Παράφορα απαρηγόρητος

3' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΤΟΜΑΣ ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ

Πλατεία Ηρώων

σκηνοθ.: Δημήτρης Καραντζάς

θέατρο: Της Οδού Κυκλάδων/Λευτέρης

Βογιατζής

«Παρηγοριέμαι όλο και πιο δύσκολα από το θέατρο κι αυτό θα πει: γερνάω», έλεγε σε μια συνέντευξή της η Αριάν Μνούσκιν. Το θυμήθηκα παρακολουθώντας την «Πλατεία Ηρώων» του Τόμας Μπέρνχαρντ, κάποιου που γεννήθηκε –θαρρώ– απαρηγόρητος, αν όχι και γερασμένος. Ενας επαγγελματίας της μισανθρωπικής και εθνικοταπεινωτικής ρητορείας, της ακατάσχετης χλεύης για την Αυστρία και τους συμπατριώτες του, ακόμη κι αν είναι ηθοποιοί, τρελοί ή θεατρώνες.

Το τελευταίο του έργο (1988) ήταν παραγγελία του τότε διευθυντή του Μπουργκτεάτερ, Κλάους Πάιμαν (σκηνοθέτη της σκανδαλώδους πρεμιέρας του) για τα 100 χρόνια του θεάτρου και τα 50 από την ιστορική και υστερική υποδοχή των Αυστριακών στον Χίτλερ. Ο Μπέρνχαρντ το τοποθετεί ακριβώς, Μάρτιο του 1988 στη Χέλντενπλατς της Βιέννης.

Ατμόσφαιρα πένθιμη σε σπίτι που πακετάρεται για να αδειάσει. Την προηγουμένη, πέφτοντας από το παράθυρο στην ομώνυμη πλατεία, αυτοκτόνησε ο γηραιός καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ, παραμονή που θα κατέφευγε ξανά (μετά την απέλασή του το 1938) στην Οξφόρδη κυνηγημένος από τον νεοαντισημιτισμό, τον ρατσισμό και την αμβλύνοια των σύγχρονων Αυστριακών. Παρακολουθούμε το υπηρετικό προσωπικό και αργότερα κάποιους οικείους του (την οικονόμο κ. Τσίτελ και τον αδελφό του Ρόμπερτ) να επαναλαμβάνουν με οργισμένες τιράντες μίσους και καταγγελιών τους λόγους που οδήγησαν τον Εβραίο καθηγητή στον ηθελημένο θάνατο. Η χήρα του, που εμφανίζεται στο νεκρικό γεύμα μετά την κηδεία, πάσχει από ψυχωτικές κρίσεις. Στη διάρκεια του φαγητού κι ενώ «ακούει», πάλι σε παράκρουση, τις ζητωκραυγές των Βιεννέζων προς τον Χίτλερ, πέφτει νεκρή.

Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του συγγραφέα με αχαλίνωτους μονολόγους κυνισμού και φθόνου είναι παρόν στις δύο τουλάχιστον από τις τρεις πράξεις του έργου (σε αξιομνημόνευτη μετάφραση της Ερις Κύργια). Παρόντες αντικατοπτρισμοί, εμμονές, επαναλήψεις, παραθλάσεις προσώπων, γεγονότων, καταστάσεων κι ένας λόγος που αρδεύεται από την οργή και λιπαίνεται από το μίσος. Αποστομώνει κάθε πιθανή ένσταση με την προφητική (ιδίως σήμερα) δύναμη και διευρυμένη ισχύ του. Οσα καταμαρτυρά ο συγγραφέας σε συμπατριώτες του, πολιτικούς, κόμματα, εκκλησία απλώνονται σαν λαδιά στον παγκόσμιο χάρτη παρόντος και μέλλοντος.

Με φόντο ένα κάτοπτρο που μετακινώντας τη γωνία του αντικατοπτρίζει τη σκηνή κι αργότερα το κοινό, η Κλειώ Μπομπότη έστησε ένα σκηνικό χειροποίητο, με αντικείμενα τροχήλατα, έπιπλα λυόμενα ή αναδυόμενα από το δάπεδο όπου δεσπόζει ως ακτινωτός, μικρός κρατήρας το ανεξίτηλο σημάδι της πτώσης του Γιόζεφ Σούστερ. Μεταφορά από την προσωπική αυτοκτονία στη συλλογική και αντίστροφα, καθώς το σημάδι έχει σκηνοθετικά μετατεθεί από τη δημόσια πλατεία στην ιδιωτική κατοικία κι έχει διατρήσει τη συνοχή της εστίας και των σχέσεων.

Ο Δημήτρης Καραντζάς συνέλαβε σε βάθος τον ήχο, τις εντάσεις, τους καταιγιστικούς ρυθμούς, τις επαναλήψεις, τη παραφορά, την αναφορά των λόγων. Αξιοποίησε τη γλώσσα του σώματος, τις χειρονομίες-γκέστους και τα τελετουργικά ενός, άλλοτε γελοία αστικού άλλοτε υποτελούς κι επαρχιώτικου σχολαστικισμού.

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (οικονόμος Τσίτελ) ήταν ολόκληρη μια άκαμπτη υποτέλεια κι ερωτική αφοσίωση στον αυτόχειρα καθηγητή. Η παραληρηματική έκθεση βίου, πολιτείας, συνηθειών, αδυναμιών και λόγων του ήταν η υστερική διεκδίκηση της αποκλειστικότητας στη μνήμη και στις εντολές του. Εξαιρετική η Σύρμω Κεκκέ ως λιγομίλητη βοηθός της, Χέρτα. Ο συντονισμός των δύο ηθοποιών στα τελετουργικά γυαλίσματος και πακεταρίσματος των παπουτσιών, στο σχολαστικό σιδέρωμα των πουκαμίσων, στο στρώσιμο του τραπεζιού ήταν ένα πολυσήμαντο, ακριβέστατο, σιωπηλό θέατρο ανδρείκελων μέσα στο θέατρο οργισμένου λόγου. Αυτό εμπλουτίζει αυτοκριτικά ο αδελφός του αυτόχειρα, καθηγητής Ρόμπερτ Σούστερ. Ο Χρήστος Στέργιογλου, σαρκαστικός, δίχως αναστολές, υποδειγματικός ως παραιτημένος, συνειδητά εγωκεντρικός γέρος σε ρόλο μοναδικό (και ίσως απολογητικό) στη δραματουργία του Μπέρνχαρντ, αντικατοπτρίζει τα πλήθη των αμέτοχων, καταπονημένων πολιτών.

Μαρία Σκουλά και Αννα Καλαϊτζίδου (κόρες του αυτόχειρα), Παναγιώτης Εξαρχέας (γιος), Υβόννη Μαλτέζου (χήρα Σούστερ), Γιώργος Μπινιάρης (Λίμπιχ) στηρίχτηκαν φιλότιμα στα υποκριτικά τους μέσα δίχως σπουδαία σκηνοθετική συνδρομή.

Διστακτική η ενδιαφέρουσα μουσική (Γιώργος Πούλιος), μελετημένη η κίνηση (Ζωή Χατζηαντωνίου) όπως και τα κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη) στην πανελλήνια πρώτη του τελευταίου Μπέρνχαρντ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή