Νέες ταινίες: Η μαφία Ρώμης και Αθήνας… εξαπλώνεται

Νέες ταινίες: Η μαφία Ρώμης και Αθήνας… εξαπλώνεται

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα μονοπάτια της… μαφίας κινείται η τρέχουσα κινηματογραφική εβδομάδα, με δύο θρίλερ που μπλέκουν σε υπόγειες διαδρομές (το ένα σε πιο έντονο βαθμό), για να δώσουν τελικά καθένα το δικό του κοινωνικό στίγμα. Το πρώτο είναι το «Suburra: υπόγεια πόλη» * * *½ και μας μεταφέρει βαθιά στον υπόκοσμο της Αιώνιας Πόλης. Ο σκηνοθέτης Στέφανο Σολίμα κινηματογραφεί με περίσσιο στυλ (αισθητικά θυμίζει την εικονογραφία του Πάολο Σορεντίνο) μια Ρώμη βουτηγμένη στην αμαρτία και στο έγκλημα, ενθυλακώνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σχόλιο μέσα στον αδιάκοπο ρυθμό της δράσης.

Ο «σαμουράι», ένας βετεράνος γκάνγκστερ, φέρνει σε συνεννόηση όλες τις ντόπιες φαμίλιες της μαφίας προκειμένου να μετατρέψει μια παραλιακή κωμόπολη κοντά στη Ρώμη σε ιταλικό Λας Βέγκας. Αρωγός του είναι ένας διεφθαρμένος πολιτικός, με αδυναμία στις νεαρές πόρνες και στα ναρκωτικά, ο οποίος έχει ισχυρές «πλάτες» και μέσα στο Βατικανό. Το σχέδιο πάει πρίμα, μέχρι που τα «αφεντικά» ξαναθυμούνται τις διαφορές τους και ξεκινούν έναν άγριο πόλεμο, απειλώντας να κάνουν στάχτη το όνειρο του «σαμουράι».

Η Suburra ήταν γειτονιά της αρχαίας Ρώμης, έδρα του υποκόσμου της εποχής, γεμάτη καταγώγια και οίκους ανοχής. Η σύγχρονη Suburra του Σολίμα, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει και το τηλεοπτικό «Gomorrah», είναι η ίδια η Ιταλία. Μια κοινωνία σε σήψη, όπου όλες οι αξίες φτάνουν ακριβώς στο ύψος των κερδών που μπορούν να αποφέρουν – ακόμη και η βροχή που πέφτει αδιάκοπα αδυνατεί να την καθαρίσει.

Φυσικά και πρόκειται για αλληγορία· δεν είναι δα η σύγχρονη Ρώμη εφάμιλλη της εποχής του Καλιγούλα, παραμένει ωστόσο απολαυστικός ο τρόπος που το φιλμ θίγει πολύ πραγματικά ζητήματα. Σε μια εξαιρετική σκηνή, ο διεφθαρμένος πολιτικός διαβεβαιώνει με επαναλαμβανόμενα «certe, certe…» («βεβαίως, βεβαίως») έναν συνάδελφό του πως η ψήφος του στο επικείμενο νομοσχέδιο θα είναι με το αζημίωτο. Καθώς η ταινία φτάνει στην κορύφωσή της, δίκαιοι και άδικοι βαδίζουν προς τον εξαγνισμό· ακόμη κι αν αυτός σημαίνει μια σφαίρα στο κεφάλι.

Στο «Amerika Square» (***), ο Γιάννης Σακαρίδης («Wild Duck») ανατέμνει μία από τις πιο χαρακτηριστικές γειτονιές του κέντρου της Αθήνας. Στην πλατεία Αμερικής του 2017, Ελληνες και ξένοι, τυχοδιώκτες, μαφιόζοι, μετανάστες και πρόσφυγες ζουν ή απλώς επιβιώνουν, εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στο μέλλον. Ο Μπίλι (Γιάννης Στάνκογλου), ένας μποέμ σαραντάρης με δικό του μπαρ και (παράνομο) τατουατζίδικο, γνωρίζει και ερωτεύεται την Τερέζα, μια όμορφη τραγουδίστρια από την Αφρική, που παλεύει να ξεφύγει από το «αφεντικό» της. Ο συνομήλικός του Νάκος (Μάκης Παπαδημητρίου), από την άλλη, είναι ένας άνθρωπος σε τέλμα: άνεργος και δίχως γυναίκα, μένει ακόμη με τους γονείς του, ενώ τρέφει μίσος για τους ξένους που έχουν αλλάξει την εικόνα της αγαπημένης του γειτονιάς. Τέλος, υπάρχει ο Τάρεκ (Βασίλης Κουκαλάνι), πρόσφυγας από τη Συρία, ο οποίος μαζί με τη 10χρονη κόρη του ψάχνει απεγνωσμένα τρόπο για να φύγει για την Ευρώπη.

Οπως είναι αναμενόμενο, οι συγκυρίες θα φέρουν κοντά τις ιστορίες των τριών ανθρώπων, δημιουργώντας ένα σύγχρονο κοινωνικό πορτρέτο. Και αν αυτό στερείται κάπως λεπτομέρειας και πραγματικού βάθους, κερδίζει με την ποικιλομορφία και την ουσία του μηνύματός του. Η βίαιη αλλαγή του κοινωνικού τοπίου (ανεξαρτήτως της μετανάστευσης), το προσφυγικό δράμα, η θρέψη του ρατσισμού είναι θέματα που απασχολούν εδώ, χωρίς πάντως να πνίξουν την αισιοδοξία· στο τέλος εκείνη θα αφήσει τη δική της, συγκρατημένα ελπιδοφόρα επίγευση.

Επιστροφή αυτή την εβδομάδα και για τον Ξαβιέ Ντολάν, ο οποίος μας είχε δώσει το εξαιρετικό «Mommy». Στο «Ακριβώς το τέλος του κόσμου» (***), ο Καναδός auter συγκεντρώνει ένα αστεράτο καστ Γάλλων ηθοποιών (Ναταλί Μπάιγ, Βενσάν Κασέλ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Λεά Σεϊντού, Γκασπάρ Ουλιέ), προκειμένου να περιγράψει μια δυσλειτουργική οικογένεια. Ενας συγγραφέας γυρίζει στο πατρικό, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, για να κάνει μια πολύ σημαντική ανακοίνωση στην οικογένειά του. Το θεατρικό σενάριο, στο οποίο βασίζεται η ταινία του Ντολάν, δεν είναι εύκολα συμβατό με τον κινηματογράφο· εδώ ωστόσο λειτουργεί αρκετά ικανοποιητικά, κυρίως λόγω του επιπέδου των ερμηνευτών που το υπηρετούν.

Κυκλοφορεί ακόμα το «Κάποια να με προσέχει» (**½), δραμεντί στα πρότυπα των «Αθίκτων» με τον εξαιρετικό Μπράιαν Κοξ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο σερ Μάικλ είναι ένας ηλικιωμένος σαιξπηρικός ερμηνευτής του κινηματογράφου και του θεάτρου. Σκέτο βάσανο για όποιον τον γνωρίζει, ο άρρωστος και γκρινιάρης άνδρας θα βρει μια απροσδόκητη φίλη στο πρόσωπο της νεαρής Ουγγαρέζας Ντορότια, που θα προσληφθεί για να τον φροντίζει. Η τρυφερή ιστορία-ύμνος στη ζωή που δεν τελειώνει, παρά μόνον όταν κάποιος στα αλήθεια τα παρατήσει, εξελίσσεται δίχως εκπλήξεις και με την κωμική ελαφράδα να καδράρει ευχάριστα το σύνολο.

CINEMA ALERT

Αν και… σχεδόν βετεράνος (είναι 62 ετών) γνώρισε σχετικά πρόσφατα τη μεγάλη δημοσιότητα. Μετά τη βράβευσή του με Οσκαρ το 2015 για το «Χωρίς μέτρο», ο Τζ. Κ. Σίμονς είναι από τους πιο περιζήτητους ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Παρ’ όλα αυτά, πέρυσι τον είδαμε και στα μέρη μας, στο «Ενας άλλος κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Αυτή την εβδομάδα πρωταγωνιστεί πλάι στον Εμιλ Χιρς, στο κωμικό «Φοβού τον πεθερό», φιλμ μάλλον τετριμμένο, το οποίο αναδεικνύεται κυρίως χάρη στη δική του πληθωρική παρουσία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή