Ο Παρθενώνας γεννούσε ανέκαθεν πάθη

Ο Παρθενώνας γεννούσε ανέκαθεν πάθη

3' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ο Παρθενών είνε μία ιδέα, εις πνευματικός κύκλος ολόκληρος. Είνε όλος ο αρχαίος κόσμος συλλήβδην εις ολίγας γραμμάς, εις μερικούς κίονας, είνε μια αποκρυστάλλωσις αληθής του υπερτάτου κάλλους. […] Ως τοιούτον τον Παρθενώνα ανάγκη να θεωρώμεν ως το τιμαλφέστερον κτήμα της γης της Ελληνίδος, η ελαχίστη δ’ αυτού ρωγμή, το μόλις ορατό ρήγμα δέον να παράγη φρικίασιν ανά το Ελληνικόν, αληθή τιναγμόν και να μας συγκινή εκ των μυχιαιτάτων της υπάρξεώς μας».

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το άρθρο «Η λατρεία του Παρθενώνος» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» τον Οκτώβριο του 1894, όπως διαβάζουμε στον πολύ ενδιαφέροντα συλλογικό τόμο «Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρόνια» (εκδ. Μέλισσα). Το «ρήγμα» στο οποίο αναφέρεται ο συντάκτης του άρθρου με το ψευδώνυμο Πρωτεύς είναι κυριολεκτικό και αφορά στη μεγάλη συζήτηση και αντιπαράθεση που ξέσπασε τότε σχετικά με την αναστήλωση των μνημείων του Παρθενώνα. Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Φιλιππίδης στο κεφάλαιο «Ο αποθαυμασμός του Παρθενώνα από την ελληνική κοινωνία», το ερώτημα που απασχόλησε το διεθνές αρχαιολογικό συνέδριο του 1905 –η πρώτη συνεδρίαση έγινε μέσα στο μνημείο– ήταν «υπό ποίον πνεύμα και μέχρι τίνος σημείου συμφέρει να ανακαινισθούν τα αρχαία μνημεία, ιδίως δε ο Παρθενών;».

Ιδεολογική φόρτιση

Πολύ προτού ανέβουν στον «ιερό» βράχο η Νέλλυ για να φωτογραφίσει γυμνή τη χορεύτρια Μόνα Πάιβα, ο γαλλικός οίκος Κριστιάν Ντιορ και αργότερα η Τζένιφερ Λόπεζ, προτού ταράξει τα νερά ο θεωρητικός του φουτουρισμού Φιλίπο Τομάζο Μαρινέτι, ο οποίος απευθυνόμενος σε Ελληνες φοιτητές του ’30 είπε ότι προτιμά «την γαλανήν και λευκήν σημαία της ζωντανής Ελλάδος» από τον Παρθενώνα που τον χαρακτήρισε «θερμάστρα» της χώρας, και βέβαια προτού το «Guccigate», όπως βαφτίστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το αρχαίο μνημείο προκαλούσε τα πάθη.

Η συσχέτιση ενός μνημείου του ιστορικού παρελθόντος με το παρόν σε μια αναζήτηση ταυτότητας και η ταύτιση της Ακρόπολης με τη συλλογική εθνική συνείδηση, προσέδωσαν στον Παρθενώνα μια φόρτιση μεγαλύτερη από την κλίμακά του, κάτι που αποδεικνύει τη μεγάλη δύναμη των εθνικών συμβόλων, όπως επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Φιλιππίδης. «Αν αύριο εξαφανιζόταν η Ακρόπολη, θα εξαφανιζόμασταν και εμείς. Τέτοια είναι η δύναμη των εθνικών συμβόλων και αυτό ισχύει σε όλες τις χώρες. Πρόκειται για μία συλλογική ψύχωση, αλλά χωρίς αυτό είναι σαν να μην υπάρχουμε. Σε μια παγκοσμιοποιημένη εποχή, όταν όλα είναι χύμα, πατάμε σε κάποια πράγματα που μένουν αναλλοίωτα. Υπάρχει μια σταθερή μανία με την Ακρόπολη, που ορισμένες φορές καταλήγει σε υπερβολές. Στην πράξη έχει δημιουργήσει πολλά εμπόδια, όπως στο παρελθόν με την ανέγερση του Μουσείου της Ακρόπολης. Είναι κάτι που μας ξεπερνάει», τονίζει.

Η οικουμενικότητα των μνημείων και η αναγνωρισιμότητά τους ανά τον κόσμο ξεπερνάει τα όρια ενός κράτους, επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης του Πολυτεχνείου Κρήτης, Θανάσης Μουτσόπουλος, και ως εκ τούτου η διαχείρισή τους θα πρέπει να είναι ανοικτή σε μια ευρεία γκάμα επιστημόνων. «Η προστασία των μνημείων είναι κάτι κατοχυρωμένο από το ελληνικό Σύνταγμα και την UNESCO, αλλά ένα ερώτημα είναι κατά πόσον έχουν σημασία μόνον οι αρχαιολόγοι στη λήψη αυτών των αποφάσεων, διότι αυτές τελικά ξεπερνούν τα καθαρά αρχαιολογικά ζητήματα και άπτονται σε συμβολικά, πολιτισμικά και άλλα θέματα», τονίζει ο κ. Μουτσόπουλος, συμπληρώνοντας ότι δεν υπάρχει εύκολη απάντηση για το αν μια συμβολική χρήση του μνημείου είναι σωστή ή λάθος, με την προϋπόθεση πάντα να έχει αποκλειστεί ο κίνδυνος φθορών ή καταστροφής του. Η «ιερότητα» των μνημείων είναι πρόσχημα, όπως επισημαίνει, που υποκρύπτει μια υποκριτική κατάσταση. «Δεν υπάρχει σαφές πλαίσιο και αυτό δίνει τη δυνατότητα σε ανορθολογικά στοιχεία να βγουν στην επιφάνεια και να μιλήσουν για υποτιθέμενες ιερότητες. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια ένταση και είναι έτοιμη να βρει εχθρούς και συνωμότες οπουδήποτε. Θα το ξαναδούμε και με άλλες αφορμές», σημειώνει.

Καλώς να ορίσει η Γκούτσι

Οχι στον Παρθενώνα αλλά ναι, στην Αρχαία Μεσσήνη, λέει στην «Κ» για τον οίκο μόδας Γκούτσι ο αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης, ο οποίος είναι υπέρ της «κοινωνικοποίησης» των μνημείων, έστω κι αν ανάμεσά τους περνάνε καλλίγραμμα μοντέλα ρούχων. «Στο στάδιο γίνονταν άλλωστε αγώνες καλλιστείων, όχι με πασαρέλα φυσικά», συμπληρώνει. Το μνημείο του Παρθενώνα έχει μια διαφορετική σχέση με τον ελληνισμό και την ελληνική νοοτροπία, τονίζει ο διακεκριμένος αρχαιολόγος και εκτιμά ότι δεν πρέπει να κλείνουμε την πόρτα σε προτάσεις συνεργασίας. «Νομίζω ότι ο Παρθενώνας και η Ακρόπολη πρέπει να εξαιρεθούν από τέτοιες εκδηλώσεις μόδας, αλλά όχι να το γενικεύσουμε. Μπορούν να γίνονται άλλου είδους εκδηλώσεις, όπως φωτογραφίσεις, δράσεις κτλ. που να είναι συμβατές με το μνημείο ασχέτως με το αν υπάρχει ή όχι οικονομικό όφελος», σημειώνει. Αναγνωρίζει ότι στην Ελλάδα υπάρχει συντηρητισμός στην αντιμετώπισή μας προς τα ιστορικά μνημεία και εκτιμά ότι είναι διαφορετικό όταν κάποιος εκφέρει άποψη ως μονάδα απ’ όταν κινείται στο πλαίσιο ενός συλλογικού οργάνου. «Τα μνημεία μας γενικά πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη εξωστρέφεια, ακόμη και μέσω συμπράξεων με ιδιωτικές εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος», καταλήγει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή