Quo vadis NATO?

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρόσφατη κορυφαία διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια –πραγματοποιείται ετησίως κάθε Φεβρουάριο από το 1963– επιβεβαίωσε την πρότερη εκπεφρασμένη δέσμευση των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στη Σύνοδο Κορυφής της Ουαλλίας το 2014, να προχωρήσουν σταδιακά σε αύξηση των αμυντικών δαπανών τους καταλήγοντας στον στόχο-ορόσημο του 2% του ΑΕΠ έως το 2024. Η προαναφερθείσα δέσμευση για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο ύψος του 2% αποτελεί το επιστέγασμα των αμερικανικών προσπαθειών και πιέσεων προς τα ευρωπαϊκά κράτη να επωμιστούν το βάρος που τους αναλογεί, αναφορικά με την ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου και την υποστήριξη μελλοντικών στρατιωτικών δράσεων της Συμμαχίας με αυξημένα μέσα και δυνατότητες.

Το αμερικανικό αίτημα για «δίκαιη» κατανομή των βαρών στους κόλπους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας υπήρξε διαχρονικό ήδη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ εντάθηκε κατά την περίοδο διακυβέρνησης του προέδρου Ομπάμα. (Για του λόγου το αληθές, χαρακτηριστικές υπήρξαν οι δηλώσεις του Αμερικανού πρώην υπουργού Αμυνας Γκέιτς στις Βρυξέλλες το 2011, όπου κατέκρινε την απροθυμία των Ευρωπαίων να αναλάβουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης αναφορικά με τις στρατιωτικές υποχρεώσεις και δυνατότητες της Συμμαχίας.) Η αμερικανική στάση υπαγορεύθηκε εν πολλοίς από τη στροφή των ΗΠΑ στον Ειρηνικό, το επονομαζόμενο Pacific Pivot, από τη στρατιωτική υπερέκταση των ΗΠΑ μετά τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν και τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008, η οποία αφαίρεσε σημαντικές δυνατότητες προβολής ισχύος από το αμερικανικό «οπλοστάσιο», αναγκάζοντας την κυβέρνηση Ομπάμα να υιοθετήσει τη στρατηγική προσέγγιση του «ηγείσθαι εκ του σύνεγγυς» (leading from behind approach), όπως κατεδείχθη στην περίπτωση της Λιβύης.

Το ζήτημα τη δίκαιης κατανομής των βαρών στο ΝΑΤΟ και της επακόλουθης αύξησης των αμυντικών δαπανών κατέστη επιτακτικό από τη ρητορική του νέου Αμερικανού προέδρου Τραμπ περί παρωχημένου ΝΑΤΟ, υπονοώντας ότι η δέσμευση των ΗΠΑ αναφορικά με τη συλλογική άμυνα θα εξαρτάται πλέον από την ανάλογη συνεισφορά των υπολοίπων εταίρων, βάζοντας στο στόχαστρο τη συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών με προεξάρχουσα τη Γερμανία. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην παρούσα φάση, μόνο τέσσερις χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, επιτυγχάνουν το όριο του 2%. Αν και η Γερμανία προχωρεί σε σημαντική σταδιακή αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της, εντούτοις το χάσμα μεταξύ ΗΠΑ – Γερμανίας ολοένα και διευρύνεται. Διαφαίνεται μια σημαντική διάσταση απόψεων μεταξύ των ευρωατλαντικών εταίρων, που αφορά το ύψος της συνεισφοράς της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και σχετίζεται με αυτό καθαυτό το ζήτημα της αύξησης των αμυντικών δαπανών. Καθώς η νέα αμερικανική κυβέρνηση βρίσκεται σε αναζήτηση οικονομικών πόρων για την επίτευξη του φιλόδοξου προγράμματός της, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων γενναία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και ελάφρυνση των αμερικανικών στρατιωτικών υποχρεώσεων στην Ευρώπη, θεωρεί την τωρινή στάση της Γερμανίας ως προς τον στόχο του 2% ανεδαφική και αντιπαραγωγική ως προς το σύνολο των προκλήσεων που θα έχει να αντιμετωπίσει η Βορειοατλαντική Συμμαχία τα επόμενα χρόνια. Ως εκ τούτου πιέζει το Βερολίνο για άμεση αύξηση στις αμυντικές δαπάνες, γεγονός που μεταφράζεται σε μια επιπρόσθετη επένδυση 25-30 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό το οποίο η γερμανική κυβέρνηση απορρίπτει και αντιτάσσει τη γερμανική συνεισφορά στα προγράμματα παροχής εξωτερικής βοήθειας, τη συμβολή της στο προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα και την υπάρχουσα αύξηση των γερμανικών αμυντικών δαπανών κατά 8% σε σχέση με το 2016.

Το ζήτημα περιπλέκεται γιατί, αφενός ακόμη και αν η Γερμανία προχωρούσε σε τέτοιας έκτασης αύξηση των αμυντικών της δαπανών, θα ήταν πολύ δύσκολο να απορροφήσει το συγκεκριμένο ύψος των κονδυλίων και να το μετατρέψει σε δυνατότητες σε σύντομο χρονικό διάστημα. Παρά ταύτα η Γερμανία υπολείπεται κατά πολύ του στόχου του 2%, την παρούσα στιγμή βρίσκεται στο 1,2% του ΑΕΠ και καλείται να αλλάξει στάση συνολικά στα ζητήματα ασφάλειας. Η συνοχή του ΝΑΤΟ τίθεται εν αμφιβόλω, λαμβάνοντας υπόψη πως η ετοιμότητα της Ευρώπης και της Γερμανίας εν προκειμένω να αναλάβει σημαντικό μερίδιο ευθύνης στα θέματα άμυνας και ασφάλειας, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, δεν συνάδει με την αύξηση των αμυντικών δαπανών αλλά εξαρτάται από τη δομική μεταρρύθμιση και σύγκλιση του τομέα ασφάλειας των ευρωπαϊκών χωρών. Η δημιουργία ευρωπαϊκού πυλώνα ασφάλειας σε στενή συνεργασία με το ΝΑΤΟ, συμβατού με την πρόσφατα προαναγγελθείσα Παγκόσμια Στρατηγική της Ε.Ε. και το Σχέδιο Υλοποίησης στους τομείς της Αμυνας και της Ασφάλειας, δύναται να αποτελέσει ένα βήμα προς τα εμπρός για σύσφιγξη των ευρωατλαντικών σχέσεων, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να αναδείξει νέα εστία σύγκρουσης μεταξύ των εταίρων, εάν δεν επιλυθεί το βαθύ πρόβλημα της απουσίας ενιαίας στρατηγικής κατεύθυνσης.

* Ο κ. Κων/νος Θ. Λαμπρόπουλος είναι Αssociate Fellow Geneva Centre For Security Policy, εξωτερικός συνεργάτης στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας ΚΕΜΕΑ, εξωτερικός συνεργάτης στο Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή