Με τον κίνδυνο εκτροχιασμού των σχεδίων μείωσης των «κόκκινων» δανείων βρίσκονται αντιμέτωπες οι τράπεζες, καθώς το ξεκίνημα της νέας χρονιά ήταν κάτι παραπάνω από απογοητευτικό: τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όχι μόνο δεν μειώθηκαν, όπως προβλεπόταν, αλλά σχηματίστηκαν νέα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, από τις αρχές του χρόνου μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, νέα μη εξυπηρετούμενα ύψους 1,5 δισ. ευρώ προστέθηκαν στο «βουνό» των προβληματικών δανείων.
Ο λόγος; Η αβεβαιότητα και η ανησυχία για τον κίνδυνο νέου εκτροχιασμού της χώρας εξαιτίας των συνεχιζόμενων καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Κυρίως, όμως, επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, η επιδείνωση των καθυστερήσεων οφείλεται στις προσδοκίες για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό: μεγάλος αριθμός δανειοληπτών απορρίπτει τις προτάσεις των τραπεζών για ρύθμιση οφειλών, ελπίζοντας σε καλύτερους όρους, ακόμα και σε μερικό «κούρεμα» οφειλών, στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Μεγάλη ζημιά προκάλεσε η για πολλούς μήνες καλλιεργούμενη προσδοκία ότι στον μηχανισμό θα μπορούσαν να ενταχθούν ελεύθεροι επαγγελματίες, κάτι που τελικά δεν έγινε. Οπως έγινε γνωστό από το υπουργείο Οικονομίας, στον νόμο που παρουσιάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα και είναι υπό διαβούλευση δεν εντάσσονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Τραπεζικά στελέχη σημειώνουν ότι το ζήτημα του εξωδικαστικού μηχανισμού μαζί με τη διευθέτηση του αναβαλλόμενου φόρου για την αντιμετώπιση ζημιών που θα προκύψουν από διαγραφές ή πωλήσεις «κόκκινων» δανείων αποτελούν κομβικής σημασίας παρεμβάσεις δίχως τις οποίες οι τράπεζες δεν μπορούν να κινηθούν ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Υπενθυμίζεται ότι οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν δεσμευθεί να προχωρήσουν στη μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά περίπου 40%, από τα επίπεδα των 108 δισ. ευρώ στα 65 δισ. ευρώ, μέχρι το τέλος του 2019. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, περίπου το μισό της μείωσης των «κόκκινων» δανείων θα επιτευχθεί μέσω διαγραφών, το 30% μέσω αναδιαρθρώσεων και εκκαθαρίσεων και το υπόλοιπο 20% μέσω πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων σε τρίτους.
Η κριτική των ξένων
Η δημοσιοποίηση των στόχων για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών προκάλεσε την έντονη αμφισβήτηση των ξένων επενδυτών και αναλυτών. Εχοντας βιώσει από πρώτο χέρι τις καθυστερήσεις, τις αναβολές και τις ατελείωτες ανατροπές στην ελληνική υπόθεση, οι ξένοι αμφισβήτησαν ανοιχτά, και εξακολουθούν να αμφισβητούν, τη δυνατότητα μείωσης των «κόκκινων» δανείων κατά σχεδόν 40 δισ. σε μόλις τρία χρόνια. Από την πλευρά τους οι διοικήσεις των τραπεζών, απαντώντας στις αιτιάσεις, αναγνωρίζουν ότι οι στόχοι είναι φιλόδοξοι, ωστόσο υπογραμμίζουν ότι μπορούν να επιτευχθούν σε ένα ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον.
Για να καθησυχάσουν τους επενδυτές και να δημιουργήσουν ένα θετικό σημείο εκκίνησης για το 2017 οι τράπεζες, μέσω μεγαλύτερων διαγραφών, κατάφεραν στο δ΄ τρίμηνο του 2016 να πετύχουν μείωση των «κόκκινων» μεγαλύτερη από αυτήν που προέβλεπε η στοχοθεσία. Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, το καλοκαίρι του 2016, το κλίμα στην οικονομία βελτιώθηκε, κάτι που αποτυπώθηκε τόσο στην αύξηση των καταθέσεων όσο και στη μείωση – σταθεροποίηση των «κόκκινων» δανείων. Οι τράπεζες ήλπιζαν ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα ολοκληρωνόταν στο τέλος του 2016, βελτιώνοντας ακόμα περισσότερο το κλίμα, κάτι που θα τους επέτρεπε να εμφανίσουν ακόμα μεγαλύτερη μείωση των «κόκκινων» δανείων σε σχέση με τους στόχους, δημιουργώντας προϋποθέσεις για την αλλαγή της στάσης των ξένων επενδυτών. Αυτό όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, οι συνεχιζόμενες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης ανέτρεψαν το θετικό κλίμα και επανέφεραν την αβεβαιότητα, που σε συνδυασμό με ατυχέστατες πολιτικές δηλώσεις περί δραχμής πυροδότησε νέες εκροές καταθέσεων και αύξηση καθυστερήσεων.
Η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 1,5 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο και το πρώτο 20ήμερο του Φεβρουαρίου «τρώει» το μαξιλάρι που είχε σχηματιστεί από την καλή επίδοση του τέταρτου τριμήνου του 2016 και δημιουργεί μεγάλη ανησυχία στις διοικήσεις των τραπεζών για το αν θα κατορθώσουν να πιάσουν τους στόχους μείωσης.
Το 2018 το νέο stress test της ΕΚΤ
Μπορεί ο εκτροχιασμός των «κόκκινων» δανείων να μην έχει άμεσες επιπτώσεις, όμως αν η άσχημη εικόνα του πρώτου διμήνου δεν ανατραπεί ώστε να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης του 2017 κατά 10 δισ. των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων, οι τράπεζες κινδυνεύουν να μπουν σε νέες περιπέτειες. Το 2018 θα πραγματοποιηθεί νέο stress test της ΕΚΤ, το οποίο δεν θα είναι τόσο αναλυτικό όσο αυτό του 2015, ωστόσο θα αποτελέσει κρίσιμη δοκιμασία για τις εγχώριες τράπεζες, καθώς θα αποτυπώσει αν άλλαξαν σελίδα, περνώντας στη μετά κρίση εποχή, ή αν τα προβλήματα παραμένουν και τις κρατούν καθηλωμένες, καθιστώντας αναπόδραστη μια νέα κεφαλαιακή ενίσχυση. Ολα αυτά εξαρτώνται κυρίως από την επιτυχία του 3ου μνημονίου. Αν τελικά η χώρα βρει τον βηματισμό της, επιστρέψει σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης και καταφέρει να βγει στις αγορές ολοκληρώνοντας με επιτυχία το 3ο μνημόνιο, τότε και η περιπέτεια των τραπεζών θα έχει αίσιο τέλος. Αν όμως συνεχιστεί η χαμηλή πτήση της οικονομίας και η πορεία μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι η χώρα θα χρειαστεί και νέο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας, το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο να μη συνδυαστεί με νέα κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, κάτι που θα έχει εξαιρετικά σοβαρές επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα.