Το ΝΑΤΟ μετά την 11η Σεπτεμβρίου

Το ΝΑΤΟ μετά την 11η Σεπτεμβρίου

4' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα του βιβλίου «Η τέλεια καταιγίδα: Το ΝΑΤΟ μετά την 11η Σεπτεμβρίου» του Βασίλη Κασκαρέλη, το οποίο θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Τίποτε δεν προμήνυε ότι την εποχή της απόλυτης ηρεμίας των πρώτων μηνών μου στην έδρα της Συμμαχίας θα ακολουθούσε μια Τέλεια Καταιγίδα που θα την ταρακουνούσε συθέμελα και, κυρίως, θα ταρακουνούσε την παγκόσμια πολιτική και διπλωματική σκηνή. Κατά την περίοδο αυτή, η Ελλάδα ανέλαβε πολλές πρωτοβουλίες, γεγονός σπανιότατο για εκείνη. Ηταν ενεργά παρούσα σε όλες τις πολιτικές εξελίξεις και τις συνακόλουθες αποφάσεις και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στα Δυτικά Βαλκάνια (Κόσοβο, ΠΓΔΜ, Αλβανία, Σερβία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη), υποστήριξε την επίκληση και υλοποίηση του άρθρου 5 (ενεργό στρατιωτική συμβολή) για τις ΗΠΑ και την εφαρμογή του άρθρου 4 (προετοιμασία για ενεργό στρατιωτική συμβολή) στην περίπτωση της Τουρκίας, τάχθηκε υπέρ της υπέρβασης της βασικής αρχής για επιχειρήσεις εκτός της περιοχής, συμμετείχε καταλυτικά (αν και δεν το αναγνώρισε ποτέ) με τη ναυτική βάση της Σούδας στις επιχειρήσεις στο Ιράκ και ενεργά στις στρατιωτικές και ναυτικές επιχειρήσεις «ISAF» στο Αφγανιστάν και «Active Endeavor» στη Μεσόγειο, περιθωριοποίησε τις πάγιες επί δεκαετίες άσκοπες καθημερινές ελληνοτουρκικές τριβές στο NAC προς όφελος των συμφερόντων των δύο χωρών, έπαιξε καταλυτικό ηγετικό ρόλο σε καθημερινή συνεννόηση, για πρώτη φορά, με την Τουρκία για την υποστήριξη της ένταξης των γειτονικών κρατών της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στο ΝΑΤΟ, βοήθησε αρκετά στην άρση αδιεξόδων στο θέμα της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας (ΕΠΑΑ/ESDP) και υποστήριζε με συνέπεια την απόλυτη ανάγκη της διατήρησης του διατλαντικού δεσμού, που κράτησε την Ευρώπη ζωντανή μετά τον Β΄ Π.Π.

Δυστυχώς, το καθαρό κέρδος από τη σημαντική αναβάθμιση του ειδικού βάρους της Ελλάδας και την ουσιαστική, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, δραστηριότητα μέσα στη Συμμαχία ήταν εκπληκτικά δυσανάλογα κατώτερο από αυτό που προσπορίστηκε τελικά η ελληνική πλευρά, και θα μπορούσε να υπάρξει, ακόμη και με απλές κινήσεις τακτικής ή και σιωπηρής αποδοχής των προσφορών. Ο λόγος είναι πολύ απλός και γνωστός. Ονομάζεται εσωτερικές μικροκομματικές ισορροπίες, «πεζοδρόμιο», πολιτική ατολμία, πολιτικό κόστος και μεταφράζεται, σε πολλές περιπτώσεις, για ικανοποίηση των εσωτερικών σκοπιμοτήτων, με τον όρο «αδιαπραγμάτευτα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα». Είναι ο λόγος που η Ελλάδα, παρόλο που διαθέτει μια οργανωμένη και αποδοτική Εξωτερική Υπηρεσία, μια Υπηρεσία που, κατά γενική ομολογία, λειτουργεί σε κατά πολύ ανώτερο επίπεδο από το υπόλοιπο Δημόσιο και εφάμιλλα με άλλες ευρωπαϊκές, δεν έχει συγκροτημένη εξωτερική πολιτική, δεν επιλύει βάσει σχεδίου προβλήματα δεκαετιών που υπονομεύουν σε καθημερινή βάση τα ουσιαστικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά της και εμποδίζουν την ανάπτυξη πρωτοβουλιών. Εστιάζει απλώς όλες τις προσπάθειές της στον εκ των υστέρων περιορισμό των ζημιών που δημιουργεί και προκαλεί από μόνη της η κατάσταση αυτή. Παράλληλα, η Αθήνα περιορίζεται στην ανωτέρω τακτική και γιατί έχει πιστέψει ότι τα εθνικά της θέματα είναι τόσο σημαντικά που προσελκύουν από μόνα τους το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας και κατ’ επέκταση το ενδιαφέρον των συνομιλητών της. Τραγικό λάθος. Η διεθνής διπλωματία έχει αποδεδειγμένα άλλη άποψη και αυτό είναι εμφανές στις περισσότερες συναντήσεις στο ανώτατο επίπεδο. Πολύ απλά, αν δεν δώσεις, δεν παίρνεις.

Η επιμονή στη στείρα πολιτική σε μια σειρά ζητήματα την έβγαλε οριστικά (αν και στη διπλωματία τίποτε δεν είναι οριστικό) από τον καθορισμό του παιχνιδιού στην περιοχή της και την έβαλε στο περιθώριο, με τα σημερινά γνωστά, αλλά ίσως μη αντιληπτά σε κάθε Ελληνα, καταστροφικά αποτελέσματα. Αντί να έχει αποκαταστήσει με τολμηρές κινήσεις σχέσεις με τους γείτονες και με το κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής και να έχει προβεί σε συμφωνίες που σε βάθος χρόνου θα της έδιναν το πάνω χέρι, περιορίστηκε στην κατά περίπτωση ακολουθία των στόχων τρίτων χωρών, και με μοναδική ομοφωνία στη βάση της αποφυγής του πολιτικού κόστους συντήρησε ανοικτές όλες τις διμερείς διαφορές. Αντί να ενισχύσει με πολιτικές και ειρηνευτικές στρατιωτικές κινήσεις, στο πλαίσιο πάντα των Διεθνών Οργανισμών που είναι μέλος, τις κρατικές και ιδιωτικές πρωτοβουλίες για οικονομική διείσδυση στα γειτονικά κράτη, που θα της επέτρεπαν την εκ των έσω «άλωση», περιορίστηκε στο να βλέπει τη σταθερή σταδιακή εξαφάνισή της από τα Δυτικά Βαλκάνια. Το αποτέλεσμα είναι ότι είκοσι χρόνια από την αρχή της κοσμογονίας, που επηρέασε άμεσα και τις εννέα ανεξαιρέτως χώρες της περιοχής, είτε να υπάρχουν σχέσεις σοβαρής αντιπαράθεσης (Αλβανία, ΠΓΔΜ), είτε αδιαφορίας (Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Κροατία) και συγκρατημένης περιφρόνησης (Βουλγαρία, Ρουμανία) είτε, κατά περίπτωση και ανάλογα με τις ανάγκες της, κινήσεις μόνο υπέρ τρίτου (Σερβία).

Η ίδια ακινησία παρατηρήθηκε και στις σχέσεις με την Τουρκία. Η ελληνική πλευρά δεν προσπάθησε να επωφεληθεί από την πρωτοφανή βελτίωση του διμερούς κλίματος μέσα στη Συμμαχία. Οχι μόνον δεν επωφελήθηκε, αλλά τορπίλισε ενσυνείδητα συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που ήταν βέβαιο ότι θα μείωναν κατά πολύ τις άσκοπες τριβές και αναταράξεις στην περιοχή του Αιγαίου. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι με κινήσεις έξω από «την πεπατημένη» θα είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την επίλυση σειράς θεμάτων. Αντίθετα, η άτολμη συντήρησή τους επί δεκαετίες το μόνο αποτέλεσμα που έχει φέρει είναι η μεγέθυνση και ο πολλαπλασιασμός των διαφορών, που κάποια στιγμή θα προκαλέσουν εκρήξεις και νέες de facto ανεπιθύμητες και πάντως κατά πολύ χειρότερες από πριν καταστάσεις. Αυτό είναι εμφανές σε οποιονδήποτε διαθέσει έστω και λίγο χρόνο για να ενημερωθεί στοιχειωδώς σοβαρά για τα «εθνικά θέματα», συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών με την οικονομία.

Το τραγικό της όλης υπόθεσης και της αδυναμίας αποκόμισης του οποιουδήποτε κέρδους είναι ότι για όλα –πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά– λέμε ότι ευθύνεται πάντα κάποιος ξένος, κάποιος τρίτος, κάποιος διαβολικός οργανισμός, κάποιος «ανθέλληνας». Αρνούμαστε επίμονα να κοιτάξουμε την πραγματικότητα στα μάτια, να αποδεχθούμε τις τρομακτικές ευθύνες μας και να δεχθούμε ότι οι διεθνείς σχέσεις και η διπλωματία βασίζονται αποκλειστικά στη ρεαλιστική, μέχρι κυνισμού, ανάλυση και αντιμετώπιση των σχετικών καταστάσεων και προβλημάτων. Ετσι, η Αθήνα βυθίζεται κάθε μέρα και περισσότερο στην περιοχή της αβεβαιότητας και της κρίσης, με απρόβλεπτες λόγω του μεγέθους και της ρευστότητας των δεδομένων καταστροφικές συνέπειες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή