Οι δολοφονίες που έγιναν θεατρικό έργο

Οι δολοφονίες που έγιναν θεατρικό έργο

5' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν στις 15 Ιουνίου του 2005 δολοφονήθηκε από αγνώστους με τρεις σφαίρες στο κεφάλι μέσα στο κατάστημά του (κλειδαράδικο), στο Μόναχο, ο Θεόδωρος Βουλγαρίδης από τις Σέρρες, τίποτα δεν έδειχνε ότι η υπόθεση του Ελληνα μετανάστη μερικά χρόνια μετά θα προκαλούσε πολιτικό σεισμό στη Γερμανία, θα συγκλόνιζε την Ευρώπη γενικότερα και θα γινόταν θεατρική παράσταση, που θα ανέβαινε στα ανάκτορα του βασιλικού οίκου της Βαυαρίας.

Οι Αρχές έστρεψαν τότε τις έρευνές τους στο οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό περιβάλλον του θύματος, χωρίς αποτέλεσμα. Απέφυγαν, παραδόξως, να συσχετίσουν τη δολοφονία με εκείνη ενός Τούρκου μετανάστη, του Χαμπίλ Κιλίτς, ο οποίος είχε πυροβοληθεί στις 29 Αυγούστου του 2001 θανάσιμα μέσα στο δικό του μαγαζί στο Μόναχο, ούτε με άλλες επτά περιπτώσεις δολοφονιών μεταναστών και μιας Γερμανίδας αστυνομικού σε άλλες πόλεις της Γερμανίας – όλες ανεξιχνίαστες μέχρι τότε.

Θα χρειαστεί να αυτοκτονήσουν κατά την έφοδο της αστυνομίας στη γιάφκα τους, στην πόλη Τσικάου, της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, δύο μέλη της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU και να βρεθεί ένα πιστόλι με το οποίο είχαν πυροβοληθεί έξι από τα θύματα, μεταξύ αυτών και ο Βουλγαρίδης, για να στραφούν οι έρευνες των Αρχών στους Γερμανούς νεοφασίστες.

Μέχρι τότε, το 2011, οι νεοναζιστικές οργανώσεις ήταν στο απυρόβλητο των ερευνών των διωκτικών αρχών, οι οποίες επέμεναν να ψάχνουν τους δολοφόνους ανάμεσα στους στενούς συγγενείς των Βουλγαρίδη και Κιλίτς, καθιστώντας μαρτυρική τη ζωή τους.

Το δράμα των οικογενειών του Ελληνα και του Τούρκου μετανάστη που βίωσαν μια απίστευτη κοινωνική απομόνωση ως «ύποπτοι» για τις δολοφονίες, αλλά και την ύποπτη απροθυμία (;) της αστυνομίας να αναζητήσει τους δολοφόνους στον μαύρο (υπο)κόσμο των νεοναζί, ερεύνησε και έκανε θεατρικό έργο υπό τον τίτλο «Αποφάσεις» (Urteile), που παίζεται στο Μόναχο, η Γερμανίδα σκηνοθέτης-συγγραφέας κ. Χριστίνα Ούμπφενμπαχ, η οποία μίλησε στην «Κ».

Δίνοντας «πρόσωπο»

«Οι οικογένειες των θυμάτων θεωρούνταν άδικα επί δέκα χρόνια ύποπτες από τις αρχές ασφαλείας. Για μένα ήταν σπουδαίο να δώσω και πάλι στα θύματα και στις οικογένειές τους ένα πρόσωπο. Επιπλέον, ήθελα να διερευνήσω τα κενά και τις δομές που έκαναν δυνατή την αποτυχία των αρχών ασφαλείας και των μέσων ενημέρωσης. Πώς ήταν δυνατό για πάνω από δέκα χρόνια τα θύματα να εκλαμβάνονται ως δράστες και αντί για τους δράστες να διώκονται οι οικογένειες των θυμάτων;» λέει.

«Το γεγονός ότι οι δολοφονίες εξιχνιάστηκαν τόσο αργά, οφείλεται στο ότι οι παθόντες δεν έγιναν πιστευτοί από τις αρμόδιες ανακριτικές αρχές ασφαλείας. Οι συγγενείς των θυμάτων της NSU είχαν ήδη πολύ πιο μπροστά από το 2011, που αποκαλύφθηκε ποιοι ήταν οι δολοφόνοι, υποθέσει και αναφέρει στις ανακριτικές αρχές ότι πρόκειται για νεοναζιστές δράστες, αλλά δυστυχώς η φωνή τους δεν ακούστηκε. Και οι δύο περιπτώσεις που γίνονται θέμα στο θεατρικό έργο αποτελούν ένα κλασικό παράδειγμα θεσμικού ρατσισμού (ή ρατσισμού των θεσμών). Εξαιτίας των προκαταλήψεων που υπάρχουν στην αστυνομία, έγιναν τα θύματα δράστες. Γι’ αυτό τον λόγο δεν διαγνώστηκε το ότι θα μπορούσαν να είναι οι δράστες Γερμανοί. Οι Αρχές Προστασίας του Συντάγματος γνώριζαν σε κάθε περίπτωση ήδη στα έτη προ του 2011, την NSU και τα σχέδιά της. Δεν έλαβαν όμως μέτρα. Για τον λόγο αυτό υπάρχει μια διαπλοκή μεταξύ της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος και της ακροδεξιάς τρομοκρατίας», υποστήριξε η κ. Ούμπφενμπαχ.

Το θεατρικό έργο παίχτηκε επί τρία συνεχή χρόνια, όσο διαρκεί και η δίκη στο Μόναχο πέντε μελών της ΝSU που κατηγορούνται για εμπλοκή στις δολοφονίες. Καθώς η ακροαματική διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί στο αμέσως επόμενο διάστημα, η παράσταση δινόταν με επιτυχία μέχρι τα μέσα του μήνα. Οι συγγενείς του Βουλγαρίδη και του Κιλίτς, συνοδευόμενοι από τον Ελληνα ιερέα, πρωτοπρεσβύτερο, Απόστολο Μαλαμούση, που όπως είπαν στην «Κ» στάθηκε στο πλευρό τους τις δύσκολες για εκείνους ώρες, παρακολούθησαν το δρώμενο.

«Το έργο αποδίδει πιστά τα γεγονότα. Εκαναν καλή δουλειά οι συντελεστές του. Παρέθεσαν τα γεγονότα όπως έγιναν στην πραγματικότητα, δεν τα παραποίησαν», είπε στην «Κ» η χήρα του Κιλίτς, Πινάρ, ενώ ο αδελφός του Βουλγαρίδη, Γαβριήλ, τόνισε: «Ηταν ένα πολύ δυνατό έργο, λέει όλη την αλήθεια».

Το πράσινο δέντρο

Κάτω από ένα μεγάλων διαστάσεων πράσινο δένδρο κρεμασμένο με τις ρίζες του ανάποδα από την οροφή του θεάτρου, για να καταδείξει τον ξεριζωμό των οικογενειών των θυμάτων από τη δεύτερη πατρίδα τους, το Μόναχο, τρεις ηθοποιοί, δύο Γερμανοί και μία Τουρκάλα, ενσαρκώνουν και παρουσιάζουν σε δύο μέρη τα πρόσωπα που μετέχουν στο όλο δράμα.

Από τη μια μεριά ενσαρκώνουν τον Γαβριήλ Βουλγαρίδη και την οικογένεια Κιλίτς, καθώς επίσης και τον πρωτοπρεσβύτερο Απόστολο Μαλαμούση, όπως και έναν συνάδελφο και μία Γερμανίδα φίλη του Κιλίτς, να καταθέτουν τη μαρτυρία τους για την προσωπική ζωή των θυμάτων και τους συγγενείς να υποφέρουν από τις πολύωρες ταπεινωτικές συνεχείς υποψίες και ανακριτικές μεθόδους των Αρχών.

Από την άλλη, υποδύονται τον ανακριτή, τον αστυνομικό, τη διευθύντρια του σχολείου και τους δημοσιογράφους, να παρουσιάζουν την υπόθεση, όπως τους βόλευε…

«Η αστυνομία, οι Αρχές, δεν μας ζήτησαν ούτε μια συγγνώμη όταν αποκαλύφθηκε ότι τον άντρα μου τον σκότωσαν οι ναζιστές και όχι εμείς», λέει στην «Κ», η Πινάρ Κιλίτς. «Μας κατέστρεψαν τη ζωή, αναγκάστηκα να φύγω από το σπίτι μου, οι φίλοι, οι γνωστοί μάς εγκατέλειψαν, πίστευαν ότι τον σκότωσα εγώ από ζήλια, έγραφαν οι εφημερίδες ότι ήταν σε κυκλώματα του υποκόσμου…».

Δύο οικογένειες στην κόλαση της απομόνωσης και των προκαταλήψεων

«Θεέ μου, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι περάσαμε» λέει στην «Κ» η Πινάρ Κιλίτς. «Στο σχολείο ήθελαν να διώξουν την κόρη μου γιατί, όπως μας είπαν, φοβούνταν μήπως το στοχοποιήσει η μαφία, κατέφυγαν στο σπίτι της αδερφής μου. Δεν μπορούσα να βρω πουθενά δουλειά, με το επώνυμο του άντρα μου. Εγραφαν στην Τουρκία εφημερίδες ότι μου έδωσε πολλά λεφτά το γερμανικό κράτος και έρχονταν στο σπίτι μου διάφοροι άγνωστοι και μου ζητούσαν επιστροφή δήθεν δανεικών του άντρα μου. Και τώρα ακόμα που βγήκε η αλήθεια, εμείς δεν έχουμε βγει από την κόλαση της απομόνωσης».

Ο Γαβριήλ Βουλγαρίδης μην αντέχοντας τη στοχοποίηση ως δυνάμει υπόπτου, πήρε την οικογένειά του και κατέφυγε στην Ελλάδα. «Ηταν ένα μαρτύριο που δεν μπορούσαμε να αντέξουμε. Ακόμα και στις συνεστιάσεις των ελληνικών συλλόγων, στις κοινωνικές συναθροίσεις με Ελληνες, μόλις μας έβλεπαν, μας γύριζαν την πλάτη».

Οταν αποκαλύφθηκε ότι (και) τη δολοφονία του Βουλγαρίδη είχαν διαπράξει νεοναζί, ο ιερέας Απόστολος Μαλαμούσης πήγε από το Μόναχο στη Θεσσαλονίκη και έπεισε τον αδερφό του να γυρίσει πίσω. «Τα πράγματα ήταν δύσκολα και στην Ελλάδα για την οικογένεια και προσπάθησα να τους βοηθήσω», λέει ο ιερωμένος. Φαίνεται ότι τους έπεισε και με τη βοήθειά του ο Γαβριήλ Βουλγαρίδης βρήκε πάλι σπίτι και δουλειά στο Μόναχο. Ταυτόχρονα, ο πατήρ Απόστολος άπλωσε χριστιανική χείρα βοηθείας και στην οικογένεια του δολοφονημένου Τούρκου, σε σημείο που σήμερα η κόρη του να τον αποκαλεί… πατέρα. Ο ίδιος λέει: «Το έργο δείχνει τις αστοχίες και παραλείψεις αστυνομικών και ανακριτικών αρχών απέναντι στις δύο οικογένειες των θυμάτων».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή