύψεις πράγματα, για να τα σκεφτείς και να τα καταλάβεις, χρειάζεται χρόνος για να κάνεις κάτι καινοφανές στη δουλειά σου και χρειάζεται χρόνος για να καταφέρεις να το κάνεις γνωστό, να το επικοινωνήσεις με τον τρόπο που του αξίζει».

Από το 2010 αρκετά μέσα, κυρίως διαδικτυακά, αυτοπροσδιορίστηκαν ως slow media στην Αμερική και στην Ευρώπη, ορίζοντας ως στόχο τον κριτικό επαναπροσδιορισμό των αποτελεσμάτων της ταχύτητας στην άσκηση της δημοσιογραφίας, επιθυμώντας να λειτουργήσουν περισσότερο ως μια δύναμη εξισορρόπησης παρά ανατροπής των καθιερωμένων αρχών.

Αν και στο μεταξύ υπάρχουν καταγεγραμμένοι ακαδημαϊκοί προβληματισμοί σχετικά με την αξία του χρόνου στη δημοσιογραφία, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο slow journalism, μόλις το 2015 ο όρος υιοθετείται επισήμως από το ακαδημαϊκό περιβάλλον, δίνοντας… γρήγορα πολλές και ενδιαφέρουσες μελέτες γύρω από το θέμα, προερχόμενες, κυρίως, από τον αγγλοσαξονικό κόσμο.

Η συμμετοχή του κοινού

Μελέτη- σταθμός θεωρείται αυτή της Le Masurier, η οποία, το 2015, διατύπωσε την ουσιαστική διάκριση για το slow journalism ως είδος και ως προσέγγιση. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για τη φόρμα και το στυλ, ενώ στη δεύτερη αναφερόμαστε, πέρα από τη φόρμα, στις αρχές και στις μεθόδους. Σχεδόν όλοι οι σχολιαστές και μελετητές χρησιμοποιούν το παράδειγμα του slow food για να περιγράψουν την αναπόδραστη ανάγκη συμμετοχής του κοινού σε αυτή τη δημοσιογραφική διαδικασία: Οπως υπάρχει ένα ενημερωμένο κοινό που στηρίζει τις βιώσιμες διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης τροφής έτσι όπως αυτές υποστηρίζονται, διαδίδονται και ασκούνται από το κίνημα slow food, έτσι ακριβώς και η δημοσιογραφία που προσφέρει αξιοπιστία, ανάλυση και συνδέσεις με ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά πεδία (που χρειάζεται, δηλαδή, χρόνο προκειμένου να παράξει αποτέλεσμα), δεν μπορεί να ζήσει εάν δεν υποστηριχθεί από ένα κοινό που μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες. Εάν ξεπερνώντας τους κανόνες μαζικής προσφοράς και ζήτησης, δεν αναζητηθεί ένας χώρος «πολυτελούς» δημοσιογραφίας όπου ενημερωμένοι και εγγράμματοι ως προς τα μέσα (media literated) πολίτες θα υποδέχονται το δημοσιογραφικό προϊόν που τους αξίζει. Πολίτες, δηλαδή, που δεν θέλουν να καταναλώνουν καθημερινά McJournalism (Franklin 2005) ή Mc News (Rosenberg and Feldman 2008) αλλά επιθυμούν να φροντίσουν αφενός μεν τη δική τους πνευματική και ψυχική υγεία, αφετέρου, να ανταποκριθούν με υπευθυνότητα στον κοινωνικό τους ρόλο, υποστηρίζοντας ενεργά τις διαδικασίες που εξασφαλίζουν στο όποιο πεδίο της κοινωνικής καθημερινότητας (πριν ή μόλις εμφανιστεί η προφανής ανάγκη) τη βιωσιμότητα και εξέλιξη του πολιτισμού των βασικών αρχών: σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, ανοχή, ανεξιθρησκεία, ελευθερία κ.ο.κ.

Στην πράξη

Πόσες ειδήσεις χρειάζομαι; Πότε τις χρειάζομαι; Τι πραγματικά έχει σημασία στις ειδήσεις; Αυτές είναι μερικές από τις ερωτήσεις που αν θέσουμε στον εαυτό μας μπορεί να μας οδηγήσουν σε μια πιο αργή, πιο κριτική κατανάλωση ειδήσεων. Και τέτοιου είδους ερωτήσεις προκύπτουν όχι μόνο κατόπιν… εμβριθούς ανάλυσης και διανοητικής προσπάθειας αλλά εμπειρικά: Πόσες και ποιες ειδήσεις θυμόμαστε απ’ όλα αυτά που διαβάζουμε καθημερινά; Πόσα κλικ δίνουμε σε sites τρομολαγνικών εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων, σε ειδήσεις τύπου «παπαγαλάκι έφαγε κροκόδειλο που είχε φάει πριν ένα μωρό μιας ορφανής μάνας», σε sites που κλέβουν τη δουλειά άλλων χωρίς αναφορά και παραπομπή στην πηγή, την ίδια στιγμή που κατηγορούμε τους δημοσιογράφους συλλήβδην για αναξιοπιστία και χυδαιότητα;

Στο στρατόπεδο του slow journalism, ένα σημαντικό επιχείρημα που αναπτύσσεται είναι ότι η προσπάθεια να μεταδοθούν όσο γίνεται πιο γρήγορα ακόμα και οι σοβαρές ειδήσεις από αξιόπιστα μέσα οδηγεί στη δημοσίευση μικρών κειμένων, εν είδει «μπουκιάς», που δίνει μεν την εντύπωση της άμεσης ενημέρωσης στον καταναλωτή ειδήσεων, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται περί ενημέρωσης χωρίς το βάθος και την ουσία που θα έδινε η σύνδεση και ανάλυση των γεγονότων. Διότι μπορεί, βεβαίως, να είναι εξαιρετικά σημαντική είδηση η κήρυξη ενός πολέμου ή της πτώχευσης μιας χώρας και να πρέπει γρήγορα να ανακοινωθεί και σε επόμενες δημοσιεύσεις να αναλυθεί, αλλά αυτή η διαδικασία συμβαίνει για το παραμικρό. Αυτές οι μικρές, αξιόπιστες ειδήσεις δημιουργούν μια ψευδαίσθηση ενημέρωσης και συμμετοχής στην παγκόσμια και εγχώρια πραγματικότητα.

Το πιο γνωστό περιοδικό slow journalism, το τετραμηνιαίο βρετανικό «Delayed Gratification», υπογραμμίζει τα παραπάνω με το σύνθημα «Είμαστε περήφανοι που δημοσιεύουμε τελευταίοι την επικαιρότητα»! Η εφημερίδα Guardian και ο Economist έχουν γράψει τα καλύτερα για το συγκεκριμένο περιοδικό, αλλά δεν είναι αρκετά για να εξασφαλίσουν την εμφάνιση και βιωσιμότητα και άλλων τέτοιων Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Αυτό, μόνον η εκπαίδευση ως προς την έννοια της ενημέρωσης, η συμμετοχή και απαίτηση των… βασικών μετόχων μπορεί να το επιτύχει: των ίδιων των πολιτών.

Είδηση-θέαμα ή θέμα-είδηση;

Οσοι είδαν την ταινία «Spotlight», με θέμα τη βραβευμένη με Πούλιτζερ έρευνα της εφημερίδας Boston Globe σχετικά με την παιδοφιλία στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας, μπορεί να θυμούνται τη φράση του αρχισυντάκτη (Michael Keaton): «Τον περισσότερο καιρό ψαχουλεύουμε στο σκοτάδι και ξαφνικά βλέπουμε ένα φως και καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ένα θέμα που μπορεί να μας ξέφυγε η σημασία του όταν δημοσιεύσαμε μια σχετική είδηση στα “ψιλά” για να προλάβουμε». Η συγκεκριμένη εφημερίδα έχει δημοσιεύσει 102 έρευνες στη διάρκεια 45 ετών! Οσοι θαύμασαν την ταινία και την έρευνα, θαύμασαν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα slow journalism. Πιθανώς, μετά βγήκαν από την αίθουσα και άνοιξαν για να δουν στο κινητό τους ή στον υπολογιστή δεκάδες ή εκατοντάδες «ειδήσεις» οι οποίες είχαν ανακύψει στη διάρκεια των 2 ωρών παρά κάτι που έβλεπαν την ταινία… και δεν τους κατηγορούμε γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα, η καταναλωτική ισορροπία ανάμεσα στην είδηση-θέαμα του δευτερολέπτου και σε ένα θέμα-είδηση με τα χαρακτηριστικά του slow journalism θα έδινε το χρήμα και τον χρόνο για να υπάρξουν και τα δύο. Το πρόβλημα είναι ότι σε όλες τις σχετικές μετρήσεις καταγράφονται, καθοριστικά για την ποιότητα του δημοσιογραφικού περιεχομένου, υψηλά ποσοστά προς την πρώτη προτίμηση (είδηση-θέαμα).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή