Μεγάλη σύγχυση και αντιφάσεις

Μεγάλη σύγχυση και αντιφάσεις

3' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από μια ειρωνεία της τύχης η έρευνα που θα διαβάσετε έφτασε στην «Κ» λίγο πριν ξεσπάσει η υπόθεση Gucci – Ακρόπολη. Πριν, δηλαδή, βρούμε άλλη μια αφορμή να διχαστούμε για το αν θα έπρεπε ή όχι να δανείσει η πολιτεία τον Ιερό Βράχο για μια διεθνή εκδήλωση μόδας που θα διαφήμιζε τη χώρα μας στην οικουμένη και μάλιστα με το αζημίωτο.

Τις υπερβολές που ελέχθησαν κυρίως από τους αρνητές της εκδήλωσης θα τις ακούσατε. Σε όσους υποστήριξαν ότι «κάποιου του χαρίζαν γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια», εκείνοι αντέτειναν εθνικοπατριωτικές κορώνες για «τα ιερά και τα όσια που ούτε πωλούνται ούτε νοικιάζονται». Για να θυμίσουν ξαφνικά κάποιοι ιστοριοδίφες ότι στην Ακρόπολη είχε γίνει επίδειξη μόδας το 1953 χωρίς κανείς «πατριώτης» τότε να διαμαρτυρηθεί.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι αυτές τις αντιφάσεις μας αναδεικνύει μια αδημοσίευτη έρευνα που έκανε το Πολυτεχνείο της Κρήτης και το Οικονομικό της Αθήνας. Ο στόχος των ερευνητών ήταν, αφού καταγράψουν την άποψη των πολιτών για τα πολιτιστικά μνημεία της περιοχής τους, να αναδείξουν τα οφέλη που μπορεί να έχει μια ολόκληρη χώρα αν αξιοποιήσει με κατάλληλο τρόπο την πολιτιστική της κληρονομιά.

Δείτε, λοιπόν, πώς απάντησαν οι πολίτες. Στο ερώτημα «αν τα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς είναι σωστό να αντιμετωπίζονται με στόχο την οικονομική ανάπτυξη» μόνον το 53,8% των συμμετεχόντων ήταν θετικό. Αντιθέτως 4 στους 10 απάντησαν ότι τα μνημεία «ΔΕΝ πρέπει να σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη», γεγονός μάλλον οξύμωρο αν αναλογιστεί κανείς ότι στο παρεμφερές ερώτημα «πόσο σημαντικά είναι τα μνημεία της περιοχής σας για την τοπική ανάπτυξη», το 96% απάντησε «πολύ ή αρκετά».

Η πλήρης σύγχυση ωστόσο, που, ως φαίνεται, μας διακρίνει και σε αυτό το θέμα, φάνηκε από τις απαντήσεις που δόθηκαν για το ποιοι θα θέλαμε να βοηθήσουν στην ανάδειξη των πολιτιστικών μας μνημείων και κυρίως ποιοι θα αποδεχόμασταν να διαχειρίζονται τη λειτουργία τους. Ενώ οι μισοί από τους πολίτες (45,4%) αναγνώρισαν ότι «οι κρατικοί πόροι είναι περιορισμένοι και πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης», όταν τους ζητήθηκε να κατονομάσουν άλλες πηγές χρηματοδότησης, επέλεξαν ως πρώτη απάντηση «τους διεθνείς οργανισμούς» (63,2%) και αμέσως μετά την Τοπική Αυτοδιοίκηση (58,6%). Είναι δε εντυπωσιακό ότι μόνον το 23,9% δήλωσε σύμφωνο «να διαθέτουν οι ιδιώτες πόρους στη διαχείριση της πολιτικής μας κληρονομιάς», ενώ στις ηλικίες 18-34 ετών το ποσοστό αυτό ήταν ακόμη χαμηλότερο (17,3%). Το δε αστείο που επιβεβαιώνει την εξωπραγματική –για ευρωπαϊκό κράτος– καχυποψία μας για τον ιδιωτικό τομέα είναι ότι στην παλέτα των έτοιμων απαντήσεων οι ερευνητές είχαν εντάξει και την εναλλακτική του «ιδιώτη δωρητή» (για να καταστήσουν σαφές ότι ο χρηματοδότης δεν θα ζητήσει τίποτα ως αντάλλαγμα, αν του δοθεί η δυνατότητα να βοηθήσει στη διαχείριση ενός μνημείου). Και παρ’ όλα αυτά την επέλεξε μόλις το 39,5% των ερωτηθέντων, ενώ δεν υπήρχε αριθμητικός περιορισμός απαντήσεων.

Ακόμη πιο αποκαλυπτικά ήταν τα ευρήματα στο ερώτημα «ποιος θα θέλαμε να διαχειρίζεται την πολιτιστική μας κληρονομιά». Ενώ όπως είδατε η πλειοψηφία είχε μόλις προτάξει την ανάγκη διεθνούς χρηματοδότησης της εθνικής κληρονομιάς, μόνον το 19,1% δήλωσε σύμφωνο «διεθνείς οργανισμοί με πείρα (π.χ. UNESCO) να έχουν τον πρώτο λόγο και στη διαχείριση κάποιων ελληνικών μνημείων», με το 54,6% να εμπιστεύεται του δήμους και το 42,5% το κράτος.

Ιδού λοιπόν άλλο ένα παράδειγμα που επιβεβαιώνει όχι μόνον τη δυστοκία που υπάρχει στην Ελλάδα για την εμπλοκή ιδιωτών σε ό,τι γενικώς θεωρούμε «εθνικό κεφάλαιο», αλλά την εντελώς παράδοξη νοοτροπία μας να θεωρούμε κάπως σαν υποχρέωση των ξένων να μας χρηματοδοτούν διαρκώς, χωρίς όμως να δεχόμαστε έστω τη βοήθειά τους για να αλλάξουμε το εγχώριο μοντέλο μας και ας το αναγνωρίζουμε ως αποτυχημένο.

Αυτή τη νοσηρή νοοτροπία έχουν βαλθεί να αλλάξουν –έστω λίγο– ο καθηγητής Oικονομικών κ. Γ. Μέργος και ο κ. Ν. Πατσαβός που διδάσκει στην Αρχιτεκτονική της Κρήτης. Οπως εξήγησε ο κ. Πατσαβός στην «Κ», η έρευνα έγινε σκοπίμως στα Χανιά, στη Μεσσηνία, και στην Πάφο λόγω του πολιτιστικού τους ενδιαφέροντος και είναι μέρος του μεγάλου και διεθνούς διεπιστημονικού προγράμματος «InHeriT»* που αποσκοπεί στην προαγωγή της ιδέας ότι στην πολιτιστική και αρχιτεκτονική μας κληρονομιά εμπεριέχεται μια κρίσιμη οικονομική αξία που θα μπορούσε να προσφέρει δυναμικά στη βιώσιμη περιφερειακή και τοπική ανάπτυξη. Και όπως παραδέχθηκε, χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά, καθώς οι πολίτες μοιάζουν ακόμη και σήμερα να επιθυμούν την ανάπτυξη ακόμη και της περιοχής τους με έναν τρόπο κάπως μαγικό.

* Η έρευνα αποτελεί μέρος του έργου InHeriT: Promoting Cultural Heritage as a Generator of Sustainable Development, ERASMUS+ Επιμόρφωση Ενηλίκων. Συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την εποπτεία του ΙΚΥ. Εταίροι του έργου είναι: η Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου Κρήτης (συντονιστής), το Τμ. Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Middlesex University Business School, Το Μανιατάκειον Ιδρυμα, το Fondazione Flaminia, η Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Νέαπολις της Πάφου και το Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου-ΚΕΠΠΕΔΗΧ. Πληροφορίες για τη δράση και τη λειτουργία του InHeriT βρίσκονται στη διεύθυνση www.inherit.tuc.gr

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή