Η κιβωτός του Νίκου Κούνδουρου

Η κιβωτός του Νίκου Κούνδουρου

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο​​ Νίκος ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Τον γνώρισα στα τέλη του ’83, όταν ήρθα να ζήσω στην Ελλάδα. «Ο Κούνδουρος είναι κιβωτός. Θα μάθεις πολλά απ’ αυτόν», μου είπε η σοφή κοινή μας φίλη Μαρίζα Κωχ πριν μας συστήσει. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Ηξερα ότι ο Κούνδουρος ήταν γνωστός σκηνοθέτης· λίγα χρόνια πριν είχα δει το «1922» σε φεστιβάλ στη Νότιο Αφρική και με είχε συνεπάρει, αλλά με είχε ενοχλήσει σε κάποια σημεία όπου φάνηκε μια υπερβολή, μια έλλειψη πειθαρχίας. Ο Κούνδουρος με ζύγισε με εκείνα τα σπινθηροβόλα μπλε μάτια και γίναμε φίλοι – στην αρχή ίσως λόγω της περιέργειάς του για το εξωτικό ον (ως «Αφρικανό λάιτ» με σύστησε μια – δυο φορές πριν το βαρεθεί) που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αφρική, που είχε σπουδάσει αρχαία ελληνικά στη Ν. Αφρική, που οι μόνες του αναφορές από την Ελλάδα ήταν από το ορεινό χωριό των παππούδων του στην Κρήτη. Περιέργεια και γενναιοδωρία ήταν βασικά συστατικά του Κούνδουρου. Πήρε ένα παιδί 22 χρονών (εκείνος θα ήταν 58 τότε) κάτω από τη μεγάλη (πάντα μαυροφορεμένη) του φτερούγα, του σύστησε έναν μοναδικό κόσμο της εποχής – τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη, τον κυρ-Αλέκο τον σέμπρο του στην Κρήτη, τον ζωγράφο Χαράλαμπο Βαφειάδη, τον δημοσιογράφο Σπύρο Παγιατάκη, και πολλούς άλλους.

Μαζί ταξιδέψαμε σε πολλά μέρη της Ελλάδος, βρίσκοντας φίλους παλιούς, κάνοντας νέους, σε παράγκες και επαύλεις. Είχε τον τρόπο να είναι γενναιόδωρος χωρίς να αισθάνεται ο άλλος ότι μειονεκτεί, ότι δεν προσφέρει και αυτός. Γνωρίζοντας ότι έκανα μεταφράσεις, μια μέρα ήρθε σπίτι μου με τα καλύτερα λεξικά που μπόρεσε να βρει. «Για να με βοηθάς καλύτερα», είπε. Κάποια Χριστούγεννα που ήμουν μόνος και απένταρος, πέρασε με τη μεγάλη Μερσεντές με την οποία είχε ζήσει στην εξορία στην Ευρώπη τα χρόνια της χούντας, και με πήρε μαζί του σε ένα σπίτι φίλων να γιορτάσουμε μαζί. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν το δικό μου σπιτικό άντεχε, ερχόταν με παρέα για να μαγειρέψουμε μαζί, για να προσφέρω με τη σειρά μου. Ακόμα έχω έπιπλα που είτε μου έδωσε όταν δεν είχα τίποτα, είτε με συμβούλευσε να αγοράσω στις εξορμήσεις που κάναμε στα γιουσουρούμ της Αθήνας και του Πειραιά. Οι φίλοι του ήταν ψηφίδες ενός πλέγματος όπου όλοι αντλούσαν δύναμη από το σύνολο για να προχωρήσουν μόνοι εκεί που επέλεγαν.

Ο Κούνδουρος σκηνοθετούσε συνεχώς. Επλαθε. Λάτρευε τα υλικά: τους χονδρούς μαύρους μαρκαδόρους με τους οποίους έφτιαχνε υπέροχες ταμπέλες για τα πιο απλά πράγματα, τις μπογιές που χρησιμοποιούσε στις ζωγραφιές με το μοναδικό στιλ του, την πέτρα, το ξύλο και το σίδηρο με το οποίο έχτιζε σπίτια. Με το όραμα και την εικόνα στο μυαλό, έγραφε, σμίλευε, καθοδηγούσε, θώπευε, έσπρωχνε, απαιτούσε, έδινε (είχε τραυματιστεί στη μέση όταν πήγε να βοηθήσει σιδεράδες να σηκώσουν κάποια κάγκελα), γκρίνιαζε, ερωτοτροπούσε, γκρέμιζε, καμάρωνε. Αυτό αφορούσε είτε σχόλιο σε εφημερίδα, είτε σπίτι, είτε δουλειά στο πλατό με συνεργείο και ηθοποιούς. Αφορούσε τις σχέσεις του με όλους – φίλους, συγγενείς, συνεργάτες. Είχε φθάσει στο σημείο να ωθεί ανθρώπους να αλλάξουν το όνομά τους. Οσο και αν απογειωνόταν με «λογύδρια» και «εξυπνάδες», όπως έλεγε, άλλο τόσο άκουγε οποιονδήποτε είχε μπροστά του, διάβαζε συνεχώς, σκεπτόταν. Επικοινωνούσε με τους πάντες και τα πάντα – έδινε την προσοχή και τον χρόνο του.

Εγινε κουμπάρος μου. Στον γάμο γλέντησε το παιχνίδι με την παράδοση, όπως και το έθιμο να αναζητεί, και να βρίσκει, με τη γιαγιά της συζύγου μου, κοινό πρόγονο από τα Σφακιά. Με τα χρόνια οι συναντήσεις μας λιγόστευαν. Είχε τις δικές του ασχολίες, και εγώ τις δικές μου. Η αγάπη, όμως, έμεινε. Γνώριζα τις αδυναμίες και τις ανησυχίες του. Ενώ καυχιόταν ότι το ξερό του κεφάλι τον βοήθησε να καταφέρει πολλά, την ίδια ώρα απορούσε όταν αντιμετώπιζε παρόμοιο πείσμα σε άλλους, ή όταν προκαλούσε αντιδράσεις. Μπορούσε να ανατρέψει μια φιλία δεκαετιών μέσα σε μια στιγμή θυμού. Η επιμονή του συχνά έμοιαζε με αλαζονεία. Γνώριζε ότι για να πετύχεις κάποια πράγματα πρέπει να σπρώξεις πολύ, να αγνοήσεις τα εμπόδια. Κατανοούσε ότι η καταγωγή του από δύο μεγάλες οικογένειες της Κρήτης τον προστάτευε, όταν οι σύντροφοί του ίσως κινδύνευαν περισσότερο. Είχε, όμως, και τις ουλές από σφαίρα, που αποδείκνυαν τη συμμετοχή του σε δύσκολους αγώνες. Είχε τη χάρη του ανθρώπου που στεκόταν γερά στο παρόν, γνώριζε το παρελθόν, που ήξερε τι ήθελε. Εκτός από την πορεία του στην τέχνη και στην κοινωνία, τα σπίτια που έχτισε στον Αγιο Νικόλαο, στο Μετς και στην Αίγινα είναι εικόνες μιας Ελλάδας που δεν έχασε τον δρόμο προς το μέλλον. Ο Νίκος Κούνδουρος ήταν άνθρωπος της εποχής του, όταν με το ταλέντο και τη φιλοδοξία, τους φίλους και την τύχη, μπορούσες να πετύχεις πολλά. Οταν η Ελλάδα απογειωνόταν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή