Η επόμενη μέρα και το μετέωρο βήμα Ερντογάν – Τουρκίας

Η επόμενη μέρα και το μετέωρο βήμα Ερντογάν – Τουρκίας

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ερντογάν εξέρχεται του δημοψηφίσματος νικητής αλλά λαβωμένος. Μπορεί το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να μην υπέστη δραματικές απώλειες, όμως, για πρώτη φορά στα 14 χρόνια κυριαρχίας του, χάνει ταυτόχρονα Κωνσταντινούπολη και Αγκυρα. Η δε ηχηρή σιωπή από μεριάς των κυριότερων μέχρι πρότινος συνοδοιπόρων του Ερντογάν (Γκιουλ, Αρίντς, Νταβούτογλου) συνιστά διακριτή διαφοροποίηση από τις επιλογές του. Μάλιστα, μετά το 2013, εξίσου φαίνεται να αποστασιοποιούνται οι πιο «ποιοτικοί» εκ των ψηφοφόρων του AKP (χωρίς εξαρτήσεις από το σύστημα εξουσίας), μεταξύ των οποίων και διανοούμενοι του πολιτικού Ισλάμ.

Από εκεί και πέρα, καταγράφηκε ξεκάθαρα η τριχοτόμηση της τουρκικής κοινωνίας. Από τη μία, οι κοσμικοί, μορφωμένοι –όχι απαραίτητα κεμαλιστές– που αποτελούν το πιο δυναμικό κομμάτι της χώρας, στο «γεωγραφικό» μέσο (της ενδοχώρας) οι βαθιά συντηρητικοί και η μεσαία ερντογανική τάξη και στα νοτιοανατολικά οι διωκόμενοι Κούρδοι. Η απήχηση Ερντογάν στους τελευταίους δεν είναι τόσο υψηλή όσο τα προηγούμενα χρόνια, αλλά, χάρη κυρίως στην επίκληση της θρησκευτικής τους αφοσίωσης και του καλού επιπέδου συνεννόησης με ορισμένους ηγέτες τοπικών φυλών, διατηρεί ακόμη σημαντικά ερείσματα. Πάντως, αυτά που χωρίζουν τους οπαδούς του «Οχι» είναι εξίσου διακριτά με τα αντίστοιχα που τους διαιρούν από τους υποστηρικτές του «Ναι», με αποτέλεσμα να αδυνατεί η αντιπολίτευση να ομογενοποιηθεί εις βάρος του Τούρκου προέδρου. Εντούτοις, ο τελευταίος, ευρισκόμενος αντιμέτωπος με τα 2/3 των πόλεων που αντιπροσωπεύουν την οικονομική, βιομηχανική, τουριστική, πολιτιστική και εκπαιδευτική/μορφωτική ισχύ της χώρας, καλείται να πορευθεί με τα πιο οπισθοδρομικά τμήματα της κοινωνίας σε μια εποχή πολυδιάστατων προκλήσεων σε εσωτερικό και εξωτερικό. Παρ’ όλα αυτά, η ανάληψη πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση συμφιλίωσης με την αντιπολίτευση ή επαναφοράς της ειρηνευτικής διαδικασίας με τους Κούρδους δεν βρίσκονται προσώρας στην ατζέντα του.

Κάπως έτσι, η γειτονική χώρα εισέρχεται σε μεταβατική περίοδο οιονεί προεκλογικής περιόδου μέχρι την ταυτόχρονη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών το 2019, όπου θα εφαρμοστούν πλήρως οι συνταγματικές αλλαγές, εφόσον βέβαια δεν προηγηθούν εξελίξεις. Με τον προσεταιρισμό των πλέον προοδευτικών στρωμάτων της κοινωνίας να είναι αδύνατος, απομένει στον Ερντογάν: α) η διασφάλιση της ενότητας του κόμματός του και της διεισδυτικότητάς του στους ψηφοφόρους που εμφορούνται από συντηρητικές απόψεις, β) η διατήρηση της προσέγγισης με τους εθνικιστές, παρότι η συμπόρευσή τους δεν απέδωσε (όμως ένα μεγάλο μέρος του 10-12% που είναι η εκλογική δύναμη του κόμματος μπορεί σύντομα να αναζητήσει νέα πολιτική στέγη) και γ) κάποια απόπειρα σχετικής επιδιόρθωσης της σχέσης με τους Κούρδους. Εχοντας, πάντως, καθυποτάξει την εξωτερική πολιτική στις εσωτερικές διεργασίες/δυναμικές, δύσκολα θα τροποποιήσει τις βασικές παραμέτρους αυτής υπό το παρόν πολιτικό περιβάλλον.

Ως προς τη Δύση, τα πρώτα δείγματα γραφής μετά το δημοψήφισμα οδηγούν στην εκτίμηση ότι η τουρκική ηγεσία θα επικεντρωθεί στην αναθέρμανση των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Αυτή η διαδικασία δεν θα είναι ανεμπόδιστη, όχι μόνο λόγω των παλινωδιών της εξωτερικής πολιτικής της Αγκυρας στο Συριακό ή της ανάγκης να μην προκαλέσει επιπλοκές στο modus operandi που έχει αναπτύξει με τη Μόσχα (στον βαθμό που Ρωσία και ΗΠΑ δεν επιτυγχάνουν ένα συμβιβασμό), αλλά κυρίως εξαιτίας της στάσης της Ουάσιγκτον απέναντι στο κουρδικό στοιχείο της Συρίας. Εδώ ο Ερντογάν θα δυσκολευθεί να πείσει τον αμερικανικό παράγοντα να αφήσει μετέωρους τους αξιόπιστους, αξιόμαχους και χρήσιμους –για στρατηγικούς λόγους– Κούρδους για χάρη ενός «άστατου» και μάλλον αφερέγγυου εταίρου, ωστόσο η διάθεση Τραμπ να απομονώσει το σιιτικό Ιράν ισχυροποιεί εξ ορισμού (και) τη σουνιτική Τουρκία.

Η Ε.Ε. περνάει σε δεύτερη μοίρα, με την προοπτική ένταξης να έχει καταστεί εξαιρετικά ισχνή και τις κλιμακούμενες εντάσεις να δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα, εντούτοις, στο μέλλον δεν αποκλείεται οι σχέσεις να τεθούν πάνω σε ρεαλιστικότερες βάσεις, με έμφαση σε πεδία κοινού ενδιαφέροντος (οικονομία, ενέργεια, προσφυγο-μεταναστευτικό). Η Αγκυρα δεν έχει την πολυτέλεια να διαρρήξει τους δεσμούς με την Ε.Ε., τον πρώτο εμπορικό της εταίρο και εκ των μεγαλύτερων επενδυτών της κλονιζόμενης οικονομίας της και η Ε.Ε. δεν επιθυμεί έναν στρατηγικά αποπροσανατολισμένο Ερντογάν.

Τυχόν βύθιση της Τουρκίας σε συνθήκες πολυπαραγοντικής αστάθειας συνδυαστικά με ενδεχόμενη αποκοπή της από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι θα αποτελούσαν ανησυχητική εξέλιξη για την Ελλάδα, ενώ εν μέσω εγχώριων αναταράξεων ακραίες, αόρατες και κατά συνέπεια μη συνεννοήσιμες δυνάμεις, που θα μάχονταν για επιρροή, ίσως και την επιβίωση/επικράτησή τους, να προέβαιναν σε σπασμωδικές κινήσεις. Από την άλλη, μία λιγότερο εύθραυστη αλλά εξακολουθητικά δύστροπη Αγκυρα, που δεν προκαλεί εμπιστοσύνη στους συμμάχους της, θα προσέδιδε μεγαλύτερη αξία στην Αθήνα.

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Πρόσφυγες, Ευρώπη, Ανασφάλεια» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή